Συγκυρία, αδυναμίες και αντιφάσεις. Σκέψεις με αφορμή την εκλογή του Π. Παυλόπουλου, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.251, 21/2/2015)

prokopis-paulopoulos-aleksis-tsipras-650x250

 

Η επιλογή του Π. Παυλόπουλου δεν είναι πολιτική κίνηση δευτερεύουσας σημασίας ή απλά επικοινωνιακής φύσης, όπως αρκετές άλλες της πρόσφατης περιόδου. Αποτελεί πολιτική επιλογή που ανιχνεύει στοιχεία πραγματικού συσχετισμού και στρατηγικών επιλογών.

Η συγκυρία είναι πυκνή και φέρνει στην επιφάνεια με ορμητικό τρόπο αδυναμίες και αντιφάσεις που δεν εντάσσονται εύκολα σε έναν σχεδιασμό – αν υποτεθεί ότι υπάρχει ακριβώς τέτοιος σε επιτελικό επίπεδο. Κάποιες επιλογές, όμως, μοιάζουν να είχαν δρομολογηθεί σαν σχέδια και σενάρια κινήσεων από την προηγούμενη περίοδο που οι σημερινοί συσχετισμοί τα επιβάλλουν ή τα αναπροσαρμόζουν.

Πριν από λίγα χρόνια, το να υπάρχει μια κυβέρνηση κυρίως της Αριστεράς, θα ήταν όνειρο θερινής νύχτας αλλά και η συνεργασία με ένα κόμμα του δεξιού χώρου, θα ήταν ανεπίτρεπτο εγχείρημα. Κι όμως, η μνημονιακή πραγματικότητα και το σάπισμα του παλιού πολιτικού κόσμου δημιούργησαν αυτήν τη δυνατότητα. Η γρήγορη επιλογή του Αλ. Τσίπρα να σχηματίσει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ, χαρακτηρίστηκε θετική κίνηση και έδωσε ώθηση σε πρωτοβουλίες για κινήσεις που ήταν άμεσα αναγκαίες.

Η συγκατοίκηση

Από την άλλη μεριά, η επιλογή «πρωθυπουργός από την Αριστερά – Πρόεδρος από τον κεντροδεξιό χώρο», δεν επιβλήθηκε από τις περιστάσεις, δεν αφορά έθιμα και «σαβουάρ βιβρ» του πολιτικού κόσμου, ούτε και δημιούργησε κάποια ανάταση. Ορισμένοι σύνδεσαν την επιλογή αυτή με την πορεία της διαπραγμάτευσης, αλλά ούτε εκεί βρίσκεται όλη η αλήθεια, παρόλο που εμπεριείχε μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση.

Στις συνθήκες που έχει βρεθεί η χώρα, δεν μπορείς να κυβερνήσεις απλά με ένα 35%, ούτε ως μονοκομματική κυβέρνηση. Ας υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και πάλι δεν θα μπορούσε εύκολα να σταθεί σε τέτοια κατάσταση και έχοντας ανοιχτό ένα διπλό μέτωπο, εσωτερικά το τρίγωνο της διαπλοκής και εξωτερικά τους «δανειστές».

Η συγκυρία βγάζει, λοιπόν, στην επιφάνεια, αντιφατικά και ορμητικά, την ανάγκη να συμπτυχθεί ένα ευρύτατο εθνικό και κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων που θα ενώνονταν στη βάση στόχων που απαιτεί η πολιτική, οικονομική, κοινωνική διέξοδος της χώρας. Το αίτημα για «μέτωπο» που πλανήθηκε αλλά δεν υπηρετήθηκε από κανέναν ουσιαστικά στη διετία 2010-2012, μια τέτοια ανάγκη έφερνε στο προσκήνιο, αλλά οι πολιτικές ηγεσίες δεν φάνηκαν έτοιμες μπροστά στο καθήκον αυτό.

Σήμερα, γίνεται όλο και πιο φανερό πως δεν είναι εύκολη η αναμέτρηση με ό,τι εκφράζει ο Σόιμπλε και η ευρωκρατία, είτε από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, είτε από μια συγκυβέρνηση, στο βαθμό που δεν υπάρχει ανταπόκριση στην ανάγκη εθνικής πολιτικής. Με την έννοια της δυνατότητας να στηριχθεί ένα σχέδιο προοδευτικής ανασυγκρότησης και ανόρθωσης της χώρας, τέτοιο που να υπερβαίνει το καθεστώς δανεισμού.

Η εκλογή Παυλόπουλου επιχειρείται, λοιπόν, να συνδεθεί με το γεγονός της ανάγκης σύγκλισης ευρύτερων δυνάμεων για να ασκηθεί μια τουλάχιστον αξιοπρεπής ανορθωτική πολιτική για την χώρα.

Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν, βέβαια, λίγο πιο βεβαρημένος: Κεντροδεξιό μεν πρόσωπο αλλά όχι απαλλαγμένο από σχέσεις με τη διαπλοκή και με ειδικές σχέσεις με τον υπερατλαντικό παράγοντα. Η επιλογή Αβραμόπουλου σχεδιάστηκε ως επιλογή για ένα δυσμενέστερο συσχετισμό για τον ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα για την περίπτωση συγκυβέρνησης με το Ποτάμι και όχι με 149 βουλευτές και τους ΑΝΕΛ. Οι αντιδράσεις που υπήρξαν προς το πρόσωπο του Αβραμόπουλου βάρυναν ώστε να γίνει αυτόματα η επιλογή Παυλόπουλου, χωρίς να τροποποιηθεί ο σχεδιασμός για κεντροδεξιό Πρόεδρο.

«Προωθητικός συμβιβασμός»

Αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές, μπήκε σε εφαρμογή η πολιτική του «προωθητικού συμβιβασμού» σαν εξάρτημα της «τεχνοπολιτικής» και όχι σαν στοιχείο δυναμικής ανάγνωσης του συσχετισμού δυνάμεων. Εσωτερικά, όλες οι προσπάθειες συγκεντρώθηκαν στην μη εκλογή Προέδρου και την άμεση πρόκληση εκλογών. Ελάχιστη σημασία δόθηκε στην ανάγκη να οικοδομηθεί ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου, να προβληθούν μεγάλες αλλαγές ανόρθωσης και διεξόδου της χώρας, στην οικονομία, το πολιτικό επίπεδο, την κοινωνική συνείδηση.

Η ορμή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης δημιούργησε προσδοκίες και η φθορά των Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, μαζί με τα αλλεπάλληλα λάθη τους, έκαναν την υπόλοιπη δουλειά. Βεβαίως, δεν πάρθηκε όσο θα έπρεπε υπ’ όψιν η παγίδευση που μεθόδευσαν οι ευρωκράτες, σε συνεργασία με το εδώ πειθήνιο πολιτικό προσωπικό τους, και κακώς εκτιμήθηκε πως μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους θα ήταν σχετικά εύκολη υπόθεση.

Οι οπισθοχωρήσεις που έχουν γίνει μέσα σε 25 μέρες επιβεβαιώνουν ότι άλλα λογαριάζονταν ως εφικτά κι άλλα δρομολογήθηκαν. Οι ευρωκράτες προχωρούσαν με την πολιτική των κανονιοφόρων, ενώ εδώ επικρατούσε η ζάλη της ιστορικής νίκης. Ωστόσο, ήταν αρκετά δυο τρία «όχι» για να δημιουργηθεί μια ανάταση στους Έλληνες, ανεξάρτητα από το τι είχαν ψηφίσει, να ξανάρθει το χαμόγελο και να γεμίσουν ξανά οι πλατείες όταν φάνηκε να υπάρχει σοβαρός λόγος και όροι ακηδεμόνευτης έκφρασης.

Η δυνατότητα εφαρμογής ενός ρεαλιστικού άμεσου σχεδίου φιλολαϊκής πολιτικής που θα δυνάμωνε ένα, εφικτό να οικοδομηθεί, εθνικό-λαϊκό μπλοκ, ήρθε αντιμέτωπη με την παγίδευση της ευρωκρατίας και την έλλειψη σοβαρών όρων για την προώθησή του. Αυτό, όμως, έπρεπε να είχε προβλεφθεί και να είχε σχεδιαστεί μια αντιμετώπισή του.

Εθνική σύγκλιση;

Η κίνηση προς τον κεντροδεξιό χώρο, επομένως, εμφανίζεται σαν αναγκαστική μόνο επειδή εξακολουθεί να μη διαβάζεται σωστά η δυναμική του συσχετισμού και το πού θέλει να οδηγήσει η ευρωκρατία: Αν όχι στην πτώση της κυβέρνησης, στον εγκλωβισμό της σε μια μορφή μνημονιακής πολιτικής και συνδιαχείρισης της πολιτικής εξουσίας με τις μνημονιακές δυνάμεις.

Αν αυτό, όπως και η δυναμική και ορμή που είχαν δημιουργήσει τα πρώτα «όχι», εκτιμούνταν καθαρά, θα γίνονταν η επιλογή αντιμνημονιακού Προέδρου, ώστε να έμενε ανοικτός ο δίαυλος «συνομιλίας» με το λαό και τις πλατείες, ώστε ακόμα κι αν χρειάζονταν υποχωρήσεις, να μην βρισκόταν κανείς περικυκλωμένος από αχρείαστους «σύμμαχους».

Με άλλα λόγια: Αν θεωρήσουμε αναγκαία μια εθνική σύγκλιση για να αντιμετωπιστεί ο στραγγαλισμός που μεθόδευαν οι ευρωκράτες, αυτή έπρεπε να γίνει με όρους που να μην παγώνει ο λαϊκός παράγοντας. Οι κινήσεις των τελευταίων ημερών (συμπεριλαμβανομένης της προεδρίας) δείχνουν ότι ενώ βοούσε αυτή η ανάγκη, έγιναν όλα τα βήματα προς το πάγωμα του κόσμου, με μοναδικό όφελος το κέρδισμα (αν επιτευχθεί) λίγου χρόνου.

Είναι τέτοιοι, όμως, οι όροι που κερδίζεται ο χρόνος που τείνει να ακυρωθεί το πρόγραμμα. Και να αρχίσει να ανασυντάσσεται το μνημονιακό στρατόπεδο, μόλις του δοθούν οι πρώτες ευκαιρίες πολιτικής παρέμβασης. Επομένως, το δεύτερο βήμα του εγκλωβισμού θα είναι η «εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης», η «εθνική συνεννόηση», το «συμβούλιο αρχηγών των κομμάτων υπό τον Πρόεδρο» και, γιατί όχι, μία κυβέρνηση πολυκομματικής συνεννόησης.

Αν δεν προκύπτει καθαρά από τα παραπάνω η θέση, ας ανακεφαλαιώσουμε: Η επιλογή Προέδρου δεν βασίζεται σε σωστή ανάγνωση του πραγματικού συσχετισμού και των δυναμικών που αυτός εμπεριέχει. Η εθνική ενότητα είναι αναγκαία αλλά σε πλήρη σύμπνοια με την απαίτηση απαλλαγής από τον παλιό μνημονιακό πολιτικό κόσμο. Η κοινωνία όχι μόνο είναι ώριμη να αποδεχθεί τον αποκλεισμό των υπαίτιων της καταστροφής, αλλά και η δυναμική της θα ωθούνταν ακόμα περισσότερο από μια τέτοια επιλογή. Αντίθετα, το στοιχείο της «εθνικής ενότητας» και συναίνεσης δρομολογείται με περιεχόμενο που δίνει σανίδα σωτηρίας στο παλιό πολιτικό σύστημα και δημιουργεί όρους, τόσο για την παλινόρθωσή του, όσο και για την περαιτέρω παγίδευση μιας πολιτικής διεξόδου.

Υπάρχει διέξοδος; Βεβαίως. Σε άλλες ράγες από την υποχωρητικότητα και την επιστροφή στην «κανονικότητα». Στη χάραξη μιας ανορθωτικής πολιτικής με σαφή πρωταγωνιστικό ρόλο του λαϊκού παράγοντα. Αυτό, όμως, επιβάλλει όλη την αλήθεια στο λαό, τολμηρό πατριωτικό και κοινωνικό κάλεσμά για να μείνει όρθια και περήφανη η χώρα, βγάζοντας τις θηλιές της κυνικής ευρωκρατίας.

Κοινώς, εδώ που φτάνουμε δεν υπάρχει «αμοιβαία επωφελής συμφωνία» με τους δανειστές. Υπάρχει αποτίναξη του ζυγού, αποφυγή του στραγγαλισμού, αλλαγή άμεσα της πολιτικής. Αλλιώτικα διατυπωμένο: Να μπει άμεσα η πολιτική στο τιμόνι: Η χώρα και ο λαός δεν υποτάσσονται στους ευρωκράτες. Φωνή και έκφραση στον λαό. Προσφυγή σε αυτόν και προετοιμασία για περήφανη εθνική ανορθωτική πολιτική.

23/02/2015, Δήλωση για τις εξελίξεις

Η συμφωνία στην οποία υποχρεώνεται η χώρα, είναι προβληματική, τόσο με τα σημερινά δεδομένα, όσο και σε ό,τι αφορά την προοπτική της. Δεν νοείται να χαρακτηρίζεται επιτυχής, αφού δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο.

Τα μνημονιακά δεσμά δεν χαλαρώνουν. Καμιά αλλαγή δεν είναι επιτρεπτή. Η συνεχιζόμενη απώλεια κυριαρχίας και ο αμείλικτος έλεγχος της ευρωκρατίας επιβάλουν στην κοινωνία καθολική ασφυξία και όχι μόνο οικονομική. Τίποτα δεν προδιαγράφει επιστροφή σε κάποια μορφή «κανονικότητας». Το σοκ θα συνεχιστεί.

Αυτή η πραγματικότητα δεν εξωραΐζεται. Ο συντελούμενος συμβιβασμός, αργά ή γρήγορα θα διαχυθεί στην κοινωνία, εγκαθιστώντας σε κάθε επίπεδο τη λογική του.

Η ελπίδα όμως, για κοινωνική ανάταξη και αναγέννηση της χώρας πρέπει να μείνει ζωντανή. Γι’ αυτό απαιτείται επαναπροσδιορισμός της πολιτικής, των στόχων, των μέσων και των προϋποθέσεών της.

Κυρίως, αναδεικνύεται επιτακτικά η ανάγκη να μιλήσουν τα μέλη και η κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Αναδεικνύεται, επίσης, η ανάγκη να ειπωθεί από την κυβέρνηση όλη η αλήθεια στο λαό, αφού στο τέλος ο λαός θα σφραγίσει με τη ζωντανή παρουσία του τις όποιες πολιτικές εξελίξεις.

23/2/15

Ρούντι Ρινάλντι,
μέλος Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ

Δεν υπάρχει 70% «υγιές» και 30% «τοξικό» Μνημόνιο, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.250, 14/2/2015)

mnhmonio-650x250

 

Αναγκαία η κατεδάφιση του καθεστώτος που επιβλήθηκε το 2010

Όλα γίνονται με εκπληκτική ταχύτητα. Κάθε μέρα κρύβει εκπλήξεις και νέα δεδομένα. Τουλάχιστον κανείς δεν μπορεί να παραπονεθεί ότι πλήττει με όσα συμβαίνουν ή με την αγωνία της συνέχειας.

Υπάρχει η ουσία, υπάρχουν οι διαδικασίες, υπάρχουν οι τακτικές και υπάρχει και η στρατηγική. Μερικές στιγμές όλα μπερδεύονται: οι κακοί θέλουν να διαιωνίσουν την υπάρχουσα, μέχρι χτες, κατάσταση και στήνουν παγίδες. Οι καλοί θέλουν να κερδίσουν χρόνο ώστε να ξεφύγουν λίγο από την ασφυκτική πίεση. Έως εδώ καλά. Από εδώ και κάτω αρχίζει ένα παιχνίδι που δεν είναι απλώς παιχνίδι λέξεων αλλά και μετατοπίσεων. Οι τρεις μαγικές λέξεις «extend, amend and conclude» (παράταση, τροποποίηση και ολοκλήρωση) δεν είναι το βασικό αγκάθι, παρ’ όλο που όλα παίζουν το ρόλο τους…

Η άρνηση υποταγής στη γερμανική Ευρώπη (που έχει επιβάλλει την πολιτική της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς) με τη συνεχόμενη στρογγυλοποίηση ή και μετατόπιση από θέσεις και δεσμεύσεις που είχαν προβληθεί προεκλογικά, είναι η διαρκής αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ που πιθανόν θα καταλήξει σε μια ρευστή κινούμενη ισορροπία (που είναι αμφίβολο να κριθεί προκαταβολικά ποιος και τι κερδίζει) ή μπορεί να οδηγήσει σε μια μεγαλύτερη εμπλοκή και ρήξη.

Πέρα από τη μεγάλης σημασίας απόσυρση της θέσης για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους (που ας ευχηθούμε ότι μένει να ειδωθεί μετά την συμφωνία-γέφυρα που επιδιώκεται) υπάρχει μια ακόμα θορυβώδης μετατόπιση που, κατά την γνώμη μας, αδυνατίζει την επιχειρηματολογία και τη διαπραγματευτική ισχύ: Ότι δηλαδή το 70% του Μνημονίου κινείται σε σωστή εκσυγχρονιστική, μεταρρυθμιστική κατεύθυνση και το 30% είναι τοξικό, αρνητικό, απορριπτέο. Και, επομένως, τροποποιώντας το 30% σε θετική κατεύθυνση και υλοποιώντας το «ουδέτερο» 70%, βάζουμε τη χώρα σε μια τροχιά εξόδου από την κρίση και ιδιαίτερα από τη λιτότητα.

Η θέση αυτή είναι αυτοϋπομονομευτική. Παίζει σε ένα επίπεδο που έχει επιβληθεί, αυτό των μνημονίων, και αναζητεί μια μεταμνημονιακή πραγματικότητα εκκινώντας από τη θέση ότι τα μνημόνια περιείχαν και ορισμένες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που έτσι κι αλλιώς πρέπει να γίνουν. Αυτή η αποδόμηση των μνημονίων, σε ποσοστά τοξικών μερών και υγειών τμημάτων, μας καθηλώνει σε μια περιοχή όπου το δανειακό καθεστώς παραμένει απολύτως αναγκαίο και ο πειθαναγκασμός στις ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες συνθήκες είναι «φυσιολογικός».

Αντίθετα, η ισχύς της νωπής εντολής του ελληνικού λαού και η μεγάλη συσπείρωση που υπάρχει γύρω από τη θέση της μη υποταγής, επιβάλλουν ως διαπραγματευτικό ατού, τη διαρκή επίκληση των καταστροφικών επιδράσεων που επέφερε το σύνολο των μνημονίων και την υπεραναγκαία κατεδάφιση όλων των ρυθμίσεων που αυτά επέβαλλαν στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική ζωή της χώρας. Τα μνημόνια δεν είναι μόνο το πολιτικό εποικοδόμημα (τρόικα, Ράιχανμπαχ, Φούχτελ, Τask Force και τριανδρίες επιτόπιων ελέγχων) αλλά το σύνολο των ρυθμίσεων και εφαρμοστικών νόμων που οδήγησαν στην αποικία χρέους και την καταστροφή της χώρας.

Η θέση για 70% θετικά στο Μνημόνιο ξεκίνησε σαν μια ατάκα του υπουργού Οικονομικών για το νόημα της οποίας χρειάστηκαν και διορθωτικές δηλώσεις και σιγά-σιγά έγινε επίσημη θέση με την έννοια ότι χρειάζονται σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες η κυβέρνηση δεσμεύεται να προωθήσει και μάλιστα άμεσα. Τώρα κοντεύει να γίνει νέα επίσημη θέση του ΣΥΡΙΖΑ…

Οι κακοί μάλλον ευχαριστιούνται να γίνεται η συζήτηση σε αυτό το επίπεδο. «Εντάξει, το 70% που αρχίσατε να το παραδέχεστε και εσείς, για πείτε μας για το 30% τι προτάσεις έχετε». Όχι στη λιτότητα; Όχι άλλα μέτρα; Οι πλεονασματικοί προϋπολογισμοί να είναι της τάξης του 1.5% και όχι του 3-4%; ΟΚ. Πείτε όμως ποια θα είναι τα «ισοδύναμα μέτρα»… «Αυξήσεις, όχι απολύσεις, όχι περικοπές συντάξεων; Μα έτσι κοροϊδεύετε και περιφρονείτε την Ευρώπη που όλοι μαζί χτίζουμε».

Χρειαζόμαστε χρόνο αλλά μη διανοηθείτε ότι θα προσκυνήσουμε. Αυτό είναι το μήνυμα προς το Βερολίνο. Ο αγώνας για μια δημοκρατική Ευρώπη περνά και μέσα από την πάλη για το γκρέμισμα της γερμανικής Ευρώπης. Ο πολιτικός αγώνας και το προχώρημα σε μια καθαρή 100% αντιμνημονιακή γραμμή είναι λιγότερο ουτοπική από μια συμφωνία που εμείς θα ονομάζουμε «Μνημόνια τέλος» και αυτοί θα περιγράφουν λέγοντας «Ευχαρίστως να σταματήσουμε να το αποκαλούμε “τρόικα”’, αλλά οι τρεις θεσμοί θα πρέπει να συνεχίσουν τον εποπτικό τους ρόλο στην Ελλάδα».

Άλλο αντιμνημονιακός αγώνας για πολιτική, οικονομική, κοινωνική διέξοδο, ώστε να μπει τέλος στο απάνθρωπο καθεστώς δανεισμού της Ελλάδας και άλλο ηπιότερη(;) διαχείριση της διαρκούς λιτότητας και ό,τι άλλο ετοιμάζουν οι κυνικοί ευρωκράτες…

Η ασυμμετρία πολιτικής και οικονομικής δύναμης και το ελληνικό πρόβλημα, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.249, 7/2/2015)

Matthew Richardson on the world economy

Πολιτικός αγώνας απάντηση στους ευρω(τρομο)κράτες

Ο ελληνικός λαός έδιωξε από τη διακυβέρνηση το μνημονιακό πολιτικό μπλοκ και έδωσε εντολή στον ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει σε μια διαφορετική πορεία, καταργώντας άμεσα το ειδικό καθεστώς «αποικίας». Καθεστώς που είχε επιβάλλει η ευρωκρατία, μέσω της τρόικας και της άμεσης επιτήρησης. «Τρόικα τέλος», λοιπόν, και αυτή είναι μια πολιτική απόφαση που αγκαλιάστηκε από τον ελληνικό λαό. Ξεκαθαρίσαμε πολιτικά ότι κάτι σημαντικό άλλαξε στην Ελλάδα, ότι υπάρχει νωπή εντολή για άλλη πορεία. Αντιμνημονιακή, ανορθωτική, δημοκρατική και λαϊκή, για τη διέξοδο της χώρας.

Τα κάγκελα που έφυγαν από το Σύνταγμα, ο πρωθυπουργός που κατέθεσε στεφάνι στην Καισαριανή, η στάση του Γ. Βαρουφάκη απέναντι στον Ντάισελμπλουμ, έφτασαν για να νιώσει ο λαός ανακούφιση και να διαπιστώσει ότι «αυτοί που ήρθαν δεν είναι σαν τους άλλους. Έχουν άλλη πολιτική και πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία και η δυνατότητα να προχωρήσουν». Και όταν η ευρωκρατία, με τον πιο επίσημο τρόπο, μίλησε και έστειλε τελεσίγραφα συμμόρφωσης, τότε ο λαός, με τη μορφή του «Κανένα», ξαναβρέθηκε στο Σύνταγμα και αλλού, για να δείξει ότι το χαμόγελο των πρώτων ημερών μπορεί να γίνει απόφαση αγώνα.

Απέναντι στην πρόκληση που συνιστά για τη νεοφιλελεύθερη υπό γερμανική ηγεμονία Ευρώπη, το γεγονός ότι ένας λαός μπορεί να αποφασίσει μια διαφορετική πορεία, απέναντι στον τρόμο να απλωθεί η «ανταρσία», ο σκληρός πυρήνας της υπαρκτής Ε.Ε. αποφάσισε να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο: Κανένας χρόνος, καμιά ανάσα στην ελληνική κυβέρνηση εκτός κι αν υποταχθεί σε μια συμφωνία που θα συνεχίζει στις ράγες που χαράχτηκαν από τα μνημόνια. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε. Χρειάζεται, όμως, να σκεφτούμε λίγο πιο συνεκτικά τι έχει συμβεί.

Το όπλο της πολιτικής

Η μνημονιακή πολιτική υποβίβασε την Ελλάδα σε μια «αποικία χρέους». Αυτή την εκδοχή πήρε, πολιτικά και οικονομικά, η μεταπρατική πραγματικότητα. Από την ποιότητα «αποικία-χρέους» έχουμε εξέλθει μόνο πολιτικά. Αυτό είναι τεράστιο βήμα, αλλά καθένας αντιλαμβάνεται ότι για την πλήρη πολιτική ανεξαρτησία, για να είναι ο λαός αυτεξούσιος και να κατοχυρωθεί η λαϊκή κυριαρχία, απαιτείται να αντιμετωπιστεί το ειδικό οικονομικό καθεστώς που έχει εγκαθιδρυθεί. Καθεστώς βασισμένο σε μια οικονομία που υπάρχει και διαιωνίζεται μέσα από τον δανεισμό και την ανατροφοδότηση του χρέους.

Γιατί είναι πασιφανές ότι το χρέος στην Ευρωζώνη χρησιμοποιείται ως εργαλείο ελέγχου των οικονομιών υπό γερμανική εποπτεία και κατ’ επέκταση ως εργαλείο πολιτικού πειθαναγκασμού χωρών. Όταν, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει θέμα χρέους (μείωσης, διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους) ζητά, ουσιαστικά, να μπουν άλλοι όροι και απειλεί το βασικότερο εργαλείο άσκησης «οικονομικής ορθοδοξίας» στην Ευρώπη.

Επομένως, οι ευρωκράτες θα εργαστούν για τον πειθαναγκασμό της Ελλάδας, ενάντια στην θέληση του λαού της. Οι θεσμοί τους, εμποτισμένοι στο νεοφιλελευθερισμό και στα δόγματα της χρεομηχανής και προστασίας των προϊόντων της «άυλης οικονομίας», θα στραφούν εναντίον της απειλής που αντιπροσωπεύει για την πολιτική τους η Ελλάδα.

Πολιορκημένοι, αλλά ελεύθεροι, έχουμε ένα μεγάλο όπλο στα χέρια μας. Αυτό είναι που μας δίνει δύναμη και έχει ταράξει τα νερά και τις ισορροπίες στην Γηραιά Ήπειρο: Το όπλο της πολιτικής. Όχι μόνο ή όχι απλά στην κυβερνητική του διάσταση, αλλά σε αυτήν ενός αγωνιζόμενου λαού και μιας χώρας που επιζητά τη σωτηρία και τη διέξοδό της, γνωρίζοντας πλέον καλά και πιο ξεκάθαρα, ποιοι και μέσα από ποιους μηχανισμούς την εμποδίζουν να υπάρξει. Το όπλο της πολιτικής που συμπυκνώνεται στη λαϊκή συσπείρωση γύρω από νέα κυβέρνηση και την παροτρύνει: «Παλέψτε, μην κάνετε πίσω».

Παρ’ όλο που οικονομικά είμαστε σε δύσκολη θέση, παρ’ όλο που οι πολιορκητές κόβουν τη χρηματοδότηση για να μας στραγγαλίσουν, η πολιτική απόφαση ότι η Ελλάδα θα υπάρχει, θα υπάρχει περήφανη και μετά τα τελεσίγραφά τους, έχει εξαιρετική δύναμη και διαπραγματευτική ισχύ. Αυτή η ασυμμετρία ανάμεσα στη μεγάλη πολιτική δύναμη και συσπείρωση που υπάρχει τώρα και στην οικονομική αδυναμία, πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να μπουν οι βάσεις μιας οικονομίας που θα στηρίζεται όχι στα δανεικά, αλλά στην παραγωγική ανασυγκρότηση και την πνευματική αναγέννηση της χώρας.

Το όπλο της πολιτικής δεν αξιοποιείται με τακτικισμούς ή επικοινωνιακά κόλπα. Σε τέτοιες συνθήκες εφαρμόζεται δια του πολιτικού αγώνα, με καθαρούς στόχους και φυσικά μέσα από την πλήρη κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα.

Νέος κύκλος αλλά ανοιχτός

Ο τρόπος που διαβάζει κανείς τον συσχετισμό δύναμης είναι κρίσιμο ζήτημα όταν πρέπει να στηριχθεί στον πολιτικό αγώνα. Για παράδειγμα, ο εσωτερικός και ο διεθνής συσχετισμός αλληλοεπηρεάζονται αλλά δεν ταυτίζονται. Οι Ζαπατίστας κράτησαν γιατί εκμεταλλεύτηκαν τη διεθνή αλληλεγγύη κατά αριστοτεχνικό τρόπο και αυτό τους έδωσε ανάσα, χρόνο και πολιτική δύναμη. Η Ελλάδα δεν είναι η ζούγκλα της Λακαντόνα στο Τσιάπας, αλλά τα διδάγματα πρέπει να εξάγονται.

Ο συσχετισμός δυνάμεων σχετίζεται και με την ιεράρχηση τριών σημαντικών παραγόντων: Εσωτερική αντίδραση (διαπλοκή, 4-5 μεγάλες «οικογένειες», ΜΜΕ, πολιτικό σύστημα). Ευρωκρατία, δανειστές και αγορές. Γεωπολιτικά τόξα και συναρθρώσεις τους. Ποιος είναι ο πιο «αδύναμος κρίκος»; Παίρνοντας φιλολαϊκά μέτρα, κτυπώντας τη διαπλοκή, προωθώντας τη δημοκρατία παντού, δημιουργείται μια ισχυρή βάση ισχύος στο εσωτερικό. Τέτοια που επιτρέπει και την εκμετάλλευση των όποιων ρωγμών που φέρνουν αντιμέτωπους τους «μεγαπαίκτες», αλλά και δίνει περιθώρια για διαπραγμάτευση που δεν θα ισούται με εγκλωβισμό.

Ο κύκλος που ξεκινά με την «νεοπολίτευση» είναι ανοικτός: Αν επικρατήσουν οι φοβικές ισορροπίες (ανοίγματα προς το παλιό πολιτικό προσωπικό, ακόμα και η υπόθεση της Προεδρίας, μέχρι και σήμερα σέρνεται η πρόταση για Αβραμόπουλο!), τότε αντί για Πολιτική με το λαό στο προσκήνιο, θα κυριαρχήσει ο τακτικισμός και οι γέφυρες με τον συστημικό κόσμο. Ακόμα και οι αμφιλεγόμενες δηλώσεις για πακέτο μεταρρυθμίσεων που ίσως κατά 67% να μοιάζει με όσα επιζητά η τρόικα, δεν βοηθούν ιδιαίτερα και δείχνουν αμηχανία μπροστά στην απόφαση των ευρωκρατών να μην μας αφήσουν καθόλου χρόνο. Η κατεύθυνση «ούτε σύγκρουση, ούτε υποτέλεια» σε στιγμές που σε στραγγαλίζουν δεν είναι η πιο βοηθητική.

Η μετάβαση σε μια άλλη Ελλάδα πρέπει να υπηρετεί και να επιλύει τον «λαϊκό καημό» για δημοκρατία, ελευθερία, παραγωγική ανασυγκρότηση, πνευματική αναγέννηση. Αυτά σημαίνουν να είναι ο λαός υποκείμενο της μετάβασης. Το κοινωνικό μπλοκ της μετάβασης στήνεται και στηρίζεται κυρίως στο εσωτερικό, την ίδια στιγμή που πρέπει να αξιοποιεί κάθε μέσο διεθνούς αλληλεγγύης προς τους πολιορκημένους αλλά ελεύθερους Έλληνες.

Να μπει τέλος στη γερμανική Ευρώπη, αυτό τρομάζει σήμερα τους υποτιθέμενους σκληρούς. Να αναδειχθεί ένα μέτωπο των λαών του Νότου και των εργαζομένων όλης της Ευρώπης. Να εκδηλωθεί μια δημοκρατική επανάσταση στην Γηραιά Ήπειρο. Το παράδειγμα της Ελλάδας πρέπει να συνεισφέρει στο έργο αυτό. Εκεί έγκειται και η ιστορική σημασία της μετάβασης. Κάθε άλλος δρόμος συμβιβασμού θα οδηγήσει σε μια νέα εκδοχή επαναδανειοδότησης, αποτελμάτωσης και υποτέλειας.

 

05/02/2015, “Η ώρα του αγώνα!”, Δήλωση για τις τρέχουσες εξελίξεις

Η ώρα του αγώνα!

Η ευρωκρατία οργανώνει την ασφυξία της Ελλάδας, οξύνοντας την αρπακτική πολιτική της.
Κατεδαφίζει τον διάλογο και μετατρέπει την ελπίδα για επικοινωνία σε αυταπάτη. Επιχειρεί να μας γονατίσει, να μας σύρει στον εξευτελισμό και την ικεσία.
Είναι η ώρα του αγώνα του ελληνικού λαού. Η ώρα να υποστηρίξει ο ίδιος τις επιλογές του. Να κερδίσει την αλληλεγγύη και τη συμπαράσταση.
Τα δεσμά της γερμανικής Ευρώπης θα σπάσουν.
Πολιορκημένοι, αλλά ελεύθεροι, να στείλουμε το μήνυμα του αγώνα παντού, σε κάθε γωνιά της χώρας, σε κάθε μεριά, απ΄ άκρου εις άκρον της Ευρώπης.

5 Φεβρουαρίου 2015

Ρούντι Ρινάλντι, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ

Η «Νεοπολίτευση», άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.248,31/1/2015)

Νέος πολιτικός κύκλος ανοίγει για τη χώρα – Ποια χαρακτηριστικά θα έχει το καινούργιο τοπίο, μετά τη μεταπολίτευση και το μνημονιακό καθεστώς 

nepolitefsh-650x250

Με την ιστορικής σημασίας νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και το λαϊκό ρεύμα που υποστήριξε την απαλλαγή από το μνημονιακό καθεστώς, ξημερώνει μια νέα μέρα, ένα νέο πολιτικό τοπίο, που θα έχει άλλα χαρακτηριστικά από αυτά που ζήσαμε στους δύο προηγούμενους κύκλους που κλείνουν: Τον κύκλο της χρεοκοπημένης μεταπολίτευσης που πολιτικά κυριαρχήθηκε από τον δικομματισμό ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και χαρακτηρίστηκε από τη νομή της εξουσίας από τα κόμματα αυτά και την προώθηση μιας εκδοχής εκσυγχρονισμού αλά ελληνικά της μεταπρατικής δομής που παρέλαβαν. Τον κύκλο της μνημονιακής περιόδου με επικυριαρχία του μνημονιακού πολιτικού μπλοκ (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, μέσα από δικομματικές ή τρικομματικές κυβερνήσεις) που τιμωρήθηκε σκληρά για την αντιλαϊκή πολιτική που εφάρμοσε στα 4 χρόνια μνημονίου.

Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ορίζει και ανοίγει έναν νέο πολιτικό κύκλο, που ο Λάκης Λαζόπουλος ονόμασε «νεοπολίτευση» και στον οποίο η Αριστερά παίζει κεντρικό ρόλο, πρωταγωνιστικό. Η τιμωρία του μνημονιακού πολιτικού στρατοπέδου και η αφαίρεση της διακυβέρνησης από αυτό το αντιδραστικό και εθελόδουλο μπλοκ, το μπλοκ του «ναι σε όλα» προς την τρόικα, αποτελεί μια σημαντική στιγμή και τομή στην πολιτική ζωή του τόπου και αποτελεί μια απαρχή ενός νέου κύκλου που επηρεάζει και επιδρά στις εξελίξεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Ορισμένα χαρακτηριστικά της «Νεοπολίτευσης»

Τα βασικά χαρακτηριστικά του κύκλου που ανοίγει είναι η συνύπαρξη τριών πλευρών:

  • των προσδοκιών και δεσμεύσεων για μια φιλολαϊκή πορεία
  • των έντονων πιέσεων για μια συστημική παλινόρθωση
  • των ανοικτών μετώπων με τη διαπλοκή/διαφθορά εσωτερικά και την τρόικα/γερμανική Ευρώπη από την άλλη.

Και μόνο η συνύπαρξη αυτών των τριών πλευρών συν τις γεωπολιτικές πιέσεις που υπάρχουν, αναδεικνύει πως η ρευστότητα, η πυκνότητα, οι δυσκολίες και η μεταβατικότητα θα είναι σύμφυτα χαρακτηριστικά του νέου κύκλου. Είναι αλήθεια πως από την πρώτη μέρα μπήκαμε στα δύσκολα και καμιά απλοποιητική λογική δεν μπορεί να σταθεί έστω για ένα 24ωρο.

Πριν τις εκλογές ήταν φανερό ότι στην Ελλάδα επίκειτο ένας μεγάλος πολιτικός σεισμός που θα ταρακουνούσε όλα τα σχήματα που ήταν γνωστά μέχρι τότε. Είτε με τη μορφή της αυτοδυναμίας προς τον ΣΥΡΙΖΑ, όπου ορμητικά θα άνοιγε μια πορεία αλλαγών και αντιπαραθέσεων, είτε με τη μορφή ενός μεγάλου αναγκαστικού συμβιβασμού, της «εθνικής συνεννόησης», όπου ένας αχταρμάς μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων μπαίνουν στο χορό της «εθνικής διαπραγμάτευσης».

Το αποτέλεσμα των εκλογών έδωσε μια οριακή και υβριδική απάντηση στο ζήτημα. Ούτε αυτοδυναμία, αλλά και ούτε κατάσταση «εθνικής συνεννόησης».

Ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς αυτοδυναμία, αλλά και χωρίς την ανάγκη να στηριχθεί σε μνημονιακές δυνάμεις ή φιλομνημονιακές (Ποτάμι), μπόρεσε εύκολα και γρήγορα να προσανατολιστεί στον σχηματισμό κυβέρνησης με τους αντιμνημονιακούς ΑΝΕΛ και να είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Με δυο λόγια να αποφύγει εν πρώτοις έναν σφιχτό εναγκαλισμό από κατεστημένες δυνάμεις. Κρατά δηλαδή την πρωτοβουλία των κινήσεων και αυτό είναι κρίσιμο.

Λίγες μέρες μετά τις εκλογές πήραμε μυρωδιά από το άρωμα της συνθετότητας και της δυσκολίας των καταστάσεων: δικομματική κυβέρνηση, υπουργικό συμβούλιο με πολλές ισορροπίες και ανθρώπους τεχνοκράτες, νομικούς, ειδικούς, ανοίγματα στο χώρο της ΔΗΜΑΡ και της Οικολογίας, εμπλοκή και θετική παρέμβαση στα θέματα της Ουκρανίας, επισκέψεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, επιστολές Ομπάμα και παράλληλα κυκλοφορία σεναρίων για ψήφιση του μνημονιακού Αβραμόπουλου στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Πλάι δηλαδή στην ανακούφιση από το διώξιμο της μνημονιακής κυβέρνησης και τον ερχομό μιας φρέσκιας κατάστασης, πλάι στη συγκλονιστική εικόνα του πρωθυπουργού στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, συνυπάρχουν πλείστες αντιφάσεις του ίδιου του εγχειρήματος που συσσωρεύουν απορίες και έντονα συνειδησιακά προβλήματα από τις πρώτες μέρες διακυβέρνησης.

Το εκλογικό αποτέλεσμα

Το εκλογικό αποτέλεσμα κατέγραψε τα ακόλουθα:

  • Σαφή τιμωρία του μνημονιακού πολιτικού συστήματος
  • Δημιουργία ενός ρεύματος προς τον ΣΥΡΙΖΑ που τον οδήγησε πολύ κοντά (οριακά) στην αυτοδυναμία και έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μεγάλος νικητής των εκλογών.
  • Σαφή νίκη του αντιμνημονιακού μπλοκ με τους ΑΝΕΛ όχι μόνο να διασώζονται αλλά και να ξεπερνούν το ΠΑΣΟΚ παρά τον πόλεμο που τους έγινε τα 3 τελευταία χρόνια.
  • Παραμένει υψηλό το ποσοστό της Ν.Δ. που επωφελήθηκε από την προπαγάνδα τρόμου και τη συσπείρωση μεσοστρωμάτων που νόμιζαν ότι μπορούν να επιβιώσουν με τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής και ίσως και να σταθεροποιήσουν τη θέση τους.
  • Η Χρυσή Αυγή κρατά δυνάμεις, είναι τρίτο κόμμα και δείχνει ότι υπάρχει ένα τμήμα πολύ θυμωμένο στην κοινωνία, που δεν εκφράστηκε τους τελευταίους μήνες παρά μόνο με αυτήν την ψήφο. Η Χ.Α. ίσως να εισπράξει από τη δυσαρέσκεια που δεν θα βρει καταφύγιο στις πολιτικές που θα εφαρμοστούν…
  • Το Ποτάμι δεν κατόρθωσε να είναι ρυθμιστής των εξελίξεων και μοχλός κουτσουρέματος του ΣΥΡΙΖΑ, στην περίπτωση που οι ΑΝΕΛ δεν έμπαιναν στη Βουλή. Παρόλα αυτά αποτέλεσε ένα σχετικά επιτυχημένο ανάχωμα στο να πάνε δυνάμεις προς τον ΣΥΡΙΖΑ (νέοι ψηφοφόροι κυρίως) και εκμεταλλεύτηκε τον αντικομματισμό που δικαιολογημένα υπάρχει σε διάχυτη μορφή.
  • Το ΚΚΕ διατήρησε τις δυνάμεις του και ο νέος γραμματέας μπορεί να απολογίζει πως αυξήθηκε κατά μία μονάδα και με έναν βουλευτή η δύναμη του κόμματος σε μια εξαιρετικά δύσκολη εκλογική μάχη. Η πολιτική συμπεριφορά του ΚΚΕ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και στο λαϊκό αίτημα «να φύγουν», έκανε πολύ άσχημη εντύπωση σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα, γι’ αυτό παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα η γενική επιρροή του.
  • Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμπιέστηκαν πολύ από τον ΣΥΡΙΖΑ και έτσι παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα (κάτω της μονάδας) ενώ οι δημοσκοπήσεις της έδιναν κάτι παραπάνω (έως 1,5%).
  • Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε από τα αριστερά του παρά την προσαρμογή μετά τις ευρωεκλογές και τα διάφορα ανοίγματά του. Η παραδοσιακή Αριστερά δεν ήξερε και δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί απέναντι σε ένα ιδιότυπο εγχείρημα και κλείνεται στα στερεότυπά της. Κινείται τελείως αμυντικά και φοβικά απέναντι σε ένα λαϊκό ρεύμα τιμωρίας και αλλαγής του μνημονιακού καθεστώτος.
  • Ο αριθμός των «τυφλών» ψήφων προς την Τελεία του Απ. Γκλέτσου ή προς την Ένωση Κεντρώων του Β. Λεβέντη δεν είναι μικρός (περίπου 3,6%) και δείχνει πως δεν είναι μικρό το τμήμα της κοινωνίας που έχει απηυδήσει από το πολιτικό σύστημα και τον λόγο/συμπεριφορά των κομμάτων.
  • Η συμμετοχή κινήθηκε σε συνηθισμένα επίπεδα διαψεύδοντας όσους νόμιζαν ότι σε αυτήν την κρίσιμη αναμέτρηση θα υπάρχει μεγαλύτερη προσέλευση. Γεγονός που πρέπει να προβληματίσει για τις τάσεις που υπάρχουν στο δεδομένο σύστημα εκπροσώπησης και αντιπροσώπευσης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές σε μια περίοδο που το μαζικό λαϊκό κίνημα είχε υποχωρήσει από το κεντρικό πεδίο, μετά από μια περίοδο προσαρμογής και προετοιμασίας μόνο για το έργο της διακυβέρνησης, χωρίς να υπάρχει ένα ενεργό λαϊκό ρεύμα και χωρίς να έχει γίνει σοβαρή προσπάθεια για τη δημιουργία του.

Κέρδισε τις εκλογές μετά από μια περίοδο συγκρατημένης, προσεκτικής, μετριοπαθούς πολιτικής για να πετύχει τον στόχο να μην εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας και να πάμε σε εκλογές. Ο κόσμος παρόλα αυτά δεν ήθελε απλά έναν καλύτερο διαπραγματευτή, και την ίδια στιγμή που δήλωνε αυθόρμητα «πως και τα μισά, ή το 1/10 αν κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ απ’ όσα υπόσχεται καλό θα είναι», στην ουσία ζητούσε και ποθούσε μια μεγάλη και βαθιά αλλαγή. Ο ΣΥΡΙΖΑ με μια πιο τολμηρή γραμμή και κυρίως συμπεριφορά, μπορούσε να κάνει έναν περίπατο, να τιμωρήσει σκληρά τη Ν.Δ. (και όχι να πάρει αυτή 27%, μόλις 100.000 ψήφους λιγότερες από το 2012) και να έχει την κυριαρχία στο πολιτικό σκηνικό και ενεργό στήριγμα το λαό και το λαϊκό κίνημα.

Το αίτημα που παραμένει δυνατό

Στο νέο πολιτικό κύκλο ο ρόλος του κάθε μέρους, ο πολιτικός χρόνος και οι τόποι άσκησης της πολιτικής διαφοροποιούνται σε σχέση με το τι ήταν μέχρι χθες. Καθοριστικό ρόλο θα παίζει η κυβέρνηση και στο πλαίσιό της μια μικρή ομάδα που θα έχει βαρύνουσα σημασία στην καθημερινή και στρατηγική άσκηση της κεντρικής πολιτικής. Θα έχει σημαντικό ρόλο και θα είναι τόπος άσκησης και εφαρμογής πολιτικών ο κρατικός, διοικητικός τομέας. Σε ορισμένες στιγμές η Κοινοβουλευτική Ομάδα θα κληθεί να πάρει κρίσιμες αποφάσεις.

Για το κόμμα δεν υπάρχει ακόμα καμία σοβαρή σκέψη και πρόταση, παρόλο που έχει εκφραστεί από κορυφαία στελέχη (π.χ. Γ. Δραγασάκης στην ομιλία στο «διαρκές συνέδριο») πως πρέπει να αναρωτηθούμε για το ρόλο και να αναβαθμίσουμε το ίδιο το κόμμα σε όλο το εγχείρημα.

Τέλος, καθοριστικός, σημαντικός και αποφασιστικός (όταν εξετάζουμε τα ζητήματα από αριστερή σκοπιά) είναι ο ρόλος που θα έχει, και μέσα από ποιες διαδικασίες, εγχειρήματα, κινήματα και νέους θεσμούς, η ίδια η κοινωνία. Η λαϊκή συμμετοχή, η παρουσία του λαού σε όλα τα επίπεδα, η οργάνωση του λαού, η υποκειμενική διάσταση του λαϊκού παράγοντα, ο λαϊκός έλεγχος και κυρίως η συνάντηση κινημάτων, προτάσεων, εγχειρημάτων και κυβέρνησης στην τροχιά μιας αλλαγής και όχι ενός συμβιβασμού στα κρίσιμα ζητήματα. Η κοινωνική διέξοδος, η αλλαγή της συνείδησης και του βαθμού συμμετοχής του λαού, το φρόνημά του μπροστά στις δυσκολίες, ο πολιτισμός εν γένει και η πολιτική εγρήγορση γύρω από κεντρικούς μεγάλους στόχους. Μεγάλους στόχους γύρω από κεντρικά ζητήματα όπως: η διαπλοκή και το πολιτικό σύστημα, η ευρωκρατία και το χρέος, τα γεωπολιτικά ζητήματα, η παραγωγική ανασυγκρότηση και κυρίως το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης.

Πολιτικοί και ιδεολογικοί κίνδυνοι

Σε κάθε περίπτωση στον νέο πολιτικό κύκλο, στην «νεοπολίτευση», με πρωταγωνιστή την Αριστερά, καραδοκούν ορισμένοι ιδεολογικοί και πολιτικοί κίνδυνοι:

  • Ο κίνδυνος της συστημικής παλινόρθωσης. Είτε με τη μορφή της σύντομης παρένθεσης, είτε από τα μέσα δηλαδή την απορρόφηση του ΣΥΡΙΖΑ και την κεντροαριστεροποίηση της πολιτικής του σαν μοναδικής δυνατότητας. Ιστορικά οι παλινορθώσεις έγιναν και με τους δύο τρόπους: είτε με ανατροπή από εχθρικές δυνάμεις είτε με εκφυλισμό και πτώση.
  • Ο κίνδυνος της ενσωμάτωσης μέσα από τον κυβερνητισμό, τον κρατικισμό, τη δημόσια διοίκηση. Χωρίς μεγάλες μεταβολές και με παραμονή στο υπάρχον θεσμικό και κρατικο-διοικητικό σύστημα, η συμμετοχή και απορρόφηση δυνάμεων μέσα από τους μηχανισμούς αυτούς δεν παράγει αναζωογόνηση, αλλά γραφειοκρατία, ρουτίνα, εκφυλισμό. Η λαϊκή συμμετοχή και η εφευρετικότητα για χώρους συμμετοχής πρέπει να είναι ένα αντίδοτο σε αυτές τις φυσιολογικές τάσεις που θα αναπτυχθούν.
  • Ο διασκορπισμός των αριστερών σκεπτόμενων προοδευτικών δυνάμεων σε ειδικούς τομείς, κι όχι η συγκέντρωσή τους σε τομείς κρίσιμους και αποφασιστικούς.
  • Η αποδιάρθρωση της κοινωνικής θέλησης και δυναμικής και, αν θέλετε, ακόμη της ίδιας της Αριστεράς, ως ρόλου υποκειμένου μετάβασης και εκφραστή μεγάλων ιστοριών αιτημάτων – κινημάτων.

Συμπέρασμα

Σαν συμπέρασμα όλων των παραπάνω, προκύπτει πως είναι αναγκαία:

  • μια σύνθετη αριστερή οπτική που θα αφουγκράζεται τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες που δημιουργούνται στον νέο κύκλο που έχουμε εισέλθει
  • μια δράση πιο αιχμηρή, πιο βαθιά, πιο αποτελεσματική
  • μια κίνηση που να δημιουργεί τη συνάντηση κινημάτων, πρωτοβουλιών και λαϊκής συμμετοχής και ελέγχου
  • ένα πολιτικό ρεύμα στήριξης και ελέγχου της πορείας που άνοιξε ο νέος κύκλος.

Η λαϊκή παρουσία επομένως είναι πάλι το «κλειδί». Είναι αδύνατο να φανταστούμε μια αφαίρεση από το προσκήνιο, του λαϊκού κινήματος, της λαϊκής συμμετοχής, των κινημάτων, των αντιδράσεων, της αμφισβήτησης. Ανάμεσα στην κυβέρνηση και το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο (οικονομία και εν γένει κοινωνία) υπάρχει ένας πλούσιος ιστός κοινωνικής δραστηριότητας που πρέπει να πάρει υπόσταση και να αποτελέσει πρωταγωνιστική δύναμη: ένα λαϊκό πολιτικό ρεύμα–κίνημα, που δίνει στήριξη, ελέγχει, κριτικάρει, συμπληρώνει, μετασχηματίζει την κρατική κυβερνητική παρέμβαση. Αυτά μπορούν να δώσουν ορμή και ρυθμό, περιεχόμενο και λαϊκότητα στην αναγκαία μετάβαση σε μια άλλη Ελλάδα. Η ελπίδα πρέπει να ανοίγει δρόμους μιας άλλης κοινωνίας.

Tagged : /