“Να σταματήσει η παγίδευση” – 25/05/2015, συνέντευξη στον ρ/σ Παραπολιτικά (ηχητικό)

Συνέντευξη με τον Ρούντι Ρινάλντι για τις πολιτικές εξελίξεις, στον Σεραφείμ Κοτρώτσο και την εκπομπή «Σκληρό Ροκ» στο ραδιοσταθμό Παραπολιτικά 90.1 τη Δευτέρα 25 Μαΐου.

 

Τοποθέτηση στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ (24/5/15)

Η γενική μου άποψη είναι γνωστή από τη δήλωση που μοιράστηκε και συνυπογράφω. Θα περιοριστώ, λοιπόν, σε τρεις παρατηρήσεις.

Παρατήρηση πρώτη

Γιατί τόση επιμονή στην συμφωνία της 20ης Φλεβάρη;

Σας θυμίζω ότι ο σ. Τσακαλώτος θεωρεί λάθος που τότε δεν εξασφαλίσαμε χρηματοδότηση και ο σ. Τσίπρας δήλωσε ότι τότε παραπλανηθήκαμε.

Η απάντηση είναι ότι υπάρχει επιμονή επειδή η συνέχεια, η νέα συμφωνία που ετοιμάζεται, θα είναι ανάλογη.

Υποστηρίζεται ότι η συμφωνία της 20/2 μας άφηνε τάχα περιθώρια άσκησης της αριστερής πολιτικής μας, ενώ στην πραγματικότητα κινούνταν πλήρως σε μνημονιακές κατευθύνσεις. Μας έδενε χειροπόδαρα.

Τώρα υποστηρίζεται ότι στα «4 χρόνια παρά 4 μήνες» που μένουν για να κυβερνήσουμε, αφού περάσουμε τον ΚΑΒΟ της νέας συμφωνίας, θα μπορούμε να υλοποιούμε το φιλολαϊκό πρόγραμμα, που πάει σε βάθος τετραετίας.

Στην ουσία με τις συμφωνίες αυτές συντελείται μια μνημονιακή εμβάθυνση και αυτή είναι η ουσία.

Η νέα συμφωνία θα παρουσιαστεί περίπου ως επιτυχία.

Αλλά στην πραγματικότητα θα έχει αυξήσεις του ΦΠΑ, ιδιωτικοποιήσεις, διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, κανένα αφορολόγητο στα 12.000 ευρώ, παράδοση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων κλπ.

Ενώ οι συντάξεις θα ακουμπιστούν λίγο και ο κατώτατος θα μετατεθεί για πολύ αργότερα.

Παρατήρηση δεύτερη

Γίνεται αναφορά στην στήριξη που έχει η κυβέρνηση. Αυτό είναι σωστό και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον πλήρη εξευτελισμό των μνημονιακών κομμάτων στην συνείδηση του λαού. Συνήθως όμως μετριούνται ποσοστά και όχι διεργασίες που συντελούνται. Με την ασκούμενη πολιτική θα έρθουμε σε σύγκρουση με μια πλατιά κοινωνική βάση και όχι μόνο ή αποκλειστικά με τις ολιγαρχικές ελίτ.

Με την ΠΝΠ ήρθαμε σε σύγκρουση όχι μόνο με εκπροσώπους της Δεξιάς στην αυτοδιοίκηση, αλλά με κοινωνικούς φορείς και σωματεία.

Στο Λιμάνι με την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ ερχόμαστε σε σύγκρουση με ό,τι προοδευτικό στο λιμάνι και με τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ.

Στην περίπτωση των αεροδρομίων ερχόμαστε σε σύγκρουση με κινήματα και ακτιβιστές που έδωσαν αγώνες για να μην ιδιωτικοποιηθούν.

Στην υγεία με την εσωτερική στάση πληρωμών θα έχουμε δίκαιες κινητοποιήσεις.

Σε λίγο θα προστεθεί και ο απογοητευμένος συριζόκοσμος.

Υπάρχουν όμως και άλλα ζητήματα της ασκούμενης πολιτικής, όπως η ανακοίνωση του υπουργείου εξωτερικών για τα 25 χρόνια ελληνοϊσραηλινών σχέσεων και η δήλωση του υπουργού Άμυνας για νέα αμερικάνικη βάση στην Κάρπαθο. Και αυτά είναι εκτός κυβερνητικού συντονισμού;

Η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού. Για την Αριστερά η πολιτική αποσκοπεί στην επίτευξη μεγάλων στόχων μέσω της κινητοποίησης του λαϊκού παράγοντα και με την ενεργό συμμετοχή του. Θα λογοδοτήσουμε στην Ιστορία και θα πρέπει να απαντήσουμε αν το μόνο δυνατό να γίνει στην Ελλάδα ήταν η εκλογή του Προκόπη Παυλόπουλου και η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη.

Υποστηρίζω ότι υπήρχαν και υπάρχουν άλλες δυνατότητες από την τήρηση και τον σεβασμό των ευρωπαϊκών συνθηκών και των συμμαχικών υποχρεώσεων.

Δεν μπορεί όλη η πολιτική μας να εξαντλείται στα «χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα».

Τέλος, άλλο πράγμα η Αριστερά (προωθητικές ιδέες, κινήματα, συλλογική δράση, δεσμοί με το λαό) και άλλο η κυβέρνηση. Δεν ταυτίζονται αυτά τα δύο, δεν υποκαθιστά το ένα το άλλο. Και όλα κρίνονται.

Παρατήρηση τρίτη

Πολλά ακούγονται για Μπρεστ-Λιτόφσκ, για Λένιν και λενινισμό, για Ρίτσο και άλλα τέτοια για να δικαιολογηθούν οι υποχωρήσεις μας. Θα αναφερθώ σε ένα άλλο πρόσωπο, τον Ρομάνο Πρόντι για το πως εξηγούσε την ήττα των κεντροαριστερών κυβερνήσεων στις αρχές του 2000 σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Έλεγε λοιπόν το 2009: «Η κεντροαριστερά ηττήθηκε στις περισσότερες χώρες ακριβώς στη διάρκεια μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης. Η αιτία της ήττας αυτής της μεγάλης φάσης πρέπει να εντοπιστεί στο γεγονός ότι οι κυβερνήσεις περιορίζονταν στο να μιμούνται τις πολιτικές των συντηρητικών, υιοθετώντας τα περιεχόμενά τους και συνοδεύοντάς τα με μια νέα γλώσσα». Κινδυνεύουμε να πάθουμε το ίδιο αν εγκλωβιστούμε στην εφαρμογή μνημονιακών συνταγών.

Αντί για επιστροφές στο μακρινό παρελθόν, θα ανέφερα έναν σύγχρονο μεταρρυθμιστή, τον Ρομπέρτο Ουνγκέρ, Βραζιλιάνο πρώην σύμβουλο του προέδρου Λούλα. Κυκλοφορεί στα ελληνικά ένα ενδιαφέρον βιβλίο του «Τι πρέπει να προτείνει η Αριστερά». Επιμένει στην ανάγκη «προγραμματικών καινοτόμων εναλλακτικών δράσεων» ώστε να αντιμετωπιστούν βασικά προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Ιδιαίτερα μέσα από την δημιουργία νέων θεσμών και καινοτόμων ιδεών.

Επιμένει δε στην «ανάγκη χάραξης ενός αχορταγράφητου λίγο–πολύ δρόμου για την οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πλουραλισμό στο πλαίσιο μιας πρακτικής οργάνωσης της κοινωνικής αλληλεγγύης και της εμβάθυνσης της πολιτικής δημοκρατίας».

Εμείς, καθηλωμένοι και αμήχανοι, δείχνουμε τρομερή ατολμία και έλλειψη ιδεών.

Η κεντροαριστερή φόρμουλα και η αναζητούμενη σωτηρία της χώρας (φ.262, 9/5/2015)

7_POREIA-650x250

Ποια συμπεράσματα προκύπτουν από τη μέχρι τώρα πορεία

Τόσο τα μηνύματα για την προωθούμενη συμφωνία με τους τροϊκανούς ή «θεσμούς», όσο και οι διαγραφόμενες προοπτικές της οικονομίας και της κοινωνίας, δεν προσφέρονται για συναισθήματα αισιοδοξίας. Αντίθετα, το ξεθώριασμα των «κόκκινων γραμμών», η αποδοχή της «αξιολόγησης» (δηλαδή του Mνημονίου), οι διαρκείς υποχωρήσεις από τις προγραμματικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις, η ευθυγράμμιση στις ευρωατλαντικές συντεταγμένες, η εκτεταμένη χρησιμοποίηση στον κρατικό, κυβερνητικό και διοικητικό μηχανισμό στελεχών του ΠΑΣΟΚισμού, του «σημιτισμού», ακόμα και ανθρώπων που υπηρέτησαν το μνημονιακό καθεστώς, οδηγούν σε πικρά συμπεράσματα για την πορεία που ακολουθείται. Εκτός αν κανείς αφαιρέσει τελείως τις δυνατότητες αλλά και την ελπίδα για μια διέξοδο της χώρας από το δανειακό καθεστώς και τη διαχειριστική υποτέλεια.

Μέσα από την πορεία αυτή, ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις -κοινώς τα λόγια- οι πράξεις και οι πρακτικές, η διαχείριση και η διακυβέρνηση, οδηγούν σε μια κεντροαριστερή ανασύσταση του πολιτικού πεδίου και -διά μέσω αυτού- σε μια ευρύτατη συστημική παλινόρθωση.

Η κεντροαριστερή φόρμουλα

Η επιβολή των μνημονίων τραυμάτισε βαθύτατα όλα τα πολιτικά κόμματα που τα υπηρέτησαν και βεβαίως τίναξε στον αέρα το δικομματικό σύστημα. Οι τριγμοί ήταν μεγάλοι και έδειξαν -σε όσους μπορούν να το δουν- πως για να περάσουν αυτές οι πολιτικές και να ανασυσταθεί το πολιτικό πεδίο σε συστημικά πλαίσια, χρειάζεται μια ευρύτατη κεντροαριστερή φόρμουλα. Βασικός πυρήνας αυτής της φόρμουλας είναι η αποδοχή ενός οικονομικού μοντέλου, που σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι νεοφιλελεύθερο, με κάποιες μικρές δόσεις «κοινωνικής ευαισθησίας», όσες μπορεί να επιτρέψει βέβαια το μοντέλο αυτό. Η «κοινωνική ευαισθησία» αφορά από τη μια μεριά την είσπραξη σε εκλογικό επίπεδο της φθοράς των καθαρόαιμων νεοφιλελεύθερων μνημονιακών κομμάτων. Από την άλλη, τον χειρισμό του θυμού, της δυσαρέσκειας και του ριζοσπαστισμού, ώστε να μη διοχετευθούν σε άλλα κανάλια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν όρισε τον εαυτό του απέναντι σε μια τέτοια φόρμουλα. Σε παλιότερες εποχές (2004, 2007) έκανε κριτική στην κεντροαριστερή πρόταση και τον κυβερνητισμό, γιατί ήταν ακόμη νωπές οι αποτυχίες της συμμετοχής της ευρωπαϊκής Αριστεράς σε κυβερνητικά σχήματα. Από το 2012, και πιο ειδικά μετά τις Ευρωεκλογές, ο λόγος του προσομοιώθηκε στο δίπολο «συμβιβασμός-διαπραγμάτευση» που έγινε κυρίαρχο, διευκολύνοντας την κεντροαριστεροποίηση του πολιτικού πεδίου. Σιγά-σιγά το αιτούμενο έπαψε να είναι η σωτηρία της χώρας μέσα από τη ρήξη με το πολιτικό σύστημα και το βάθεμα των στόχων του αντιμνημονιακού κινήματος, και επελέγη ο «έντιμος συμβιβασμός» με τους «εταίρους» και η παρατεταμένη διαπραγμάτευση. Η πορεία έδειξε ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί σε περαιτέρω οπισθοχωρήσεις, καθώς οι δανειστές εμμένουν πεισματικά να αρνούνται την ιδέα του συμβιβασμού. Παράλληλα, όμως, ανοίγει ο δρόμος της κεντροαριστεροποίησης του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, όσο προχωρά σε διαδοχικές υποχωρήσεις, διαχείριση και «φτιασίδωμα του υπάρχοντος», με γενναία μάλιστα ανοίγματα προς το παλιό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.

Η κοινωνική συνείδηση γαλβανίζεται στην ιδέα του «συμβιβασμού» ως μοναδικής προοπτικής και έτσι ανοίγεται ο δρόμος για καταλυτικές συστημικές ευθυγραμμίσεις. Η επιδεικνυόμενη κοινωνική ευαισθησία δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει τις οπισθοχωρήσεις που συντελούνται – ακόμα κι αν αυτές δεν συνειδητοποιούνται (αφού ο χρόνος και η πυκνότητα των γεγονότων έχουν πάρει άλλες διαστάσεις από τις συνηθισμένες).

Η κεντροαριστερή φόρμουλα δεν έχει χώρο και ρόλο για τον λαϊκό παράγοντα, για τη λαϊκή κινητοποίηση. Δεν νοιάζεται για αυτόν, τον θέλει απλά ως ψηφοφόρο και τον παθητικοποιεί μέσω της ανάθεσης.

Έχει πολλούς παίκτες

Αν το πέρασμα των πιο αντιλαϊκών συνταγών διευκολύνεται περισσότερο από κεντροαριστερά παρά από ακραία νεοφιλελεύθερες-μνημονιακά πρότυπα διαχείρισης, αυτό το έχουν αντιληφθεί πολλοί και διάφοροι παίκτες που θα πολιτευτούν και θα παίξουν στην κεντροαριστερή όχθη.

Έτσι, πλήθος παραγόντων του χθεσινού πασοκισμού βλέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως μεταβατική στέγη, χρήζονται σε διάφορα κρίσιμα πόστα (τράπεζες, οικονομία, Δικαιοσύνη, εξωτερική πολιτική κ.λπ.) όχι γιατί έχουν προσχωρήσει σε μια ριζοσπαστική πολιτική, αλλά γιατί «πιάνουν» στον αέρα την κεντροαριστερή πρόκληση-ευκαιρία. Επίσης, μεγάλο τμήμα τεχνοκρατών, πρώην πολιτευτών και άλλων που διετέλεσαν σε διάφορες θέσεις του διοικητικού και πολιτικού μηχανισμού συνωστίζονται σε αυτή την «όχθη», καταλαβαίνοντας ότι τη στιγμή που όλα ρευστοποιούνται, μπορεί να υπάρχει θέση και γι’ αυτούς. Ακόμα, μικροί σχηματισμοί, όπως το κόμμα του ΓΑΠ ή παράγοντες που συνδέονται με αυτούς, πλασάρονται, έρχονται σε επαφή, προσδοκούν σε μια νέα εμπλοκή τους. Τέλος, το κόμμα του κ. Θεοδωράκη, το Ποτάμι, με ισχυρές πλάτες στον κεντροαριστερό χώρο, έχοντας στις τάξεις του πλήθος σημιτικών και δημαριτών προβάλλει ως σοβαρός παίκτης στο κεντροαριστερό ταμπλό.

Όλοι αυτοί, ξέροντας ότι τον πρώτο ρόλο στο χώρο τον έχει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας, πιέζουν για πιο ανοικτά κεντροαριστερά σχήματα. Ο Στ. Θεοδωράκης το είπε καθαρά: «Πρωθυπουργό έχουμε, δεν έχουμε κυβέρνηση», ενώ δεν παραλείπει κάθε στιγμή να δείχνει την προθυμία του να στηρίξει ακόμα και νέα κυβερνητικά σχήματα (που θα τον συμπεριλαμβάνουν).

Επομένως, μπορούμε να πούμε μεταφορικά πως σχηματίζεται μια κεντροαριστερή γαβάθα, εντός της οποίας συντελούνται διεργασίες, συνεργασίες, διαμάχες και μηχανορραφίες γύρω από την πολιτική και οικονομική εξουσία. Κι όλα αυτά σε συνάρτηση με κινήσεις και απαιτήσεις του ντόπιου οικονομικού κατεστημένου αλλά και του διεθνικού παράγοντα, ιδιαίτερα των «δανειστών».

Τα όρια και το πραγματικό πρόβλημα

Εντός της κεντροαριστερής ανασύστασης και της ολοκλήρωσής της, από την στιγμή δηλαδή που αποσπά τη διακυβέρνηση, δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως το κέρδισμα χρόνου είναι το κύριο και το βασικό κι ας γίνεται με οποιοδήποτε τίμημα ή υποχώρηση.

Μέσα σε αυτήν την ψευδαίσθηση, και με την έλλειψη κάποιου άλλου στρατηγικού σχεδίου ή οράματος, ξεχνιέται πως τα περιθώρια «κοινωνικής ευαισθησίας» και καλών σχέσεων με τις υποτελείς τάξεις και στρώματα είναι ελάχιστα όταν εφαρμόζεται η μνημονιακή πολιτική. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει το ερώτημα: Γιατί αυτή τη φορά δεν θα επαναληφθεί ο «νόμος», δηλαδή η γρήγορη, απότομη φθορά σε κυβερνητικό επίπεδο όποιας δύναμης επιμένει στη διαιώνιση των μνημονιακών συνταγών; Ο ΓΑΠ από 44% μέσα σε δύο χρόνια… απολύθηκε, ο Σαμαράς περίπου το ίδιο.

Όσο κι αν κεντροαριστεροποιείται το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, οι «δανειστές» έχουν κάθε λόγο να τον πιέζουν μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Πρώτον, γιατί διαισθάνονται ότι το πολύ το «κυριε-ελέησον», δηλαδή η συνεχής επίκληση του συμβιβασμού, θα οδηγήσει σε περαιτέρω οπισθοχωρήσεις, άρα και στη συνολική επιβολή της πολιτικής τους. Δεύτερον, γιατί αν δεν αισθάνονταν σίγουροι ούτε καν με λύσεις σαν τον ΓΑΠ ή τον Σαμαρά, πόσο μάλλον δεν θα αποδέχονταν μια μακροημέρευση της διακυβέρνησης υπό τον Αλ. Τσίπρα. Τρίτον, θα συνεχίσουν να πιέζουν θέτοντας διαρκώς και το πολιτικό ζήτημα μιας διακυβέρνησης «οικουμενικής» και τεχνοκρατικής.

Άρα, αν υποθέσουμε πως είναι αναγκαστικές οι επιλογές του συμβιβασμού («τι άλλο να κάναμε», «δεν είχαμε άλλη επιλογή» κ.λπ.) και του ανοίγματος του δρόμου για την κεντροαριστεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτός ο δρόμος για τις βαθιές συστημικές δυνάμεις αποτελεί προσωρινό ενδιάμεσο για την επιβολή μιας βαθιάς συστημικής παλινόρθωσης. Έτσι, η μετάλλαξη του εγχειρήματος προς μια εκδοχή κεντροαριστερού οργανισμού δεν διασφαλίζει παρά εντελώς πρόσκαιρα και προσωρινά τις ηγεσίες που την βλέπουν ως μια κάποια λύση. Η λογική των πραγμάτων οδηγεί σε μια ανοικτά συστημική ευρωπαϊκή κεντροαριστερή εκδοχή στυλ Ποταμιού-ΓΑΠ-ΠΑΣΟΚ.

Ορισμένοι ίσως θεωρήσουν πρόωρες αυτές τις σκέψεις. Το πραγματικό ερώτημα είναι πόσο μακριά βρισκόμαστε από τέτοιες εξελίξεις. Ακόμα πιο ουσιώδες ερώτημα είναι το πόσο πιο κοντά στη σωτηρία της χώρας βρισκόμαστε 100 μέρες μετά τις εκλογές του Γενάρη ή από την άλλη, πόσο πιο κοντά σε μια νέα μνημονιακή άβυσσο; Πόσο κοντύτερα σε αυτήν μας φέρνει η κεντροαριστερή επιλογή και ο διαρκής συμβιβασμός με δηλωμένους εχθρούς;

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως εγχείρημα ελπίδας και διεξόδου, θα μπορούσε να έχει άλλη πορεία, να κάνει επιλογές που να εμπεριέχουν τόλμη και εμπιστοσύνη στα αιτήματα και τους καημούς της ελληνικής κοινωνίας στις καλύτερες στιγμές της. Ανοίγοντας όλα τα θέματα που αγκαλιάζει η καθολική κρίση, εφευρίσκοντας, στην κυριολεξία, νέες λύσεις μέσω της συμμετοχής της κοινωνίας και μέσα από αντιπαράθεση με το παλιό μνημονιακό και μεταπρατικό κατεστημένο, μέσα από την κινητοποίηση του παραγωγικού και πνευματικού δυναμικού, θα άνοιγαν δρόμοι ελπιδοφόρας μετάβασης. Αυτή η ιστορική δυνατότητα πρέπει να υπηρετηθεί. Ως πρόταση, δυνατότητα και ευκαιρία έχει διατυπωθεί με σαφήνεια από την εποχή των πλατειών, από τις οποίες απέχουμε μόλις 4 χρόνια.

http://www.e-dromos.gr/h-kentroaristerh-formoula-kai-h-anazhtoumenh-sothria-ths-xoras/

Tagged :

Η ασφυξία μεταφέρεται στο πολιτικό πεδίο (φ.261, 2/5/2015)

10988915_834898476570486_6468771688854427600_n

Ο εγκλωβισμός στο σίριαλ των διαπραγματεύσεων –όπου και εκεί χρειάζονται διαφορετικοί χειρισμοί– αφαιρεί τη δυνατότητα για ανατρεπτικές πολιτικές πρωτοβουλίες

Τη στιγμή που όλα τα σημάδια δείχνουν πως οι «δανειστές» (αυτοί που έχουν ρημάξει τη χώρα μας και την έχουν μετατρέψει σε αποικία χρέους) θέλουν να μας εξουθενώσουν, οδηγώντας μας σε οικονομική ασφυξία, εμείς επιμένουμε στην αναμονή ενός «καλού σεναρίου». Μια συμφωνία δηλαδή στα όρια «κόκκινων γραμμών» και «λαϊκής εντολής». Όμως ο σχεδιασμός και η στρατηγική των «δανειστών» δεν εξαντλούνται στην οικονομική σφαίρα, περιλαμβάνουν και την πολιτική σκηνή και οι πιέσεις έχουν αρχίσει ήδη να εντείνονται και σε αυτό το πεδίο.

Με την απαίτηση να συγκεντρώνονται τα χρήματα των Οργανισμών στην Τράπεζα της Ελλάδας, με το μαρτύριο της σταγόνας για δόσεις που εξακολουθεί να πληρώνει κανονικά η χώρα προς τους «δανειστές» και με την αγωνία να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προσφύγει σε μια δεύτερη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, ερχόμενη σε ρήξη όχι με τους εκπροσώπους των «δανειστών», τη λεγόμενη «5η φάλαγγα», αλλά με φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Οργανισμών, ΑΕΙ και άλλων φορέων που δεν μπορούν συλλήβδην να χαρακτηριστούν ως εχθροί σε διατεταγμένη υπηρεσία.

Όμως ακόμα πιο ανησυχητικό ήταν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας όπου η απόφαση πάρθηκε από μια απομονωμένη κυβέρνηση στο Κοινοβούλιο –όλοι οι υπόλοιποι ψήφισαν κατά– και με 156 ψήφους, που σαν αριθμός αποτελεί απειλητική προειδοποίηση για τη δυνατότητα να περάσουν όσα θα ακολουθήσουν στις επόμενες φάσεις. Όλα αυτά σηματοδοτούν μια καμπή στην πολιτική ζωή.

Με φόντο λοιπόν την επιβαλλόμενη οικονομική ασφυξία και μια σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση – εγκλωβισμό στη μακρόσυρτη διαδικασία διαπραγμάτευσης, όπου οι «δανειστές» παίζουν σαν τη γάτα με το ποντίκι, περνάμε στην πολιτική σφαίρα όπου οι πιέσεις παίρνουν πια χαρακτήρα πιο δομικό και αποκαλυπτικό.

Η απομάκρυνση του Γ. Βαρουφάκη από τη θέση βασικού πρωταγωνιστή της διαπραγματευτικής ομάδας, ήταν πολιτικός όρος που τέθηκε εδώ και καιρό από τους «δανειστές» και τώρα έγινε αποδεκτός, ως δείγμα καλής θέλησης για να επιτευχθεί μια «έντιμη συμφωνία με παραχωρήσεις».

Δηλωμένη είναι άλλωστε η πίεση που ασκείται στον Αλ. Τσίπρα «να πάρει το παιχνίδι πάνω του», να απαλλαγεί από τα βάρη που δημιουργούν μέσα στο κόμμα και στην κυβέρνηση, πολιτικές δεσμεύσεις που φέρνει ως παρακαταθήκη ο ριζοσπαστισμός και οι αγώνες της 5ετίας που πέρασε. Πλήθος ρεπορτάζ και δημοσιευμάτων, διεθνών και ελλαδικών, κατονομάζουν εκπροσώπους, τάσεις, καταστάσεις, βουλευτές (από την πρόεδρο της Βουλής μέχρι βουλευτές και κομματικά στελέχη), σαν «αναχρονιστικά στοιχεία». Το μήνυμα είναι σαφές: Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κεντροαριστεροποιηθεί εντελώς στην υπόστασή του, σαν κόμμα αλλά και σαν βασική κυβερνητική δύναμη απορροφώντας μεγάλο μέρος του παλαιού κρατικού και διοικητικού μηχανισμού και σημαντικό μέρος του ΠΑΣΟΚικού χώρου.

Για όποιον δεν θέλει να δει αυτή τη μετακύλιση της ασφυξίας στο πολιτικό πεδίο, ας αναφέρουμε ένα ακόμη δεδομένο: Τρεις μόλις μήνες μετά τις εκλογές και τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, και παρόλο που ακόμα υπάρχει ισχυρή στήριξη από τα λαϊκά στρώματα, γίνεται λόγος για προσφυγή σε εκλογές ή σε δημοψήφισμα. Και μόνο η συζήτηση γύρω από αυτά (σημειωτέον, διαρρέουν πλείστες διαφορετικές γνώμες για το ποια στελέχη είναι υπέρ των εκλογών, ποια υπέρ του δημοψηφίσματος) πιστοποιεί ότι υπάρχει πολιτικό πρόβλημα. Δείχνει ότι ασκούνται μεγάλες πολιτικές πιέσεις και ότι οι επιλογές που θα γίνουν (π.χ. συμφωνία-πλαίσιο που θα αποτελεί συνέχεια ή θα είναι ένα τρίτο μνημόνιο τον Ιούνη) θα προκαλέσουν πολιτική αναταραχή και χρειάζονται χειρισμοί, μεθοδεύσεις ή ακόμα και προσφυγή σε εκλογικές διαδικασίες.

Αυτοί οι «πονοκέφαλοι» απασχολούν έντονα τα επιτελεία και γύρω από αυτά αγωνιούν μεγάλα τμήματα του λαού της Αριστεράς. Το βέβαιο είναι ότι οι «δανειστές» θα πιέσουν ανοικτά κι άλλο στο πολιτικό επίπεδο: το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν είναι ευπρόσδεκτο, θα ζητήσουν αλλαγή της «χημείας», ακόμα και της σύνθεσης του κυβερνητικού σχήματος. Οι ΑΝΕΛ είναι ανεπιθύμητοι από τους ευρωκράτες ενώ το Ποτάμι μοιάζει ως καλός ανταγωνιστής αφού ο αρχηγός του κατέχει το επικοινωνιακό παιχνίδι, έχει στήριξη από τους εγχώριους ολιγάρχες και δεν είναι φορτωμένος με μνημονιακά βάρη. Στο Ποτάμι στεγάζονται ήδη στρατιές σημιτανθρώπων και ΔΗΜΑΡιτών που με μεγάλη προθυμία θα προσέφεραν στήριξη διεισδύοντας στον κυβερνητικό και κρατικό μηχανισμό.

Μα δεν θα σταματήσουν εδώ οι πιέσεις. Ίσως παρθούν πρωτοβουλίες, αν συνεχιστεί η χρεοκοπία-ασφυξία εντός ευρώ, από το σύνολο των αστικών δυνάμεων (βλέπε πίεση για συνάντηση πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), για κυβερνήσεις οικουμενικές–συνεργασίας ή ακόμα για προτάσεις συγκρότησης ομάδων διακομματικών για τη «μεγάλη διαπραγμάτευση».

Επομένως έρχονται και μάλλον γρήγορα πολιτικές εξελίξεις.

Το όπλο της διακυβέρνησης που δεν χρησιμοποιείται

Η κυβέρνηση μέχρι τώρα νόμιζε ότι κερδίζει χρόνο, αντιλαμβάνεται όμως τώρα ότι ο χρόνος αυτός δεν είναι τόσο ουδέτερος… Παραταύτα ως προς την εφαρμογή του προγράμματός της λειτουργεί σαν να υπάρχει άπλετος. Το αίτημα είναι να κυβερνήσει και μάλιστα άμεσα, να πάρει αποφάσεις σε ζητήματα που χρονίζουν, να γίνει επιτέλους αντιληπτό πώς δεν σχετίζονται όλα τα θέματα με την οικονομία, ότι η διακυβέρνηση με λίγα λόγια θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό όπλο.

Η κυβέρνηση επέλεξε -ή της επέβαλαν- μια διαδικασία «διαπραγμάτευσης»-παγίδας, που της άφηνε ελάχιστα περιθώρια ελιγμών για την εφαρμογή της πολιτικής της. Σε μια φάση μάλιστα που ήταν αναγκαίες τολμηρές εσωτερικές τομές, στοιχεία ανατρεπτικών πρωτοβουλιών, ιδιαίτερα σε τομείς που δεν χρειάζονταν άμεσα χρήματα. Για παράδειγμα, στο πολιτικό σύστημα, το δικαστικό σώμα, τον τραπεζικό τομέα κλπ. Ο αυτοεγκλωβισμός δεν οδήγησε μόνο στην «παραπλάνηση» από την έλλειψη «μπέσας» του κ. Ντράγκι και των συνεργατών του στην συμφωνία της 20 Φλεβάρη. Οδήγησε και στην φαρδιά–πλατιά υπογραφή πως δεν θα προχωρήσουμε σε καμιά «μονομερή» ενέργεια…

Και τώρα τι κάνουμε; Η απάντηση δίνεται με σαφήνεια σε όσα υποστηρίχθηκαν έως εδώ. Φραγμός στην κεντροαριστεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, απεμπλοκή από τον κλοιό και την ασφυξία που επιβάλλουν οικονομικά και πολιτικά οι «δανειστές», πολιτικές πρωτοβουλίες που θα στηρίζονται σε ένα πολιτικό κίνημα διεξόδου. Άρα εμπιστοσύνη στον κόσμο και όχι επίκληση μιας τάχα εντολής «συμβιβασμού». Καλλιέργεια φρονήματος που δεν θα περιστρέφεται γύρω από την κλίση της λέξης «συμβιβασμός» σε όλες τις πτώσεις, σε αντίθεση με την κόπωση, την άμβλυνση των κριτηρίων και το ψαλίδισμα των προσδοκιών. Άμεσα και πρακτικά, να ξεφύγουμε από την ατζέντα αποπληρωμής -πάση θυσία- της επόμενης και της επόμενης και της επόμενης δόσης προς τους δανειστές, να φέρουμε τη συζήτηση στο έδαφος των προβλημάτων του Χρέους (που δεν πρέπει να ξεχαστεί), να πάρουμε πολιτικές πρωτοβουλίες που θα θέτουν το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης ως απάντηση στην ασφυξία.

Δεν πληρώνουμε άλλες δόσεις στους δανειστές, συγκαλούμε έκτακτη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής όπου και καταγγέλλουμε την ασφυξία, ζητάμε διετές μορατόριουμ για να συμμαζέψουμε τα συντρίμμια που προκάλεσε η μνημονιακή καταιγίδα, βάζουμε τις βάσεις μιας άλλης πορείας, έχοντας στο πλευρό μας ενήμερο, συνειδητό και σε εγρήγορση τον ελληνικό λαό. Αυτή η επιλογή να τύχει της άμεσης λαϊκής επιβεβαίωσης με δημοψήφισμα ή εκλογές. Οποιοδήποτε άλλο δίλημμα είναι έτσι κι αλλιώς εκτός «κόκκινων γραμμών», οδηγεί στο «φτιασίδωμα του υπάρχοντος», στη μεταμοντέρνα υποτέλεια με κεντροαριστερή συνταγή (δηλαδή βασικά οικονομία της αγοράς με ολίγη κοινωνική ευαισθησία, εντός συστημικών προδιαγραφών).

Σίγουρα πρόκειται για μια δύσκολη και κακοτράχαλη πορεία, αλλά στα μεγάλα προβλήματα δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις.

http://www.e-dromos.gr/asxfyxia-metaferetai-se-politiko-epipedo/

Tagged : /