Περί πολιτικής και ηθικής ξανά και ξανά…, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.243,27/12/2014)

2_SYRIZA-650x250

Χρειάζονται κανόνες δεοντολογίας και γιατί;

Ολοκληρώνονται αυτές τις μέρες οι εργασίες της Επιτροπής Δεοντολογίας για όσους θα συμμετέχουν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στη συγκρότηση μιας τέτοιας επιτροπής. Αρχικά, τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στις αυτοδιοικητικές εκλογές ξεπέρασαν κατά πολύ το συνηθισμένο επίπεδο. Στη συνέχεια έγινε φανερό ότι πολλοί μπορεί να πλησιάζουν για διαφορετικούς λόγους τον ΣΥΡΙΖΑ τώρα που είναι «προ των πυλών» και, βεβαίως υπάρχει, πέρα από την αρνητική και θετική εμπειρία, όπως αυτή που φέρνουν φρέσκα κινήματα και νέες μορφές πολιτικής συλλογικότητας όπως οι Podemos στην Ισπανία.

Το τελευταίο παράδειγμα, που προσιδιάζει περισσότερο στην μορφή «κόμμα-κίνημα» παρά στη μορφή «κόμμα» όπως αυτή κυριαρχεί στον πολιτικό βίο, φέρει πολλά στοιχεία ριζοσπαστισμού, τόσο στη δομή όσο και στις διαδικασίες. Ένα από αυτά είναι η «ηθική δέσμευση» για όλους όσοι θέλουν να ενταχθούν στις γραμμές των Podemos. Αυτή αναφέρεται με ρητό τρόπο στις σχέσεις του κινήματος αυτού με τη διοίκηση, το κράτος, τις επιχειρήσεις, τα ΜΜΕ και συνολικά τα κοινά.

Δεν ηθικολογούμε…

Οι εραστές του πραγματισμού περιγελούν οποιαδήποτε αναφορά στην ηθική. Τη θεωρούν σκέτη ηθικολογία που αναδύει μάλλον έναν θρησκευτικό, κατηχητικό πνεύμα. Στην πραγματικότητα, υποβιβάζουν την πολιτική σε τέχνη του εφικτού, σε κυριάρχηση των μέσων για να επιτευχθεί ένας οποιοσδήποτε σκοπός, προσπερνούν την απαίτηση για ουσιαστική και χειραφετητική συμμετοχή των πολλών. Αρνούνται έτσι κάθε ανάγκη για ιδεολογία, νόημα και ουσία στα πεδία αυτά. Η εξουσιομανία, ο αυταρχισμός, η προσωπική ανάδειξη, ο καριερισμός, ο παραγοντισμός, η υποτίμηση του αγώνα και του ανθρώπινου παράγοντα, προωθούνται μέσα από την παρόξυνση όλων των αρνητικών φαινομένων που συνοδεύουν το κράτος, τη γραφειοκρατία και τον ατομικιστικό εγωισμό.

Δεν μπορεί, όμως, να αγνοηθεί η απαίτηση να ξανασυνδεθεί η πολιτική με την ηθική, να ηθικοποιηθεί η πολιτική. Στην πραγματικότητα, το αίτημα αυτό έχει τεθεί από πολλά μαζικά κινήματα, αλλά και μέσω της αυθόρμητης απόρριψης της πολιτικής ως «τέχνης του εφικτού». Οι «πλατείες» στην Ελλάδα και όλη τη Μεσόγειο, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, τώρα οι Podemos στην Ευρώπη αλλά και η επίδραση του «ινδιανισμού» στα εγχειρήματα μετάβασης στη Λατινική Αμερική, φέρνουν με έντονο τρόπο στην επικαιρότητα μια σειρά τέτοια ζητήματα.

Η έλλειψη της ηθικής, όπως τονίζει ο φιλόσοφος Κάρελ Κόσικ, οδηγεί σε ένα κενό, το άτομο-πολίτης δεν έχει κανένα κριτήριο για το τι είναι θετικό και τι αρνητικό, τι είναι σωστό και τι λάθος. Η Αριστερά δεν αρκεί να διακηρύσσει τη διαφορετική ηθική της, χρειάζεται οπωσδήποτε να αποδεικνύει έμπρακτα ότι διαθέτει μια άλλη ηθική, γιατί αυτή αποδεικνύεται, πρωτίστως, στις στάσεις και στις συμπεριφορές και όχι στις διακηρύξεις.

Όπου κι αν βρεθεί κανείς, τα τελευταία χρόνια, στη χώρα μας θα ακούσει: «Να πληρώσουν όσοι οδήγησαν τη χώρα σε αυτό το χάλι», «φτάνει με το αίσχος των ΜΜΕ, όσα δεν έχουν άδεια να κλείσουν», «μην μας προδώσετε», «μην γίνετε σαν κι αυτούς, μην τους μοιάσετε». Η επίκληση αυτή δεν είναι λαϊκισμός, το ηθικό και αξιακό φορτίο αυτής της -ακόμα εν ενεργεία- λαϊκής απαίτησης δεν είναι καθόλου μικρό.

Πού γεννάται το πρόβλημα;

Δεν ανακαλύπτουμε… την Αμερική θέτοντας το ζήτημα της ηθικοποίησης της πολιτικής, απέναντι στην εισβολή του ατομικισμού στις σφαίρες δράσης ακόμα και μιας αριστερής πολιτικής. Πως μπορεί και τρυπώνει ο ατομικισμός παντού; Ποιοι όροι επιτρέπουν, ποιοι παράγοντες αποδυναμώνουν αυτό το φαινόμενο ή έστω ευνοούν άλλες, αντιθετικές δυνατότητες;

Ο ατομικισμός έρχεται, συνήθως, να εισπράξει οφέλη που έχουν προκύψει από τη συλλογική πάλη, χρησιμοποιώντας θεσμούς και κατακτήσεις της. Ένα κόμμα, για παράδειγμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ που εκτινάχθηκε από το 4,5 στο 27% μπορεί να γίνει όχημα ανέλιξης για πολλούς. Από την άλλη, η τάση ενσωμάτωσης δεν είναι απλά σύμφυτο του ατομικισμού-εγωισμού αλλά και μέσο εγκλωβισμού ή ευνουχισμού σημαντικών λαϊκών κινημάτων. Άρα, η αστική πολιτική επιδιώκει να ισχυροποιηθεί αυτή η τάση, κάθε φορά που αντιμετωπίζει ένα νέο και απρόβλεπτο κίνημα ή κόμμα.

Επομένως, υπάρχουν πολλοί αντικειμενικοί λόγοι που το πρόβλημα αυτό θα έρχεται ξανά και ξανά στο προσκήνιο. Δεν καταργείται με έναν νόμο στη Βουλή, ούτε στα κομματικά όργανα. Ο στόχος της επαναηθικοποίησης της πολιτικής αφορά το γενικό ανέβασμα της συνείδησης των ίδιων των ανθρώπων που μετέχουν σε μεγάλα κινήματα και προσπάθειες αλλαγής της κοινωνίας.

Καλό είναι να κάνουμε ορισμένες διακρίσεις. Υπήρξε -ή και υπάρχει ακόμα- ένα είδος στράτευσης στην Αριστερά και στα κομμουνιστικά κόμματα, όπου κυρίαρχο ήταν το πνεύμα προσφοράς και θυσίας για μεγάλα οράματα. Αυτοί οι αγώνες, που έγιναν από απλούς ανθρώπους που υπερέβησαν τις συνηθισμένες κλίμακες, εμπνέουν αλλά συνήθως δεν προβληματίζουν βαθύτερα. Γιατί θα έπρεπε να αναγνωρίζουμε τι σχέση έχει το υλικό υπόστρωμα με τις ιδέες και την ιδεολογία. Θα πει κανείς ότι οι μορφές στράτευσης ήταν πιο πρωτόγονες και η σχέση ατομικού-συλλογικού λιγότερο εξελιγμένη. Όλοι γνωρίζουμε τα αρνητικά φαινόμενα που συχνά συνόδευαν αριστερά και κομμουνιστικά εγχειρήματα. Αλλά και αναγνωρίζουμε ότι η ένταξη σε αυτό το κίνημα δεν σήμαινε μια πιο άνετη και εύκολη ατομική ζωή αλλά το αντίθετο.

Σήμερα ζούμε σε μια πιο «περίεργη» εποχή, μετά την υποχώρηση μεγάλων ιδεών και οραμάτων. Στις δυτικές κοινωνίες κυριαρχεί ο μεταμοντερνισμός και επιβάλλεται ένας νέος ατομικισμός, ενώ η κοινωνική ζωή έχει γίνει πολύ πιο σύνθετη. Στις συνθήκες αυτές, η στράτευση σε μεγάλα εγχειρήματα γίνεται με διαφορετικούς τρόπους, είναι πιο πολυεπίπεδη και έχει νέα χαρακτηριστικά. Ακόμα, όμως, δεν έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια ενιαία οργανωτική και πολιτική πείρα. Η «μορφή πλήθος», η «μορφή κοινότητα», η τάση επανεδαφικοποίησης (κατάκτησης χώρων από μαζικά κινήματα), η «μορφή κόμμα-κίνημα», το αίτημα για αξιοπρέπεια και άλλες αξίες, φέρνουν στο επίκεντρο νέα ζητήματα.

Τερατάκια και τέρατα…

Στη γωνιά της Ευρώπης που βρίσκεται η Ελλάδα, εμφανίστηκαν πολλές ιδιομορφίες και ζητήματα που χρήζουν ιδιαίτερης μελέτης. Για παράδειγμα, δίπλα στην πιο «πρωτόγονη» μορφή στράτευσης, γεννήθηκαν μορφές που μιλώντας στο όνομα της Αριστεράς και του κομμουνισμού τοποθετούσαν σε διαφορετική βάση τη σχέση ατομικού-συλλογικού, με τρόπο όμως που συνήθως κυριεύονταν από τον αστικό ατομικισμό.

Έτσι, όταν πριν 10 χρόνια ξεκίνησε το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, συνυπήρχαν σε αυτό διάφορες κουλτούρες. Κουλτούρες ριζοσπαστισμού, κουλτούρες της παλιάς στράτευσης και ένα υβρίδιο άποψης-θεωρίας ότι η συλλογική υπόθεση πρέπει να αναγνωρίζει την ατομική φιλοδοξία του καθένα για προβολή και ανέλιξη που, συνήθως, οριζόταν ως «προσφορά».

Η «κατανόηση» της ατομικότητας και της διάθεσης για τέτοια προσφορά, άφηνε στην πράξη αρκετό έδαφος στην υπέρμετρη ατομική φιλοδοξία, ενώ όλοι γνώριζαν ότι στην πράξη δεν θα ίσχυαν οι όποιοι κανόνες (για παράδειγμα, για την παρουσία στα ΜΜΕ) κατά καιρούς έθεταν τα όργανα. Έτσι, ένα τμήμα στελεχών προσαρμόζονταν στους κανόνες που έθετε ο υπαρκτός κοινοβουλευτισμός και η τηλεδημοκρατία, ενώ η πλειοψηφία ζητούσε πάντα (ματαίως) να τηρούνται οι αποφάσεις.

Όλα αυτά, όταν ακόμα οι κλίμακες ήταν της τάξης του 4-5%, ενώ τώρα όλα μεγεθύνονται και σωστά προκύπτει η ανάγκη κανόνων δεοντολογίας. Κανόνες που όμως πρέπει να τηρούνται και όχι συστηματικά να καταπατούνται. Πολλά από αυτά τα ζητήματα δεν μπορούσαν να λυθούν πριν από το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και για αυτό ενσωματώθηκαν ως μεταβατική διάταξη στο καταστατικό του. Αλλά παραμένουν ακόμα στα άλυτα ή στα «αζήτητα».

Τώρα που η κλίμακα μεγαλώνει, το άνοιγμα των θυρών στη νομιμοποίηση της ατομικής φιλοδοξίας (σαν να πρόκειται για κάτι απολύτως φυσιολογικό) ο συνδυασμός της προσφοράς «στο κίνημα» ή «στη σωτηρία της χώρας» με τον «εαυτό μου» και τις φιλοδοξίες, με τη διαμεσολάβηση του κυβερνητισμού, μπορεί να γεννήσει τερατάκια, για να μην πούμε τέρατα.

Μπορεί ένας κώδικας δεοντολογίας να σταματήσει από μόνος του τέτοια φαινόμενα; Όχι. Μπορεί, όμως, να νομιμοποιήσει τη συζήτηση για τα θέματα αυτά, μπορεί να σκιαγραφήσει ορισμένους ηθικούς άξονες (τι είναι καλό και τι κακό, λάθος και σωστό) στις παρούσες συνθήκες, μπορεί να δώσει ώθηση στη συνείδηση που θα πρέπει να επικρατεί εντός του ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτά, να δυναμώσει το στοιχείο του ριζοσπαστισμού.

Γιατί, όπως τονίστηκε και προηγουμένως, μόνο μέσα από το γενικό ανέβασμα της συνείδησης των πολλών που συμμετέχουν σε μια συλλογική προσπάθεια, μέσα από τη δική τους παρέμβαση, μπορούν να αξιοποιηθούν κανόνες και «δικλείδες ασφαλείας».

Tagged : / /

Απάντηση στην ομηρία το αδιάλλακτο φρόνημα, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.242, 20/12/2014)

sidiroplegmaΓιατί ο λαϊκός παράγοντας είναι καθοριστικός για τη διέξοδο της χώρας

Όπως φαίνεται, οδεύουμε σε μια κορύφωση της καθολικής κρίσης και το ζητούμενο είναι αν μπορούν να έρθουν -και πότε- καλύτερες μέρες (δηλαδή, σωτηρία της χώρας από τη μεθοδευμένη καταστροφή) ή αν είναι μοιραίο να ζήσουμε και χειρότερα (δηλαδή επιτάχυνση καταστροφών-διαμελισμών- ακρωτηριασμών).

Σε κάθε περίπτωση, όποιος θέλει να αποφύγει την καταστροφή της χώρας, δεν μπορεί να υπομένει τα εκβιαστικά διλήμματα και τις παγιδεύσεις που στήνονται από τις δυνάμεις που ούτε νοιάζονται για την κοινωνία, ούτε πολύ περισσότερο τους ενδιαφέρει η λεγόμενη σταθερότητα. Να μην υπομένεις μοιραία τα τελεσίγραφα, να μην παραδίδεσαι πριν καν τη μάχη, να αρνείσαι ότι είσαι χαμένος από χέρι κ.λπ., αυτό απαιτεί μια άλλη ψυχολογία και ένα διαφορετικό φρόνημα.

Όταν σε περικυκλώνουν, οφείλεις να βρεις τρόπο να σπάσεις την πολιορκία και αν μπορείς να περικυκλώσεις εσύ τους περικυκλωτές σου. Όχι, δεν αποτελεί αμετροέπεια η απόφαση να δώσεις τη μάχη, να αγωνιστείς, να δοκιμάσεις μιαν εναλλακτική πορεία.

Η δύναμη και η θέληση, η συλλογική θέληση δεν είναι απλώς υπόθεση ατομικής απόφασης. Το φρόνημα ενός λαού είναι τεράστιας σημασίας παράγοντας και αποτελεί πεδίο άσκησης και μέσο άσκησης πολιτικών και κυριαρχίας. Ο πειθαναγκασμένος και φοβισμένος πολίτης είναι προϋπόθεση για το πέρασμα του κοινωνικού οδοστρωτήρα των λεγόμενων «μεταρρυθμίσεων» και της καταστροφής της κοινωνίας. Ασώματη κοινωνία κυριαρχείται εύκολα, χωρίς πολλά-πολλά.

Οι δύο φάσεις του σχεδίου

Παράταση της μνημονιακής ουσίας, με κάθε μέσο, είναι σήμερα η αστική πολιτική πρόταση. Το σχέδιο έχει δύο φάσεις: Πρώτα απόπειρα εκλογής προέδρου – Δεύτερη φάση οι εκλογές που οδηγούν σε «μη καθαρή λύση», δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αυτοδυναμία. Τότε, μέσω της πίεσης, να καλουπωθεί ο πολιτικός κόσμος στο άρμα μιας «εθνικής συνεννόησης» συνέχισης ή αποδοχής των μνημονιακών νεοφιλελεύθερων δογμάτων.

Μέσο για την κατάκτηση μιας «μη καθαρής λύσης» είναι ο εκφοβισμός, η επίκληση του κινδύνου καταστροφής που φέρνει ο ΣYΡΙΖΑ, και φυσικά η ναρκοθέτηση του τοπίου προκειμένου να επιτευχθεί μια παγίδευση. Παγίδευση που οδηγεί είτε στη ρυμούλκηση του ΣΥΡΙΖΑ σε τετελεσμένα και υπό ασφυκτική ομηρία, είτε να αποτελέσει μια σύντομη «αριστερή παρένθεση».

Το ψαλίδισμα των προσδοκιών και των οριζόντων του λαϊκού παράγοντα, ο φόβος και η σύγχυση αποτελούν διαβρωτικές ουσίες για το φρόνημά του. Γι’ αυτό τούτες τις μέρες στήνεται μια τεράστια επιχείρηση εκφοβισμού και ψυχολογικού πολέμου, για την αποδιάρθρωση του φρονήματος του λαού. Για την καθήλωσή του και τη θραυσματοποίησή του.

Η απάντηση σε αυτήν την υπαρκτή και κλιμακούμενη επιχείρηση δεν μπορεί να είναι απλώς η ψυχραιμία και η νηφαλιότητα. Ούτε ο καθησυχασμός ότι τίποτα κακό δεν πρόκειται να συμβεί. Η ουσιαστική απάντηση βρίσκεται στην πολιτική, στην ιδεολογία, στο φρόνημα. Στην καλλιέργεια της πεποίθησης ότι μια μεγάλη μεταπολίτευση του λαού είναι και εφικτή και αναγκαία. Ότι στόχοι της είναι μεγάλες ιδέες όπως η σωτηρία και διέξοδος της χώρας από την καθολική κρίση, η πραγματική δημοκρατία, η παραγωγική ανασυγκρότηση, η ανθρωπιστική παιδεία, η φιλειρηνική και ανεξάρτητη πολιτική, η κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία. Η κοινωνία πρώτα και όχι οι εγωιστικές ελίτ που οδήγησαν σε τόσες καταστροφές και αποτυχίες. Η κοινωνία συγκροτημένη σε σώμα γύρω από μεγάλους ευκρινείς στόχους διεξόδου της χώρας, σημαίνει συγκρότηση του λαϊκού φρονήματος, καλλιέργεια μιας εθνικής και συλλογικής συνείδησης για τους στόχους και τα επίδικα. Σημαίνει τόλμη, αλήθεια και κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα.

Η αριστερή πολιτική διακρίνεται από την αστική και την εν γένει μικροπολιτική ακριβώς στο ότι βασίζεται σε μεγάλες ιδέες και απαιτεί την ενεργό συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα. Μόνιμη επιδίωξη και σταθερή τάση κάθε πρότασης, κάθε ενέργειας και πρωτοβουλίας.

Επιμένουμε σε αυτήν την απαίτηση γιατί ο κυβερνητισμός, δηλαδή η ιδέα ότι μέσω της διακυβέρνησης και μόνο, μέσα από την κρατική και διοικητική μηχανή δηλαδή, μπορεί να γίνει μια μεγάλη αλλαγή ή μια βελτίωση, είναι βασικά λαθεμένη και αποτυχημένη. Για να προχωρήσει κάθε θετικός μετασχηματισμός -μικρός ή μεγάλος- είναι αναγκαία η συμμετοχή του κόσμου σε πολλαπλά επίπεδα και όχι μονοδιάστατα διά της ψήφου.

Κοινωνία συγκροτημένη και ενεργή

Στην παγίδευση που θέλουν να μας οδηγήσουν, η απάντηση δεν μπορεί να αποφύγει να κατονομάσει αλλά και να δώσει έμφαση στο ποιοι συγκεκριμένα είναι οι εχθροί και πώς μεθοδεύουν τις κινήσεις τους ενάντια στην κοινωνία. Το καλόπιασμα και οι διαθέσεις συμβιβασμού πριν καν δοθεί η μάχη ή ξετυλιχθεί στα βασικά θέατρα της αντιπαράθεσης, δεν αποδίδουν κανένα αποτέλεσμα εκτός από το αποκοίμισμα αυτού ακριβώς του παράγοντα που πρέπει να κινητοποιηθεί: του λαού, των οργανώσεών του, των κομμάτων που τον εκφράζουν. Όπως σε τίποτα δεν ωφελεί η υποτίμηση του παράγοντα της κοινωνικής συνείδησης, των ιδεών και της ψυχολογίας του λαού σε κρίσιμες αναμετρήσεις. Η πολιτική δεν γίνεται ερήμην ή απλά στο όνομα του κόσμου που αφορά ή ξεκομμένα από αυτόν, αν θέλει να είναι λαϊκή, προοδευτική και αναθεμελιωτική, χειραφετητική.

Επομένως, αν αναλογιστούμε τις προϋποθέσεις μιας μεγάλης στροφής στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική ζωή του τόπου, αυτές δεν μπορούν να περιοριστούν σε ένα εκλογικό γεγονός + μια προοδευτική διακυβέρνηση. Αυτά είναι αναγκαία και αποφασιστικής σημασίας για μια εκκίνηση, αλλά για να επιτευχθούν και να προχωρήσουν, οφείλουν να έχουν σαν στήριγμα και σαν βασικό συντελεστή μια κοινωνία που είναι συγκροτημένη, ενεργή και σε δράση. Ο λαϊκός παράγοντας σε παθητική κατάσταση είναι όρος για άλλης τάξης και ποιότητας αλλαγές, με αντιδραστικό πρόσημο σε εποχές καθολικής γενικευμένης κρίσης.

Ζωντανό πολιτικό κίνημα

Επομένως, αυτό που απαραιτήτως χρειάζεται τούτη την ώρα -και έχουν γίνει λίγα στην κατεύθυνση αυτή- είναι η ύπαρξη ενός ζωντανού πολιτικού κινήματος που να σπρώχνει, να στηρίζει, να διορθώνει, να απαιτεί, μια αλλαγή που θα γίνει σε δύσκολες συνθήκες, σε ναρκοθετημένο περιβάλλον, με αμφίβολους φίλους, με στρωμένο το δρόμο στις σειρήνες του συμβιβασμού, της ηττοπάθειας, της αποστασίας, της ενσωμάτωσης, του εκφυλισμού.

Κανείς δεν είναι αθώος, κανένας δρόμος δεν είναι στρωμένος με ανθούς και καλές προαιρέσεις. Ο δρόμος της μετάβασης είναι αντιφατικός και ο ιδεολογικός συσχετισμός, η κοινωνική συνείδηση σε δύσκολες ανοδικές συνθήκες.

Οι μάχες, όμως, πρέπει να δοθούν, ακόμα και σε αντίθεση με τους παράγοντες της οπισθοδρόμησης και του συμβιβασμού. Καμιά μετάβαση δεν υπήρξε χωρίς να φέρει στο εσωτερικό της όλες τις δυνατότητες, ακόμα και τις δυνατότητες ακύρωσής της. Αυτός, όμως, δεν ήταν ποτέ λόγος για το σταμάτημα της Ιστορίας. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δεν μπορεί να είναι ανασταλτικός παράγοντας για τη διαρκή προσπάθεια ολοκλήρωσης των λαϊκών πόθων και αναγκών, για την ιστορικής σημασίας αντιπαράθεση με στόχο τη διέξοδο της χώρας από το καθεστώς μιας μετανεωτερικής αποικίας χρέους, για την προώθηση της υπόστασης της χώρας όπως τη γνωρίσαμε και όπως τη θέλουμε. Για να μη λέμε στο μέλλον πως κάποτε υπήρχαν χώρες όπως η Γιουγκοσλαβία, η Συρία, η Ουκρανία, το Ιράκ κ.λπ. και να πρέπει να αναφέρουμε στον κατάλογο και τον χώρο Ελλάδα…

Tagged : / /