«Το θεριό κι ο Γιάννης», άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.181, 28/9/2013)

εικόνα: Δημήτρης Θ. Αρβανίτης
(δρόμος της αριστεράς φ.177)
Οι ανεπαρκείς αναλύσεις της Αριστεράς και η επιχείρηση «απεγκλωβισμού».

«Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη» λέει η παροιμία. Πώς μπορούν να οριστούν δυο τέτοιες πλευρές σε όσα συμβαίνουν σήμερα; Οι διαστρεβλωτικές και παραμορφωτικές παρεμβάσεις είναι πολλές και έτσι οι πρωταγωνιστές δεν διακρίνονται καθαρά και η εικόνα μένει σκόπιμα θολή.
Πώς βλέπει η Αριστερά το γενικό κάδρο των εξελίξεων και πώς αντιλαμβάνεται το δικό της ρόλο μέσα σε αυτό; Για να αρχίσουμε να γινόμαστε πιο σαφείς, είναι το μνημονιακό σύστημα και οι παραφυάδες του η μια πλευρά και η Αριστερά, ο αγωνιζόμενος λαός η άλλη; Ή μήπως από τη μια βρίσκονται όλες οι δυνάμεις ενός «συνταγματικού τόξου» και η Χρυσή Αυγή με όλες τις διασυνδέσεις της από την άλλη;
Ήταν και είναι επαρκής, η ανάλυση της Αριστεράς για την κατάσταση που εκτυλίσσεται; Είναι αποτελεσματική η στάση και η συμπεριφορά της; Μέσα από ποια σχήματα ερμηνεύτηκαν τα όσα έγιναν από την δολοφονία του Παύλου Φύσσα ως τώρα και ποιο ρόλο διαδραμάτισε μέχρι στιγμής η Αριστερά στο νέο σκηνικό που στήνεται με δυναμικότερους παράγοντες την Ν.Δ. και την Χ.Α.;
Οι πρώτες αναγνώσεις έκαναν λόγο για ύπαρξη ενός ευρύτερου σχεδίου αποσταθεροποίησης και άρα για την ανάγκη προσεκτικών βημάτων. Πολιτικά καταγγέλθηκε η επικίνδυνη και ανιστόρητη θεωρία των «δύο άκρων» -που ειρήσθω εν παρόδω δεν έχει εγκαταλειφτεί, ούτε ηττηθεί- και επιδιώχθηκε η αποφυγή κάθε ενέργειας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση ή εφαρμογή αυτού του σχεδίου.

Σχεδιασμοί και ελλείμματα
Για το μεγαλύτερο σχηματισμό της Αριστεράς, το γεγονός και όσα ακολούθησαν θα μπορούσαν να τραυματίσουν την ανοδική πορεία που είχε αρχίσει να καταγράφει από τις αρχές Σεπτέμβρη και τους ειδικούς σχεδιασμούς κυρίως για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια παγίδα ή να οδηγήσουν σε μια εμπλοκή και ένταση που δεν θα τον βοηθούσαν. Αλλά από τη στιγμή που εκδηλώθηκε το «συμβάν» και η διαχείριση του συμβάντος, έπρεπε πάση θυσία να ακυρώσει το σχεδιασμό του Σαμαρά γύρω από τη θεωρία των δύο άκρων. Αυτό οδηγούσε και σε τακτικού τύπου και κυρίως θεσμικού χαρακτήρα κινήσεις με συγκράτηση στο επίπεδο της κινητοποίησης και συνεχή επανεκτίμηση της κατάστασης.
Η στάση αυτή πρακτικά είχε ένα έλλειμμα: Δεν πρόβαλε μια αποφασιστικότητα και δεν θωράκισε το λαϊκό κίνημα με μια πολιτική «αγωνιστικής δημοκρατίας» και σφοδρής απαίτησης να
συλληφθούν όλοι οι υπεύθυνοι της δολοφονίας και να αποκαλυφθούν όλες της οι «άκρες». Σημειώνεται ότι τα λόγια περί αποτελεσματικής αντίδρασης του κράτους δεν μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι στην επίθεση πήραν μέρος τριάντα άτομα και συλλήφθηκε ένας μονάχα, ούτε τη σειρά ερωτηματικών για τη διαχείριση της υπόθεσης, ενώ ο Δένδιας πετά την μπάλα σκοπίμως σε 30 δικογραφίες και διάφορες έρευνες.
Οι προτάσεις για συζήτηση στη Βουλή και συνάντηση πολιτικών αρχηγών, η επίσκεψη στον πρόεδρο της δημοκρατίας, κινήσεις κορυφής και θεσμικής φύσης, δεν απαντούν από μόνες τους στο ζήτημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απάντησε αποφασιστικά, δεν πήρε μια κεντρική πρωτοβουλία για την έκφραση ενός μεγάλου δημοκρατικού αντιφασιστικού κινήματος, δεν τύπωσε, για παράδειγμα, 500 χιλιάδες προκηρύξεις με 4 προτάσεις – δεσμεύσεις με βάση το γεγονός που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία.
Η κύρια κατεύθυνση που υιοθετήθηκε συμπληρώνονταν και από μια στάση διαχείρισης αγωνιστικών διαθέσεων ή και κινήσεων και αντιδράσεων που θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς. Στάση «απεγκλωβισμού» από μια σχεδιασμένη αποσταθεροποίηση ώστε να μην επηρεαστούν οι εκλογικοί συσχετισμοί. Αντίληψη ότι το κίνημα των πολιτών είναι ενεργό δια της ψήφου και η ψήφος είναι η κύρια και αποφασιστική μορφή πάλης.  Ο απεγκλωβισμός, όμως, σαν επιδίωξη μπορεί να οδηγήσει σε άλλους εγκλωβισμούς.
Αυτά λέγονται γιατί ενώ η επίθεση συνεχίζεται, την ίδια στιγμή τόσο στο απεργιακό όσο και στο αντιφασιστικό πεδίο φαίνεται να πέφτει «αυλαία» και συναισθήματα ανάμεικτα να διαπερνούν τα πιο αγωνιστικά κομμάτια της κοινωνίας. Η ενδυνάμωση του «Κανένα» σημαίνει πως η εμπιστοσύνη προς τα κόμματα υποχωρεί, καθένας αισθάνεται πολύ μόνος και εγκαταλειμμένος (παρά τα λόγια) και η «ανάθεση» στην Αριστερά γίνεται πιο κριτική, πιο κυνική, με πάμπολλες επιφυλάξεις.
Μία πιο «αγωνιστική» πτέρυγα της Αριστεράς και της κοινωνίας -περισσότερο εγκλωβισμένη σε απλουστεύσεις και στερεότυπα- δεν μπορεί να διαβάσει καν το τι συμβαίνει και φυσικά δεν μπορεί να δώσει μια προοπτική στην ογκούμενη λαϊκή οργή.

Αδυναμίες ερμηνείας
Στις ελλείψεις της Αριστεράς εν γένει μπορεί κανείς να καταλογίσει και την αδυναμία να ερμηνευτεί σωστά το φαινόμενο της Χ.Α. μέσα στην ελληνική κοινωνία. Εγκληματική, δολοφονική, ναζιστική συμμορία; Ναι και αποκαλύφθηκαν πλατιά οι τέτοιες πλευρές του μορφώματος. Αλλά είναι και άλλα πράγματα που συναντώνται με την πραγματικότητα εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που δεν έγιναν ξαφνικά ναζιστές ή δολοφόνοι. Και αυτά είναι η συγκεκριμένη πολιτική και τοποθέτηση της Χ.Α., η ιδεολογία που διαδίδει και βεβαίως η σχεδιασμένη πρακτική της.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Χ.Α. είναι απλά η συσπείρωση χουντικών και φασιστικών στοιχείων που πάντα υπήρχαν αλλά δεν εκδηλώνονταν και τώρα έχουν οργανωθεί. Άλλοι ότι είναι απλά το μακρύ χέρι του κεφαλαίου και άλλοι μιλούν για σχέδιο σιωνιστικών κύκλων ή ότι σχεδόν στήθηκαν όλα από την Ν.Δ. για να προχωρήσει ο σχεδιασμός της. Οι απόψεις των Γ. Δελαστίκ  και Τ. Φωτόπουλου που προκάλεσαν αρκετές συζητήσεις εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία.
Δυσκολεύεται η Αριστερά να δει την σχετική αυτονομία που έχει μια ναζιστική οργάνωση, η οποία αποκτά μαζικό έρεισμα και όταν εκδηλώνεται μια επίθεση και απόπειρά περιορισμού της, τότε αντιδρά και αντιδρά με βάση το μαχητικό αντισυμβατικό χαρακτήρα που θέλει να προσδώσει στη δράση της. Η αντίδρασή της έχει και πολιτικά χαρακτηριστικά. Αποσκοπεί να αμυνθεί και να διατηρήσει θέσεις και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς πολιτική. Θα αντεπιτεθεί ξέροντας ότι ένα τμήμα του συστήματος έχει αποφασίσει να την περιορίσει, ξέροντας όμως και ότι η μικροπολιτική έχει κοντά ποδάρια για ένα τμήμα της κοινωνίας.

Αναγκαίες απαντήσεις
Το βασικό πρόβλημα είναι πως η Αριστερά δεν πρωταγωνιστεί στην πολιτική αντιπαράθεση όπως αυτή εξελίσσεται. Παρακολουθεί, αποφεύγει κακοτοπιές, δεν θέλει να κάνει «το μεγάλο λάθος», αλλά και δεν εκφράζει δυνάμεις και δυνατότητες για μια άλλη πορεία. Προσβλέπει στο να εισπράξει σε εκλογικό επίπεδο την δυσφορία για την συγκάλυψη που υπήρχε για την Χ.Α. Ή να αξιοποιήσει το γεγονός ότι η Αριστερά ήταν ιστορικά ο χώρος που δέχτηκε τις μεγαλύτερες προβοκάτσιες και έχει ιστορικό δημοκρατικών και αντιφασιστικών αγώνων. Μόνο που έτσι, δεν δίνει αυτή το «τέμπο», το ρυθμό, δεν στριμώχνει την αντίπαλη πλευρά (μνημονιακό – τροϊκανό τόξο και θεωρία των δύο άκρων), ούτε και ηγείται εκείνη σε μια μάχη για να διαλυθεί η ναζιστική φασιστική συμμορία.
Τα ερωτήματα παραμένουν: Ποιος ή ποια τα «θεριά» και ποιος ο «Γιάννης»; Ποιος και γιατί φοβάται τον άλλον και τι κάνει για να τον αντιμετωπίσει; Και ακόμα: Ο φόβος και ο τρόμος που ενστάλαξε στην κοινωνία το ναζιστικό μόρφωμα, πόσο μεγάλος είναι ή πόσο έχει υποχωρήσει κα σε ποιο βαθμό; Η απέχθεια προς το πολιτικό σύστημα πόσο βάζει και την αριστερά στο κάδρο και σε τι αντιδράσεις οδηγεί; Οι απαντήσεις πρέπει να δοθούν μέσα σε μια εξαιρετικά δύσκολη, ρευστή και πυκνή σε γεγονότα κατάσταση, όπου οι δυνάμεις που επενεργούν είναι περισσότερες από δύο.
Tagged : / / /

Τοποθέτηση στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, 1/9/2013

Δεν υιοθέτησα την εισήγηση της γραμματείας προς την Κ.Ε. Για τρεις λόγους ουσιαστικούς.

Ο πρώτος λόγος είναι ότι ξεκινάμε την δουλειά με λάθος τρόπο, με τρόπο συνηθισμένο από τα παλιά, με την «πεπατημένη»  και την δύναμη της συνήθειας, με αρκετή προχειρότητα. Και εξηγούμαι: Η εισήγηση είναι ένας «κουβάς» θεμάτων διαφορετικών, που το καθένα έχει την σημασία του, για τα οποία όμως δεν μπορούμε σχεδόν ποτέ με επάρκεια να εξετάσουμε ή να συζητήσουμε, με αποτέλεσμα στο τέλος να μη βγαίνει συμπέρασμα για το ποια είναι η κεντρική μας κατεύθυνση. Έχει ξαναγίνει –σε συνεδριάσεις της Κ.Ε- να καταλήγουμε σε τέτοια κείμενα που μετά παρουσιάζονται και στις οργανώσεις με τις τρεις συνηθισμένες τροποποιήσεις, με αποτέλεσμα η συζήτηση που ακολουθεί στις οργανώσεις μελών να είναι γενική, επί παντός του επιστητού, όπου ο καθένας λέει ό,τι του έρθει εκείνη την στιγμή. 
Στην συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε ως σύνολο θεμάτων: τον πόλεμο στην Συρία, την κινητοποίηση για την ΔΕΘ, την παρέμβαση στους αγώνες που γίνονται αυτήν την περίοδο, τον στόχο να φύγει η κυβέρνηση, το ζήτημα των συμμαχιών και την δημιουργία επιτροπών για την ανατροπή της κυβέρνησης ή για την υπεράσπιση της δημόσιας περιουσίας, τις εσωτερικές διαδικασίες για εκλογή νέων οργάνων, την προετοιμασία του κόμματος για τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές. Είναι πάρα πολλά θέματα και δύσκολα, λίγο επεξεργασμένα λίγο συζητημένα και με πρόχειρο τρόπο ριγμένα στο χαρτί.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αυτή η αντιμετώπιση οδηγεί σε αδυναμία κεντρικού προσανατολισμού για τα μέλη και τις οργανώσεις μελών. Τα καλούμε σε όλα και θα προσανατολιστούν σε ό,τι νομίζουν ότι μπορούν και σε ό,τι τα πιέζει περισσότερο. Άλλοι θα
δουλεύουν από τώρα για τις αυτοδιοικητικές, άλλοι για τις ευρωεκλογές, άλλοι για την ιδιωτικοποίηση του νερού, άλλοι για την αντιμετώπιση των φασιστών, άλλοι για τα μέτωπα που ανοίγουν σε παιδεία, υγεία κ.λπ., άλλοι θα προσπαθούν να φτιάξουν μια επιτροπή, οι νεολαίοι θα κάνουν το φεστιβάλ τους και όλοι μαζί θα λέμε να φύγει η κυβέρνηση. Όλα αυτά δεν είναι προσανατολισμός και δεν είναι σοβαρή στάση.
Κοντολογίς απαιτείται αξιολόγηση και ιεράρχηση των στόχων μας και ανάδειξη των κεντρικών στόχων.
Στην παρούσα συγκυρία ο ριζοσπαστισμός δεν έγκειται στο αν ένας σχηματισμός έχει τη ριζοσπαστικότερη των αντιλήψεων σε όλα τα θέματα, αλλά στο αν μπορεί να υπηρετήσει με ριζοσπαστικό και ρηξικέλευθο τρόπο τις βασικές ανάγκες που αυτή τη στιγμή έχει ανάγκη η χώρα και ο λαός, δηλαδή  σταμάτημα της καταστροφής, μίνιμουμ επίπεδο διαβίωσης για όλους, συγκράτηση των οικονομικών και κοινωνικών δομών της χώρας και προώθηση μιας παραγωγικής ανασυγκρότησης. Αυτό μπορεί να ακούγεται «λίγο», αλλά η υπηρέτησή του μπορεί να γίνει μόνο με συγκρούσεις και ριζοσπαστισμό.

Ο τρίτος λόγος αφορά την έλλειψη σοβαρής στάσης. Ένας παλιότερος έγραφε: «Εκείνο που πραγματικά έχει αξία στον κόσμο, είναι η σοβαρή στάση, και ακριβώς σε αυτή τη στάση το κόμμα αφιερώνει τη μεγαλύτερη προσοχή». Το ερώτημα που τίθεται είναι η σχέση μας με την σοβαρή στάση και πόση προσοχή της αποδίδουμε. Σε όλους τους τομείς και σε όλα τα ζητήματα μικρά και μεγάλα. Το κεντρικό σύνθημα του ιδρυτικού μας συνεδρίου ήταν «ισχυρός ΣΥΡΙΖΑ – αυτοδύναμος λαός». Σωστό σύνθημα. Πώς το εννοούμε όμως; Πόσο κοντά είμαστε σε αυτό; Πόσο μοχθούμε για να τα προωθήσουμε; Πώς θα γίνει ισχυρός ο ΣΥΡΙΖΑ; Πώς ο λαός θα γίνει πραγματική αυτοδύναμος με αυτοπεποίθηση, ιδανικά, οράματα για μια άλλη Ελλάδα; Τι βήματα έχουμε κάνει σε αυτήν την κατεύθυνση; 
Στις δεδομένες συνθήκες χρειαζόμασταν μια σύνοδο της Κ.Ε. που να εξέταζε άμεσα δύο ζητήματα: Πρώτο το θέμα του πολέμου στην Συρία και τον καθορισμό μιας στάσης και γραμμής για αυτόν. Δεύτερο να εκτιμούσαμε την κατάσταση του κόσμου μετά την καλοκαιρινή επέλαση της κυβέρνησης και να επεξεργαζόμασταν την τρέχουσα γραμμή του κόμματος με στόχο την κοινωνική ανασυγκρότηση και την δημιουργία ενός πολιτικού ρεύματος διεξόδου της χώρας. Να εκτιμούσαμε το γιατί παντού μας λένε «πού είναι και τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ », γιατί υπάρχει αυτό το ερώτημα, ποιοι και γιατί το θέτουν, τι ουσιαστικά ζητούν από εμάς. Να σκύβαμε με σοβαρότητα πάνω στα προβλήματα της κοινωνίας και να δεσμευόμασταν για 3-4 ρεαλιστικά και συγκεκριμένα πράγματα και να βλέπαμε πώς θα σπάγαμε την καθήλωση και την ανάθεση που επιβάλλεται σε μια κοινωνία που αποσυντίθεται, που κονιορτοποιείται μέρα με την μέρα, που γίνεται ασώματη. Από αυτές τις γενικές διαπιστώσεις να καθορίζαμε μια κεντρική γραμμή τόσο για την περίοδο όσο και για την ανασυγκρότηση των κοινωνικών χώρων και μετώπων. Για τις εκλογικές αναμετρήσεις θα έφτανε μια και μόνο παράγραφος που να τόνιζε την ιδιαίτερη προεκλογική χροιά της περιόδου και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτήν, με την υπογράμμιση ότι άμεσα τα αρμόδια τμήματα, η γραμματεία κ.λπ. θα πρέπει να εφοδιάσουν το κόμμα με εισηγήσεις και κατευθύνσεις.

Ξέρω ότι είμαστε ένα νέο κόμμα. Τείνουμε όμως να λειτουργούμε με παλιές συνήθειες και με λιγοστή τόλμη. Κηρύσσουμε τον παραγοντισμό εκτός νόμου, αλλά αυτός κυριεύει τις γραμμές μας. Δεν έχουμε μια οργανωτική πολιτική που να είναι αντίστοιχη του στόχου της μετάβασης και της οικοδόμησης ενός σύγχρονου πραγματικά αριστερού κόμματος και η νομή κάθε υποτιθέμενης ή πραγματικής μικροεξουσίας μετατρέπεται σε σαράκι.
Δεν ακούμε καλά την κοινωνία και επομένως δεν συγκλονιζόμαστε από τα βάσανά της. Προχωράμε βέβαιοι για την άκοπη διακυβέρνηση και ό,τι αυτή φέρνει. Κυρίως δεν προετοιμαζόμαστε για τις δυσκολίες που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Έτσι όμως γινόμαστε ευάλωτοι από πολλές απόψεις…
Φοβάμαι πως η κεντρική κατεύθυνση που ρητά ή υπόρρητα βγαίνει είναι η προετοιμασία για τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές και η ετοιμότητα να κερδίσουμε τις βουλευτικές όποτε αυτές γίνουν. Η ανατροπή υπάρχει σαν σύνθημα. Δεν υπάρχει η προετοιμασία των όρων μιας διεξόδου της χώρας και επομένως η προετοιμασία της κοινωνικής ανασυγκρότησης, ενός πολιτικού ρεύματος διεξόδου για τον στόχο αυτό. Ο πολίτης οφείλει κυρίως να ψηφίσει όταν έρθει η ώρα και η ώρα θα έρθει. Αυτή η γραμμή όμως είναι πιο πίσω από αυτό που χρειάζεται ο τόπος, ο λαός, η χώρα, αν θέλετε και ο ΣΥΡΙΖΑ. 
Το κόμμα χρειάζεται επειγόντως, σε όλα τα επίπεδα λειτουργία, διαδικασίες σαφείς στόχους και ρόλους κάθε επιπέδου, κάθε στελέχους, κάθε οργάνωσης μελών. Χρειάζεται σαφή πολιτική γραμμή και γείωση στην πραγματικότητα και την κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ των μελών, ο ΣΥΡΙΖΑ της μετάβασης, ο ΣΥΡΙΖΑ πρωταγωνιστής των εξελίξεων, ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίδα του λαού είναι τα μεγάλα ζητούμενα στα οποία όλοι μας πρέπει να συμβάλουμε.
Tagged : / / /