Μπήκαμε στην επόμενη μέρα.- Άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.270- 2/7/2015)

 

rrg

Τα μπρος – πίσω, το έλλειμμα στρατηγικού βάθους και το κάλεσμα του λαού στο «όχι»

Πώς φτάσαμε ως εδώ και τι μπορεί να σηματοδοτήσει ένα ηχηρό «όχι»

 

Η ταχύτητα των γεγονότων είναι ραγδαία και από τη στιγμή που αναγγέλθηκε από τον Α. Τσίπρα το δημοψήφισμα μπήκαμε σε νέα φάση της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, που θα σημαδέψει έντονα τις εξελίξεις.

 

Το σάλτο του δημοψηφίσματος…

Η χρεοκοπία του σίριαλ της διαπραγμάτευσης -αφού οι δανειστές εφάρμοσαν μέχρις εσχάτων τη στρατηγική και τακτική τους- το κενό πρότασης για την επόμενη μέρα και η ανικανότητα διακυβέρνησης όπως φάνηκε τους προηγούμενους μήνες, οδήγησε σε φυγή προς τα μπρος με την πρόταση για διενέργεια δημοψηφίσματος, ώστε να απορριφθούν από το λαό οι τροϊκανές προτάσεις.

Η πρωτοβουλία αυτή, ενταγμένη σε ένα επικοινωνιακό τρόπο άσκησης της πολιτικής και απογυμνωμένη από στοιχεία στρατηγικής πνοής που θα συγκροτούσε δυναμικά τον υπαρκτό ριζοσπαστισμό, λειτούργησε θετικά μόλις εξαγγέλθηκε, αποδείχθηκε όμως λαθεμένη καθώς πυροδοτεί όσα ζούμε τα τελευταία 24ωρα. Χωρίς στρατηγικό βάθος και χωρίς απάντηση για το τι θα γίνει την επόμενη μέρα, προσέφερε ένα ανέλπιστο δώρο στη μνημονιακή αντιπολίτευση και τα ξένα στηρίγματά της, να προσδώσουν στο «ναι» μια στρατηγική ματιά (μένουμε Ευρώπη, ευρώ και όχι δραχμή) που αποκτά μαζική στήριξη και απειλεί ευθέως με επικράτηση στο δημοψήφισμα αλλά και προώθηση της συστημικής παλινόρθωσης με ανοικτό τρόπο.

Δημοψήφισμα σε πέντε μέρες, χωρίς προετοιμασία και με έντονες ταλαντεύσεις και υπονομευτικές κινήσεις εκ των έσω, και κυρίως χωρίς σύνδεση με μια προοπτική –μέχρι την Τετάρτη ο στόχος ήταν να δυναμώσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην διαπραγμάτευση «με ελπίδα μια καλύτερη συμφωνία», την ίδια στιγμή που αποστέλλονταν επιστολές για αποδοχή των προτάσεων των σαδο-δανειστών- δεν δημιουργούσαν όρους μιας αναγκαίας μάχης.

Οι διαρκείς υπονομεύσεις υπόσκαπταν το ηθικό των υποστηρικτών του «όχι» και μόνο χάρη στην πρωτοβουλία και την αυτενέργεια των φτωχών λαϊκών στρωμάτων προωθήθηκε η περιορισμένη, ούτως ή άλλως, καμπάνια των 3-4 ημερών. Για άλλη μια φορά ο κόσμος βρέθηκε πιο μπροστά από μηχανισμούς και κόμματα.

 

Η αυτοπαγίδευση

Όταν δεν υπάρχει ενεργή συμμετοχή του κόσμου στην πολιτική διαδικασία, όταν συγκαλύπτονται διλήμματα και επιλογές και δεν λέγεται όλη η αλήθεια στο λαό, όταν το πολιτικό σύστημα με την ψευδαίσθηση εδραιωμένων συσχετισμών οργανώνει την ύπαρξή του έξω από τα «θέλω» του κόσμου, τότε συντελούνται βουβές μεταστροφές. Αυτό το λάθος στο οποίο υποπίπτουν δυνάμεις που παρασύρονται από τη λογική της εξουσίας, είναι δομικό, αν και σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα που βοά ότι υπάρχει οργανική κρίση του πολιτικού συστήματος και πως δεν μπορεί να υπάρξει σταθεροποίηση πάνω σε βάση μνημονιακών συνταγών. Μόνο στα τελευταία 5 χρόνια έχει επιβεβαιωθεί πως 44άρια ως ποσοστά, μετατρέπονται σε 4άρια και 4άρια, σε 37άρια. Η αίσθηση της κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ στον εσωτερικό πολιτικό στίβο αγνοούσε τις τάσεις και πιέσεις από ποικίλες δυνάμεις για «διαχείριση», «συνεννόηση», για «οικουμενικές λύσεις». Τις αντιμετώπιζε, μάλιστα, εύκολα διαχειρίσιμες και ξεκομμένες από την πίεση και τις μεθοδεύσεις των σαδο-δανειστών.

Το βαθύτερο πρόβλημα πολιτικής εκπροσώπησης (ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δεν εκπροσωπείται διά μέσου του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος και της λειτουργίας του) δεν αντιστοιχεί στην πολιτική ισορροπία που υπάρχει, ούτε και θα αναδειχθεί καθαρά από τις διαδικασίες του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος (αφού ως διαδικασία έχει πολλά αμφίσημα στοιχεία αλλά και πολυσήμαντες ερμηνείες (ιδιαίτερα αν οι διαφορές στα ποσοστά δεν είναι μεγάλες).

Αυτά τα ζητήματα μέσα από μια υπεροψία και μια αυτόκεντρη λογική τα αγνόησε ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να διανοηθεί τι μεταστροφές μπορεί να επιφέρει η αποτυχία της διαπραγμάτευσης (αφού διαλαλούσε ως σίγουρη την συμφωνία), η ανικανότητα διαχείρισης προβλημάτων, το κλείσιμο των τραπεζών, ο φόβος της ραγδαίας επιδείνωσης της κατάστασης.

Κυρίως, όμως, δεν στάθμισε ότι το δημοψήφισμα θα γινόταν τροφοδότης πολιτικών εξελίξεων σε βάρος της κυβέρνησης, στο βαθμό που έμοιαζε με πρόχειρη και βιαστική κίνηση εντυπώσεων, η οποία δεν συνδέθηκε με κάποιο όραμα (εκτός από την «καλύτερη συμφωνία»).

 

Η επόμενη μέρα έχει ξεκινήσει…

Η λήξη της διαπραγμάτευσης (κατά την διάρκεια της οποίας ο λαός γενικά ήταν χωρίς ενημέρωση) και η πρωτοβουλία δημοψηφίσματος, που αντικειμενικά έθεσαν την χώρα σε τροχιά αθέτησης πληρωμών και ρήξης με την ευρωκρατία, έχουν τραντάξει το πολιτικό και κοινωνικό στάτους της χώρας έλκοντας με σφοδρότητα σε ένα νέο τοπίο. Τοπίο αβεβαιότητας, χρεοκοπίας, τοπίο γοργών πολιτικών εξελίξεων. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων και η εκθετική τους ένταση οδηγεί στο να μην είναι μπορετό να σηκωθεί όλο αυτό το βάρος από το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Με τις τελευταίες εξελίξεις και την κλιμάκωση της κρίσης-υπονόμευσης, έχουν ήδη ανοίξει διεργασίες για την δημιουργία μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας-συνεργασίας» που θα κλείσει γρήγορα μια μνημονιακή συμφωνία και θα επιχειρήσει να διαχειριστεί την πολιτική κρίση. Η διεθνής απομόνωση της κυβέρνησης, οι αστοχίες σε εσωτερικό επίπεδο, η ταχύτατη συγκρότηση ενός μαζικού μετώπου της μνημονιακής αντιπολίτευσης (δώρο ανέλπιστο και προϊόν του σάλτου και των βουβών μετατοπίσεων, αλλά και προϊόν πολιτικών λαθών και χειρισμών) και ένα «όχι» που δεν συνδέεται με ελπιδοφόρα προοπτική-σχέδιο διεξόδου, θέτει τη χώρα στην τροχιά μεταβατικών σχημάτων «εθνικής ενότητας», που θα ορίσουν μια νέα εντελώς καινούργια, φάση.

Οι δανειστές έχουν κάθε λόγο να κλιμακώσουν τις απαιτήσεις τους, να σφίξουν το κλοιό, να θέσουν πιο επαχθείς όρους, να τιμωρήσουν. Να απαιτήσουν κυβερνητικά οικουμενικά σχήματα συμβατά με τα νέα μνημονιακά δεσμά που θα οδηγούν σε καθεστώς απίστευτα σκληρού ελέγχου και με υφαρπαγή της περιουσίας του καθενός μας με συνοπτικές διαδικασίες ξεπουλήματος της χώρας.

Η παράταξη του «ναι» τα ξεχνά, βέβαια, όλα αυτά «πουλώντας» στον κόσμο την ιδέα πως αν επικρατήσουν οι σαδο-δανειστές θα νοιαστούν για την προκοπή της χώρας.

Το «γαμώτο» είναι πως η μάχη στη οποία κλήθηκε ο λαϊκός ριζοσπαστισμός, υπονομεύεται για μια ακόμα φορά από τα Μέσα, ναρκοθετείται από σχεδιασμούς και ταλαντεύσεις, από έλλειψη επιτελείου και κέντρου αποφασισμένου, από έλλειψη στρατηγικής ματιάς. Η μη απάντηση στο ερώτημα «τι θα γίνει στις 6 Ιούλη» δρα καταλυτικά και αδρανοποιεί, επιτρέποντας στην παράταξη του «ναι» να κερδίζει ποσοστά. Η απάντηση ότι «θα φέρουμε μια καλή συμφωνία», δεν είναι πειστική όχι μόνο γιατί αυτή τη συμφωνία δεν τη φέραμε ώς τώρα αλλά και γιατί οι σαδο-δανειστές έχουν κι άλλα όπλα ενάντια σε έναν λαό που δεν είναι ενήμερος και προσανατολισμένος σωστά. Αλλιώς πρέπει να δίνονται οι μάχες για να είναι νικηφόρες και να «δένουν» αποτελέσματα.

Το κάλεσμα του λαού να πει «όχι» έπρεπε να συνοδεύεται από μια ριζική αλλαγή πορείας, από εμβάθυνση των δημοκρατικών προοδευτικών αναγεννητικών στοιχείων και στόχων μιας κυβέρνησης που με συναίσθηση του βάρους και της σημασίας του αγώνα, θα στηρίζονταν στο λαό, θα άκουγε το λαό, θα προωθούσε με συνέπεια τα «θέλω του». Ένας ευρύτατος ανασχηματισμός θα έπρεπε να συμβολίζει την αλλαγή πορείας, δίνοντας ζωή σε μια μορφή κυβέρνησης εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας. Ένας «ανασχηματισμός» υπέρβασης του υπάρχοντος σχήματος, μέσα από την εξαγωγή συμπερασμάτων αλλά και δραστικών αποφάσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης, στον αντίποδα των νόθων σχημάτων «εθνικής ενότητας» που κυοφορούνται.

 

Η σημασία της μάχης

Παρ’ όλα όσα ειπώθηκαν, ένα ηχηρό «όχι» διατηρεί τη σημασία του και σε μεγάλο μέρος επαφίεται στο σθένος, στο φιλότιμο, στο ριζοσπαστικό, αντιστασιακό χαρακτήρα μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού. Το «όχι» συγκροτεί και συγκρατεί μια μαγιά σε κατάσταση θέλησης και διάθεσης για μια νέα προοπτική. Το ηχηρό «όχι» αντιστέκεται στα αντιδραστικά σχέδια ματαίωσης και εξαΰλωσης των οραμάτων και πόθων, των καημών του λαού. Αποτελεί το υπόστρωμα της ελπίδας που μένει να συμπυκνωθεί σε ένα σχέδιο πολιτικής διεξόδου και να χειραφετηθεί από νόθες και επιφανειακές εκπροσωπήσεις. Η συμπύκνωση της πείρας 5 χρόνων αγώνων και προσπαθειών οφείλει να τροφοδοτήσει την προσπάθεια οικοδόμησης του λαού γύρω από μια πολιτική σωτηρίας, διεξόδου και αναγέννησης του λαού και της χώρας.

Το «όχι», αυτό το «όχι», δεν νιώθει πως το χωρίζουν πολλά από εκείνους που δεν θα ψηφίσουν καθόλου, είτε αυτούς που ενώ ανήκαν στον αντιμνημονιακό χώρο, θα ψηφίσουν «ναι». Ο διχασμός και η διάσπαση των λαϊκών δυνάμεων είναι ένα δώρο σε όσους απεργάζονται σχέδια υποταγής και λεηλασίας. Από την άποψη αυτή, τα όσα υποστηρίζει ο Μίκης Θεοδωράκης (δείτε και σελ. 11) στην πρόσφατη παρέμβασή του διατηρούν ακέραια την σημασία τους:

«Το πιο σπουδαίο, είναι τι θα γίνει την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος. Μετά την πλήρη, όπως ανέφερα και προηγουμένως, αποτυχία του συνόλου του πολιτικού μας κόσμου, που έχει οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα μιας εθνικής δοκιμασίας, μακάρι να υπήρχε τρόπος να σχηματιστεί μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» για να βγάλει τη χώρα από το σημερινό αδιέξοδο στο οποίο την έχουν οδηγήσει ηγέτες κατώτεροι των συνθηκών και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ο λαός και η χώρα κατά τις τελευταίες δεκαετίες και ιδιαίτερα κατά την εποχή των Μνημονίων.

Εφόσον όμως αυτό δεν είναι εφικτό, και πάλι το μόνο όπλο που μένει στον ελληνικό λαό είναι η ενότητα. Μόνο ενωμένοι σαν μια γροθιά μπορούμε να αγωνιστούμε να αντιμετωπίσουμε το καρκίνωμα που μας απειλεί ακόμα και με θάνατο. Ο ελληνικός λαός πρέπει να επιδείξει ψυχραιμία, ωριμότητα και υπευθυνότητα και να αναδειχθεί με κάθε νόμιμο τρόπο σε κυρίαρχο υπερασπιστή των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του».

 

http://www.e-dromos.gr/mphkame-sthn-epomenh-mera/

Tagged :

Ομιλία στο Resistance Festival 2015 – Ανοίγοντας δρόμους στον 21ο αιώνα

Ομιλία στο Resistance Festival 19/6/2015.

Πολιτική εκδήλωση με θέμα:

“Ανοίγοντας δρόμους στον 21ο αιώνα. Είναι εφικτός ένας μετακαπιταλιστικός κόσμος;”

Tagged : /

«Οι δανειστές δεν θέλουν να σωθεί η ελληνική οικονομία. Έρχονται δύσκολες μέρες» -03/07/2015 Συνέντευξη στον Δημήτρη Κατσαρό

Συνέντευξη στο Rizopoulos Post , για την εκπομπή  “Black Jack 21 ερωτήσεις” στον Δημήτρη Κατσαρό. Στον παρακάτω σύνδεσμο:

http://www.rizopoulospost.com/synenteuksh-sto-rp-tou-r-rinalnti-ypeuthynou-paragwgikhs-anasygkrothshs-syriza/

 

Tagged : / /

Η χώρα χρειάζεται ένα νέο πολιτικό σχέδιο διεξόδου, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.269, 27/6/2015)

Απαιτούνται πολιτικές τομές που θα δώσουν ζωή σε μια πραγματική κυβέρνηση σωτηρίας

Αυτές τις μέρες και ώρες μέσα από απίστευτους –αλλά κανονικά αναμενόμενους– εκβιασμούς της απολύτως υπαρκτής τρόικας, χρεοκοπεί με πάταγο η πολιτική που ακολούθησε η ελληνική πλευρά με συνέπεια να ακυρώνονται οι ελπίδες και οι προσδοκίες ενός ευρύτατου κοινωνικού και πολιτικού αντιμνημονιακού μπλοκ.

Η γραμμή της «έντιμης και αμοιβαία επωφελούς συμφωνίας» και η πολιτική της «διαπραγμάτευσης χωρίς εντάσεις» έχουν ανατιναχτεί. Το ίδιο και η επιμονή σε έναν φαντασιακό ευρωπαϊσμό τη στιγμή που το οικοδόμημα της Ε.Ε. τρίζει από όλες τις πλευρές και δημιουργείται ένας οικονομικός και πολιτικός ιστός υπό την γερμανική ηγεμονία, που υποτάσσει περιοχές και χώρες. Η ανακήρυξη κατά το δοκούν σε φίλους της χώρας, άλλοτε του ΔΝΤ, άλλοτε του Γιούνκερ, ακόμα και της Μέρκελ, οι αλλοπρόσαλλες και αναποτελεσματικές γεωπολιτικές δοκιμασίες και κυρίως το μη άνοιγμα κάποιου μετώπου στο εσωτερικό της χώρας, οδηγούν σε ανυπολόγιστη ζημιά. Αυτό που αποδέχτηκε μέχρι τώρα η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι η μνημονιακή εμβάθυνση, η μετατόπιση σε προτάσεις σκληρής λιτότητας και η αποδοχή του προκαθορισμένου πλαισίου παράδοσης της εθνικής κυριαρχίας, διανθισμένες με κάποιες δόσεις «κοινωνικής ευαισθησίας».

Η ολοσχερής απορρόφηση από τη διαδικασία της «διαπραγμάτευσης» και η έλλειψη στοιχειώδους σχεδιασμού σε κρίσιμους τομείς διακυβέρνησης, μαζί με την ακατανόητη τακτική πληρωμής όλων των δόσεων, στάσης πληρωμών του κράτους στο εσωτερικό και αφαίμαξης όλων των διαθεσίμων, οδηγούν στην κατάρρευση του κρατικού και διοικητικού μηχανισμού, ενώ οι τράπεζες παραμένουν «ζωντανές» χάρη στις καθημερινές ενέσεις του ELA.

Όλα αυτά καταγράφουν μια αποτυχία της ακολουθούμενης πολιτικής και κυρίως φέρνουν στην επιφάνεια μια τεράστια και εν πολλοίς αδικαιολόγητη πολιτική αδυναμία: Κυβέρνηση και πολιτική ηγεσία δεν εκτίμησαν σωστά την παγίδευση που είχε στήσει η ευρωκρατία και το ΔΝΤ, έτρεφαν αυταπάτες και ακολούθησαν μια αναποτελεσματική πολιτική.

Χρειάζονται ορισμένα βαθιά συμπεράσματα

Τι καταρρέει και χρεοκοπεί μπροστά στα μάτια μας; Χρεοκοπεί και καταρρέει η λογική των αυτόματων λύσεων. Δηλαδή, ψηφίζουμε και έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ και απλά λύνεται η κρίση στην χώρα, κάνουμε διαπραγμάτευση και πείθουμε τους δανειστές για το δίκιο μας, προωθούμε μια κεντροαριστεροποίηση και νομίζουμε ότι θα περάσουμε τους κάβους. Αυτή η λογική των αυτόματων λύσεων προσκρούει στους τοίχους των συσχετισμών και της πραγματικότητας. Δεν μπορούν να ξεχαστούν υποσχέσεις και δηλώσεις όπως: «με έναν νόμο και μία πράξη θα καταργήσουμε τα μνημόνια», «η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη γράφει μια νέα σελίδα στην ιστορία της Ευρώπης», «θα έχουμε συμφωνία σε… ένα-δύο 24ωρα, καθαρογράφεται και υπογράφεται», «αφού τα δώσαμε όλα γιατί δεν μας δίνουν συμφωνία;» κλπ. κλπ.

Παράλληλα, χρεοκοπούν και οι απλουστευτικές λογικές που ανάγουν τη λύση του προβλήματος σε μία και μόνη πλευρά του, όπως είναι το νόμισμα, αναπαράγοντας έναν ακόμη αυτοματισμό, σαν να υπάρχει μια εύκολη, ορατή λύση που απλά κάποιος δεν την επιλέγει.

Όπως καταρρέει με πάταγο η λογική της επιστροφής στην προτεραία κατάσταση, οι στηριγμένες σε ανύπαρκτα δεδομένα και χωρίς αντίκρισμα υποσχέσεις. (Σκεφτείτε σήμερα το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που λειτούργησε μεν προωθητικά για να κερδηθούν εκλογές, στηριζόταν όμως σε πήλινα ποδάρια – ΤΧΣ και ΕΣΠΑ). Καταρρέει ακόμη και η λογική του διεκδικητισμού, οι αυταπάτες κάθε κλάδου και φορέα ότι μπορεί κάτι να διασώσουν όταν όλη η χώρα βουλιάζει και χρεοκοπεί.

Από αυτά τα αποτελέσματα θα παραχθούν στάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές. Μια μεγάλη μερίδα κόσμου που ένιωσε ελπίδα ή πίστεψε στη λογική των αυτόματων λύσεων, θα απογοητευθεί και θα αποκαρδιωθεί. Ένα μικρότερο τμήμα που πίστευε στον αναγωγισμό της «λύσης», θα αναδιπλωθεί, θα συσπειρωθεί γύρω από τον εαυτό του καταγγέλλοντας αυτούς που το κορόιδεψαν και το πρόδωσαν.

Βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής και μάλιστα αποφασιστικής, που σημαδεύεται από τα εξής χαρακτηριστικά:

Πρώτο, τα πλεονεκτήματα που έδινε στον ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι βρέθηκε στη διακυβέρνηση εξανεμίζονται όσο αυτός ενδίδει στις μνημονιακές πολιτικές. Φτάνοντας στο παρά πέντε και με την πλάτη στον τοίχο, με ακινητοποιημένο τον λαϊκό παράγοντα (αμαρτία που κρατά από το 2012 μέχρι σήμερα), προκύπτει όχι μόνο το δίλημμα «κάκιστη συμφωνία ή καταστροφή» αλλά και υποχώρηση στο πολιτικό επίπεδο, στην κοινωνική διαθεσιμότητα, στο φρόνημα του λαού. Όλα αυτά χειροτερεύουν.

Δεύτερον, αντικειμενικά, η θέση της χώρας είναι αδυνατισμένη σε σχέση με την 25η Γενάρη. Οποιεσδήποτε προϋποθέσεις διεξόδου, έχουν να αναμετρηθούν με πιο δύσκολα και δυσεπίλυτα προβλήματα σε σχέση με 5 μήνες πριν. Αυτό αποτελεί μια από τις ευθύνες της κυβέρνησης και όχι απλά αποτέλεσμα των χειρισμών και μεθοδεύσεων των δανειστών.

Τρίτο, είτε με κάκιστη συμφωνία είτε χωρίς, οι συνθήκες της χώρας, της κοινωνίας, του λαού θα επιδεινωθούν ραγδαία.

Τέταρτο, είτε με συμφωνία, είτε χωρίς συμφωνία, αυτά που έρχονται δεν μπορεί να τα σηκώσει η όποια κυβέρνηση και ακόμα περισσότερο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τα ειδικά χαρακτηριστικά που έχει μέχρι τώρα.

Πέμπτο, όποια κυβέρνηση πολιτεύτηκε εφαρμόζοντας μνημόνια φθάρθηκε γρήγορα. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα αν υπάρξει συμφωνία και μάλιστα στο όνομα της Αριστεράς. Αν δεν υπάρξει, η Αριστερά ελλείψει προετοιμασίας κινδυνεύει να χρεωθεί μια χρεοκοπία που, μαζί με όσα θα ακολουθήσουν, θα σημαδέψει τη χώρα, το λαό και την κοινωνία.

Έκτο, η προσπάθεια πάση θυσία διατήρησης στην εξουσία και διάσωσης ενός κυβερνητικού σχήματος ως έχει, και μάλιστα με γενναία ανοίγματα προς κεντροαριστερές φόρμουλες και σε κεντροδεξιούς παράγοντες του φαύλου πολιτικού και οικονομικού συστήματος, δεν προεξοφλεί μακρά πλεύση. Δεν θέλει να δει καθαρά τους σχεδιασμούς που εξυφαίνονται σε όλα τα επιτελεία αυτές τις μέρες. Τι χρειάζεται λοιπόν να γίνει;

Ένα νέο σχέδιο πολιτικής διεξόδου για τη χώρα

Απορρίπτοντας όλες τις πρόχειρες και εύκολες λύσεις, είναι απαραίτητο να χαραχθεί άμεσα ένα σχέδιο πολιτικής διεξόδου της χώρας που ραχοκοκαλιά και κεντρική του ιδέα θα είναι η αναστήλωση και στήριξη του λαϊκού ριζοσπαστισμού που αναδείχθηκε δυναμικά τα προηγούμενα 5 χρόνια. Όποιος είναι καθηλωμένος στην επικοινωνιακή πολιτική και στον μνημονιακό βούρκο των «μονόδρομων» αδυνατεί να καταλάβει αυτή την ανάγκη.

Βάση στήριξης και κινητήρια δύναμη μιας άλλης πορείας, μιας πορείας που περιγράφεται από το σύνθημα «Η Ελλάδα μπορεί αλλιώς», οφείλει να στηρίζεται στον λαϊκό ριζοσπαστισμό, στις ανάγκες και τους πόθους του, στα αιτήματα που ανέδειξε και αναδεικνύει, ακόμα και στο ένστικτό του.

Το σχέδιο πολιτικής διεξόδου της χώρας πρέπει να υπογραμμίζει εξ αρχής τις απαιτήσεις για συνθετότερες και ουσιαστικότερες προτάσεις και λύσεις, τη ρήξη με τις «αυτόματες λύσεις» και τον πρωτογονισμό του «αναγωγισμού» όπως περιγράφηκε. Επίσης, δεν μπορεί να αφεθεί απλά να γίνει υπόθεση κάποιων κοινωνικών κινημάτων και αυθόρμητων κινήσεων. Το σχέδιο πολιτικής διεξόδου οφείλει να ενσωματώνει την πείρα των 5 τελευταίων χρόνων, τα συμπεράσματα από το πώς πολιτεύεται η αντίπαλη πλευρά, τα λάθη και τις αδυναμίες που υπήρξαν, τα στερεότυπα που πρέπει να ξεπεραστούν. Απαιτεί παράλληλα να δοθεί ώθηση στον ριζοσπαστισμό που χρειάζεται ανασυγκρότηση και πιο βαθιά πολιτικοποίηση.

Μα αυτά είναι ή μοιάζουν γενικά… Λάθος! Αυτά είναι που έλειψαν ολοσχερώς ή αντικαταστάθηκαν από έναν στείρο και πρόχειρο κυβερνητισμό φορτωμένο με αυταπάτες και δόσεις αλαζονείας που αυθόρμητα γεννά η εξουσία.

Το δεύτερο που θα φανεί σε κάποιους γενικό, είναι πως τα αιτήματα και οι γενικές ιδέες που αναδείχθηκαν από το λαϊκό κίνημα αλλά και ταυτόχρονα αγνοήθηκαν το τελευταίο διάστημα, οφείλουν να συμπυκνωθούν στο πολιτικό πρόβλημα. Το πολιτικό πρόβλημα που αποκρύβεται και διαστρέφεται αφορά το πολιτικό σύστημα. Ένα σύστημα που έμεινε ανέγγιχτο παρά τις θριαμβολογίες για «ιστορική νίκη» στις 25 Γενάρη. Το πολιτικό σύστημα δεν ταυτίζεται με την κυβέρνηση ή τη «δεδηλωμένη». Έχει πολλές άλλες πλευρές και η συστημική παλινόρθωση έρχεται μέσα από τη διαιώνισή του χωρίς καμιά τομή, αλλαγή, τροποποίηση. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα χρεώσει στην Αριστερά, ότι ενώ έφτασε στη διακυβέρνηση δεν έκανε καμιά αλλαγή στο πολιτικό σύστημα, εφάρμοσε νεοφιλελεύθερη πολιτική με ολίγη ευαισθησία, άφησε ανέγγιχτες τις βασικές του δομές. Το επιχείρημα ότι πήραμε εντολή να κάνουμε διαπραγμάτευση και να φέρουμε συμφωνία δεν στέκεται σοβαρά. Ο λαός έδωσε εντολή να γκρεμιστούν τα μνημόνια, να αλλάξει πορεία ο τόπος, να πάψει η χώρα να είναι αποικία χρέους.

Το πολιτικό πρόβλημα που επικεντρώνεται στο πολιτικό σύστημα, μας επιτρέπει να θέσουμε ξανά το ερώτημα: «Ποιος κυβερνά τον τόπο;». Η κυβέρνηση, το Μαξίμου, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ, η τρόικα, ο Σόιμπλε; Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Η διαπλοκή; Ποιος και πώς κατοχυρώνει την κυριαρχία της χώρας – ή αυτή εξανεμίζεται καθημερινά;

Και ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως χωρίς να ανακτηθεί η κυριαρχία σε πολιτικό επίπεδο είναι δυνατή μια διαφορετική πορεία; Όταν σου απαγορεύουν κάθε πρωτοβουλία -αφού έχεις υπογράψει οικειοθελώς πως θα αποφύγεις κάθε «μονομερή» ενέργεια- όταν σου υπαγορεύουν τελεσίγραφα και όρους που εν γένει αποδέχεσαι (ποιος θυμάται τις κόκκινες γραμμές;), τότε δεν έχεις κυριαρχία. Πολλώ δε μάλλον όταν υπογράφεις συνέχεια των προγραμμάτων που υπόκεινται στο αγγλικό δίκαιο και στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου του Λουξεμβούργου.

Το πολιτικό σύστημα που σήμερα υπάρχει δεν εκπροσωπεί το λαό. Το ζήτημα της πολιτικής εκπροσώπησης θα πάρει άμεσα εκρηκτικές διαστάσεις. Κόμματα που είχαν 44% έφτασαν στο 14% και τώρα είναι στο 4%. Το πολιτικό σύστημα δεν είναι σταθεροποιημένο και εύκολα μια αριστερή κυβέρνηση με τη στήριξη και διαβούλευση του λαού θα μπορούσε να κάνει τομές και αλλαγές. Η ολιγωρία που επιδείχθηκε στον τομέα αυτό είναι παροιμιώδης.

Κάπου στο 1833…

Συνεχίζει να υπάρχει τεράστιο έλλειμμα εκπροσώπησης, πολιτικής δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα. Στη λειτουργία και την κυριαρχία του κοινοβουλίου, στην κυβέρνηση, στην αυτοδιοίκηση. Ο λαός είναι θεατής, είναι απ’ έξω, κάτι που χρησιμοποιείται και ως άλλοθι για όσα γίνονται. Πέρα από το τεράστιο πρόβλημα δημοκρατίας υπάρχει ζήτημα αναδιάταξης όλου του πολιτικού σκηνικού, διάταξης δυνάμεων και συσχετισμών. Τούτες τις μέρες, αφού έχουμε υποστηρίξει πως η Ευρώπη χρειάζεται ένα νέο 1848, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα δυστυχώς είναι κάπου στο 1833. Όλες οι ηγεσίες των κομμάτων περιοδεύουν στην Ευρώπη και κάτι μαγειρεύουν (Σαμαράς, Γεννηματά, Θεοδωράκης, Καμμένος και φυσικά το επιτελείο της κυβέρνησης για τις διαπραγματεύσεις) και η χώρα περιμένει. Περιμένει ή μια κάκιστη συμφωνία ή τη χρεοκοπία…

Κάνοντας αρκετές αφαιρέσεις, αυτό που έπρεπε να γίνει τώρα θα ήταν να αποκτήσει η χώρα την κυριαρχία της, κινητοποιώντας τις οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές δυνάμεις σε ένα σχέδιο διεξόδου για την εθνική κοινωνική σωτηρία. Δεν είναι υπόθεση μιας κυβέρνησης ή ενός ποσοστού. Η Ελλάδα μπορεί. Να υπάρχει, να παράγει, να δημιουργεί, να έχει υπόσταση.

Θεωρητικά είναι αναγκαίος ένας ευρύτατος «ανασχηματισμός» που να δημιουργεί τις πολιτικές προϋποθέσεις να εφαρμοστεί ένα σχέδιο κοινωνικής και εθνικής σωτηρίας εδώ και τώρα. Να φύγει ό,τι άχρηστο υπάρχει σε κυβερνητικό και διοικητικό επίπεδο, να επιλεγούν άνθρωποι που θέλουν να προσφέρουν, δημοκρατικοί και ικανοί, ταγμένοι σε μια πορεία αναγέννησης της χώρας και του λαού και όχι μικροπαρέες που προέρχονται από την κομματοκρατία. Για να συνεννοηθούμε: Στη θέση του κ. Ταγματάρχη δεν υπήρχε κανείς άλλος που να μπορούσε να εγγυηθεί μια ποιοτική, ανταγωνιστική προς τα ιδιωτικά ΜΜΕ, δημόσια τηλεόραση; Μην τρελαθούμε τελείως. Για όλα τα πόστα υπάρχουν άτομα με αποδεδειγμένη πείρα, ήθος, ικανότητες. Δυόμισι χρόνια προετοιμασίας για τη διακυβέρνηση, τρεις-τέσσερις φορές έκανε το γύρο της Ελλάδας ο πρωθυπουργός και γνώρισε από κοντά το επιστημονικό και πνευματικό δυναμικό της χώρας και της διασποράς που θα μπορούσε να συγκροτήσει πολλές και άξιες «ομάδες διακυβέρνησης και διεξόδου της χώρας». Χρειάζεται με άλλα λόγια ένας «ανασχηματισμός» που θα έδινε ζωή σε μια πραγματική κυβέρνηση σωτηρίας. Μια τέτοια κίνηση θα έβρισκε άμεσα τη στήριξη του λαού και φυσικά θα σήμαινε μια μεγάλη αλλαγή στη σύνθεση του «Μαξίμου» και άλλων κρίσιμων τομέων.

Στο βαθμό που δεν υπάρξουν τέτοιες πολιτικές τομές, ο κοινωνικός και λαϊκός ριζοσπαστισμός πρέπει άμεσα να ανασυγκροτηθεί, να αποτελέσει ξανά το υποκείμενο –όχι όπως πριν– να αναβαθμιστεί σε πολιτική και οργανωτική βάση, να γίνει φορέας ενός σχεδίου πολιτικής διεξόδου.

http://www.e-dromos.gr/i-xora-xreiazetai-ena-neo-politiko-sxedio-dieksodou/

Tagged : /

16/6/2015-Συνέντευξη στο Δημοτικό Ρ/Σ Ιωαννίνων : “Θέλουν να επιβάλλουν, λύσεις, δεσμεύσεις που να είναι εξουθενωτικές για τη χώρα”

Συνέντευξη στο Δημοτικό Ραδιόφωνο Ιωαννίνων, στην εκπομπή του Γιώργου Γκόντζου “Ό,τι πεις εσύ”. Στον παρακάτω σύνδεσμο:

16/6/2015 – Δημοτικό Ραδιόφωνο Ιωαννίνων

Tagged : / /

Πολιτική συζήτηση με τον Ρ. Ρινάλντι – Κυριακή 14 Ιουνίου

Εκδήλωση

Πολιτική συζήτηση διοργανώνει η Λέσχη “Δρόμοι Φιλίας και Πολιτισμού” την Κυριακή 14 Ιουνίου στις 8.00 το βράδυ με θέμα:

“Πού βρισκόμαστε; Πού πάμε; Πώς πάμε;”

Συντονίζει ο Στέλιος Ελληνιάδης.

Η Λέσχη βρίσκεται στην πλατεία Βικτωρίας (Φερών 3)

Δήλωση Ρούντι Ρινάλντι για την υπόθεση Παναρίτη

Η αγανάκτηση που δημιουργήθηκε πρώτα απ’ όλα στην κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ για την υπόθεση Παναρίτη είναι δίκαιη. Η συγκεκριμένη περίπτωση προστίθεται στη μακρά αλυσίδα αντίστοιχων επιλογών.

Ας αναλογιστούμε λοιπόν τι σηματοδοτεί για το ΣΥΡΙΖΑ και την επιταχυνόμενη πορεία μετάλλαξής του.

Ας αναλογιστούμε επίσης το τι επιχειρεί να συγκαλύψει και να διευκολύνει η κομματική πειθαρχία που θέλουν να επιβάλλουν.

Ωστόσο, επειδή ακριβώς η απήχηση του γεγονότος έχει πάρει μαζικές διαστάσεις, αναπτύσσεται σωρεία αλληλοβαλλόμενων πρακτικών, με ιδιοτελή κίνητρα, που λειτουργεί συσκοτιστικά. Έτσι θα έπρεπε κανείς να επισημάνει:

1. Η επιλογή Παναρίτη ήταν συλλογική από τον ηγετικό κύκλο του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ντόρος που δημιουργήθηκε έδωσε την ευκαιρία σε αυτόν τον κύκλο για υποκριτικούς διαχωρισμούς, υπαναχωρήσεις κ.α. ώστε να απαλλαγούν κάποιοι από το κόστος και να το χρεωθούν κάποιοι άλλοι.

2. Οι ασύνδετες επιφανειακές κριτικές για το συμβάν βοηθούν να εκτονωθεί, εν όψει της συμφωνίας με την τρόικα, ένα φορτίο διαμαρτυρίας που δε συσσωρεύτηκε μόνο από την επιλογή Παναρίτη, αλλά από την γενική πορεία της κυβέρνησης.

3. Η μπουκαπόρτα για την είσοδο κάθε είδους Παναρίτη στο ΣΥΡΙΖΑ έχει ανοίξει προ πολλού και δεν θα κλείσει με αποσπασματικές ενέργειες. Ας αποτελέσει αφετηρία για αποπαθητικοποίηση, για αλλαγή της ευρύτερης πολιτικής στάσης και συμπεριφοράς, τουλάχιστον αυτών που επιθυμούν μια άλλη πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και της χώρας.

Ρούντι Ρινάλντι, μέλος της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ
31/5/2015

Tagged : /

“Να σταματήσει η παγίδευση” – 25/05/2015, συνέντευξη στον ρ/σ Παραπολιτικά (ηχητικό)

Συνέντευξη με τον Ρούντι Ρινάλντι για τις πολιτικές εξελίξεις, στον Σεραφείμ Κοτρώτσο και την εκπομπή «Σκληρό Ροκ» στο ραδιοσταθμό Παραπολιτικά 90.1 τη Δευτέρα 25 Μαΐου.

 

Τοποθέτηση στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ (24/5/15)

Η γενική μου άποψη είναι γνωστή από τη δήλωση που μοιράστηκε και συνυπογράφω. Θα περιοριστώ, λοιπόν, σε τρεις παρατηρήσεις.

Παρατήρηση πρώτη

Γιατί τόση επιμονή στην συμφωνία της 20ης Φλεβάρη;

Σας θυμίζω ότι ο σ. Τσακαλώτος θεωρεί λάθος που τότε δεν εξασφαλίσαμε χρηματοδότηση και ο σ. Τσίπρας δήλωσε ότι τότε παραπλανηθήκαμε.

Η απάντηση είναι ότι υπάρχει επιμονή επειδή η συνέχεια, η νέα συμφωνία που ετοιμάζεται, θα είναι ανάλογη.

Υποστηρίζεται ότι η συμφωνία της 20/2 μας άφηνε τάχα περιθώρια άσκησης της αριστερής πολιτικής μας, ενώ στην πραγματικότητα κινούνταν πλήρως σε μνημονιακές κατευθύνσεις. Μας έδενε χειροπόδαρα.

Τώρα υποστηρίζεται ότι στα «4 χρόνια παρά 4 μήνες» που μένουν για να κυβερνήσουμε, αφού περάσουμε τον ΚΑΒΟ της νέας συμφωνίας, θα μπορούμε να υλοποιούμε το φιλολαϊκό πρόγραμμα, που πάει σε βάθος τετραετίας.

Στην ουσία με τις συμφωνίες αυτές συντελείται μια μνημονιακή εμβάθυνση και αυτή είναι η ουσία.

Η νέα συμφωνία θα παρουσιαστεί περίπου ως επιτυχία.

Αλλά στην πραγματικότητα θα έχει αυξήσεις του ΦΠΑ, ιδιωτικοποιήσεις, διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, κανένα αφορολόγητο στα 12.000 ευρώ, παράδοση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων κλπ.

Ενώ οι συντάξεις θα ακουμπιστούν λίγο και ο κατώτατος θα μετατεθεί για πολύ αργότερα.

Παρατήρηση δεύτερη

Γίνεται αναφορά στην στήριξη που έχει η κυβέρνηση. Αυτό είναι σωστό και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στον πλήρη εξευτελισμό των μνημονιακών κομμάτων στην συνείδηση του λαού. Συνήθως όμως μετριούνται ποσοστά και όχι διεργασίες που συντελούνται. Με την ασκούμενη πολιτική θα έρθουμε σε σύγκρουση με μια πλατιά κοινωνική βάση και όχι μόνο ή αποκλειστικά με τις ολιγαρχικές ελίτ.

Με την ΠΝΠ ήρθαμε σε σύγκρουση όχι μόνο με εκπροσώπους της Δεξιάς στην αυτοδιοίκηση, αλλά με κοινωνικούς φορείς και σωματεία.

Στο Λιμάνι με την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ ερχόμαστε σε σύγκρουση με ό,τι προοδευτικό στο λιμάνι και με τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ.

Στην περίπτωση των αεροδρομίων ερχόμαστε σε σύγκρουση με κινήματα και ακτιβιστές που έδωσαν αγώνες για να μην ιδιωτικοποιηθούν.

Στην υγεία με την εσωτερική στάση πληρωμών θα έχουμε δίκαιες κινητοποιήσεις.

Σε λίγο θα προστεθεί και ο απογοητευμένος συριζόκοσμος.

Υπάρχουν όμως και άλλα ζητήματα της ασκούμενης πολιτικής, όπως η ανακοίνωση του υπουργείου εξωτερικών για τα 25 χρόνια ελληνοϊσραηλινών σχέσεων και η δήλωση του υπουργού Άμυνας για νέα αμερικάνικη βάση στην Κάρπαθο. Και αυτά είναι εκτός κυβερνητικού συντονισμού;

Η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού. Για την Αριστερά η πολιτική αποσκοπεί στην επίτευξη μεγάλων στόχων μέσω της κινητοποίησης του λαϊκού παράγοντα και με την ενεργό συμμετοχή του. Θα λογοδοτήσουμε στην Ιστορία και θα πρέπει να απαντήσουμε αν το μόνο δυνατό να γίνει στην Ελλάδα ήταν η εκλογή του Προκόπη Παυλόπουλου και η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη.

Υποστηρίζω ότι υπήρχαν και υπάρχουν άλλες δυνατότητες από την τήρηση και τον σεβασμό των ευρωπαϊκών συνθηκών και των συμμαχικών υποχρεώσεων.

Δεν μπορεί όλη η πολιτική μας να εξαντλείται στα «χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα».

Τέλος, άλλο πράγμα η Αριστερά (προωθητικές ιδέες, κινήματα, συλλογική δράση, δεσμοί με το λαό) και άλλο η κυβέρνηση. Δεν ταυτίζονται αυτά τα δύο, δεν υποκαθιστά το ένα το άλλο. Και όλα κρίνονται.

Παρατήρηση τρίτη

Πολλά ακούγονται για Μπρεστ-Λιτόφσκ, για Λένιν και λενινισμό, για Ρίτσο και άλλα τέτοια για να δικαιολογηθούν οι υποχωρήσεις μας. Θα αναφερθώ σε ένα άλλο πρόσωπο, τον Ρομάνο Πρόντι για το πως εξηγούσε την ήττα των κεντροαριστερών κυβερνήσεων στις αρχές του 2000 σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Έλεγε λοιπόν το 2009: «Η κεντροαριστερά ηττήθηκε στις περισσότερες χώρες ακριβώς στη διάρκεια μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης. Η αιτία της ήττας αυτής της μεγάλης φάσης πρέπει να εντοπιστεί στο γεγονός ότι οι κυβερνήσεις περιορίζονταν στο να μιμούνται τις πολιτικές των συντηρητικών, υιοθετώντας τα περιεχόμενά τους και συνοδεύοντάς τα με μια νέα γλώσσα». Κινδυνεύουμε να πάθουμε το ίδιο αν εγκλωβιστούμε στην εφαρμογή μνημονιακών συνταγών.

Αντί για επιστροφές στο μακρινό παρελθόν, θα ανέφερα έναν σύγχρονο μεταρρυθμιστή, τον Ρομπέρτο Ουνγκέρ, Βραζιλιάνο πρώην σύμβουλο του προέδρου Λούλα. Κυκλοφορεί στα ελληνικά ένα ενδιαφέρον βιβλίο του «Τι πρέπει να προτείνει η Αριστερά». Επιμένει στην ανάγκη «προγραμματικών καινοτόμων εναλλακτικών δράσεων» ώστε να αντιμετωπιστούν βασικά προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Ιδιαίτερα μέσα από την δημιουργία νέων θεσμών και καινοτόμων ιδεών.

Επιμένει δε στην «ανάγκη χάραξης ενός αχορταγράφητου λίγο–πολύ δρόμου για την οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πλουραλισμό στο πλαίσιο μιας πρακτικής οργάνωσης της κοινωνικής αλληλεγγύης και της εμβάθυνσης της πολιτικής δημοκρατίας».

Εμείς, καθηλωμένοι και αμήχανοι, δείχνουμε τρομερή ατολμία και έλλειψη ιδεών.

Η κεντροαριστερή φόρμουλα και η αναζητούμενη σωτηρία της χώρας (φ.262, 9/5/2015)

7_POREIA-650x250

Ποια συμπεράσματα προκύπτουν από τη μέχρι τώρα πορεία

Τόσο τα μηνύματα για την προωθούμενη συμφωνία με τους τροϊκανούς ή «θεσμούς», όσο και οι διαγραφόμενες προοπτικές της οικονομίας και της κοινωνίας, δεν προσφέρονται για συναισθήματα αισιοδοξίας. Αντίθετα, το ξεθώριασμα των «κόκκινων γραμμών», η αποδοχή της «αξιολόγησης» (δηλαδή του Mνημονίου), οι διαρκείς υποχωρήσεις από τις προγραμματικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις, η ευθυγράμμιση στις ευρωατλαντικές συντεταγμένες, η εκτεταμένη χρησιμοποίηση στον κρατικό, κυβερνητικό και διοικητικό μηχανισμό στελεχών του ΠΑΣΟΚισμού, του «σημιτισμού», ακόμα και ανθρώπων που υπηρέτησαν το μνημονιακό καθεστώς, οδηγούν σε πικρά συμπεράσματα για την πορεία που ακολουθείται. Εκτός αν κανείς αφαιρέσει τελείως τις δυνατότητες αλλά και την ελπίδα για μια διέξοδο της χώρας από το δανειακό καθεστώς και τη διαχειριστική υποτέλεια.

Μέσα από την πορεία αυτή, ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις -κοινώς τα λόγια- οι πράξεις και οι πρακτικές, η διαχείριση και η διακυβέρνηση, οδηγούν σε μια κεντροαριστερή ανασύσταση του πολιτικού πεδίου και -διά μέσω αυτού- σε μια ευρύτατη συστημική παλινόρθωση.

Η κεντροαριστερή φόρμουλα

Η επιβολή των μνημονίων τραυμάτισε βαθύτατα όλα τα πολιτικά κόμματα που τα υπηρέτησαν και βεβαίως τίναξε στον αέρα το δικομματικό σύστημα. Οι τριγμοί ήταν μεγάλοι και έδειξαν -σε όσους μπορούν να το δουν- πως για να περάσουν αυτές οι πολιτικές και να ανασυσταθεί το πολιτικό πεδίο σε συστημικά πλαίσια, χρειάζεται μια ευρύτατη κεντροαριστερή φόρμουλα. Βασικός πυρήνας αυτής της φόρμουλας είναι η αποδοχή ενός οικονομικού μοντέλου, που σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι νεοφιλελεύθερο, με κάποιες μικρές δόσεις «κοινωνικής ευαισθησίας», όσες μπορεί να επιτρέψει βέβαια το μοντέλο αυτό. Η «κοινωνική ευαισθησία» αφορά από τη μια μεριά την είσπραξη σε εκλογικό επίπεδο της φθοράς των καθαρόαιμων νεοφιλελεύθερων μνημονιακών κομμάτων. Από την άλλη, τον χειρισμό του θυμού, της δυσαρέσκειας και του ριζοσπαστισμού, ώστε να μη διοχετευθούν σε άλλα κανάλια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν όρισε τον εαυτό του απέναντι σε μια τέτοια φόρμουλα. Σε παλιότερες εποχές (2004, 2007) έκανε κριτική στην κεντροαριστερή πρόταση και τον κυβερνητισμό, γιατί ήταν ακόμη νωπές οι αποτυχίες της συμμετοχής της ευρωπαϊκής Αριστεράς σε κυβερνητικά σχήματα. Από το 2012, και πιο ειδικά μετά τις Ευρωεκλογές, ο λόγος του προσομοιώθηκε στο δίπολο «συμβιβασμός-διαπραγμάτευση» που έγινε κυρίαρχο, διευκολύνοντας την κεντροαριστεροποίηση του πολιτικού πεδίου. Σιγά-σιγά το αιτούμενο έπαψε να είναι η σωτηρία της χώρας μέσα από τη ρήξη με το πολιτικό σύστημα και το βάθεμα των στόχων του αντιμνημονιακού κινήματος, και επελέγη ο «έντιμος συμβιβασμός» με τους «εταίρους» και η παρατεταμένη διαπραγμάτευση. Η πορεία έδειξε ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί σε περαιτέρω οπισθοχωρήσεις, καθώς οι δανειστές εμμένουν πεισματικά να αρνούνται την ιδέα του συμβιβασμού. Παράλληλα, όμως, ανοίγει ο δρόμος της κεντροαριστεροποίησης του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, όσο προχωρά σε διαδοχικές υποχωρήσεις, διαχείριση και «φτιασίδωμα του υπάρχοντος», με γενναία μάλιστα ανοίγματα προς το παλιό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.

Η κοινωνική συνείδηση γαλβανίζεται στην ιδέα του «συμβιβασμού» ως μοναδικής προοπτικής και έτσι ανοίγεται ο δρόμος για καταλυτικές συστημικές ευθυγραμμίσεις. Η επιδεικνυόμενη κοινωνική ευαισθησία δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει τις οπισθοχωρήσεις που συντελούνται – ακόμα κι αν αυτές δεν συνειδητοποιούνται (αφού ο χρόνος και η πυκνότητα των γεγονότων έχουν πάρει άλλες διαστάσεις από τις συνηθισμένες).

Η κεντροαριστερή φόρμουλα δεν έχει χώρο και ρόλο για τον λαϊκό παράγοντα, για τη λαϊκή κινητοποίηση. Δεν νοιάζεται για αυτόν, τον θέλει απλά ως ψηφοφόρο και τον παθητικοποιεί μέσω της ανάθεσης.

Έχει πολλούς παίκτες

Αν το πέρασμα των πιο αντιλαϊκών συνταγών διευκολύνεται περισσότερο από κεντροαριστερά παρά από ακραία νεοφιλελεύθερες-μνημονιακά πρότυπα διαχείρισης, αυτό το έχουν αντιληφθεί πολλοί και διάφοροι παίκτες που θα πολιτευτούν και θα παίξουν στην κεντροαριστερή όχθη.

Έτσι, πλήθος παραγόντων του χθεσινού πασοκισμού βλέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως μεταβατική στέγη, χρήζονται σε διάφορα κρίσιμα πόστα (τράπεζες, οικονομία, Δικαιοσύνη, εξωτερική πολιτική κ.λπ.) όχι γιατί έχουν προσχωρήσει σε μια ριζοσπαστική πολιτική, αλλά γιατί «πιάνουν» στον αέρα την κεντροαριστερή πρόκληση-ευκαιρία. Επίσης, μεγάλο τμήμα τεχνοκρατών, πρώην πολιτευτών και άλλων που διετέλεσαν σε διάφορες θέσεις του διοικητικού και πολιτικού μηχανισμού συνωστίζονται σε αυτή την «όχθη», καταλαβαίνοντας ότι τη στιγμή που όλα ρευστοποιούνται, μπορεί να υπάρχει θέση και γι’ αυτούς. Ακόμα, μικροί σχηματισμοί, όπως το κόμμα του ΓΑΠ ή παράγοντες που συνδέονται με αυτούς, πλασάρονται, έρχονται σε επαφή, προσδοκούν σε μια νέα εμπλοκή τους. Τέλος, το κόμμα του κ. Θεοδωράκη, το Ποτάμι, με ισχυρές πλάτες στον κεντροαριστερό χώρο, έχοντας στις τάξεις του πλήθος σημιτικών και δημαριτών προβάλλει ως σοβαρός παίκτης στο κεντροαριστερό ταμπλό.

Όλοι αυτοί, ξέροντας ότι τον πρώτο ρόλο στο χώρο τον έχει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας, πιέζουν για πιο ανοικτά κεντροαριστερά σχήματα. Ο Στ. Θεοδωράκης το είπε καθαρά: «Πρωθυπουργό έχουμε, δεν έχουμε κυβέρνηση», ενώ δεν παραλείπει κάθε στιγμή να δείχνει την προθυμία του να στηρίξει ακόμα και νέα κυβερνητικά σχήματα (που θα τον συμπεριλαμβάνουν).

Επομένως, μπορούμε να πούμε μεταφορικά πως σχηματίζεται μια κεντροαριστερή γαβάθα, εντός της οποίας συντελούνται διεργασίες, συνεργασίες, διαμάχες και μηχανορραφίες γύρω από την πολιτική και οικονομική εξουσία. Κι όλα αυτά σε συνάρτηση με κινήσεις και απαιτήσεις του ντόπιου οικονομικού κατεστημένου αλλά και του διεθνικού παράγοντα, ιδιαίτερα των «δανειστών».

Τα όρια και το πραγματικό πρόβλημα

Εντός της κεντροαριστερής ανασύστασης και της ολοκλήρωσής της, από την στιγμή δηλαδή που αποσπά τη διακυβέρνηση, δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως το κέρδισμα χρόνου είναι το κύριο και το βασικό κι ας γίνεται με οποιοδήποτε τίμημα ή υποχώρηση.

Μέσα σε αυτήν την ψευδαίσθηση, και με την έλλειψη κάποιου άλλου στρατηγικού σχεδίου ή οράματος, ξεχνιέται πως τα περιθώρια «κοινωνικής ευαισθησίας» και καλών σχέσεων με τις υποτελείς τάξεις και στρώματα είναι ελάχιστα όταν εφαρμόζεται η μνημονιακή πολιτική. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει το ερώτημα: Γιατί αυτή τη φορά δεν θα επαναληφθεί ο «νόμος», δηλαδή η γρήγορη, απότομη φθορά σε κυβερνητικό επίπεδο όποιας δύναμης επιμένει στη διαιώνιση των μνημονιακών συνταγών; Ο ΓΑΠ από 44% μέσα σε δύο χρόνια… απολύθηκε, ο Σαμαράς περίπου το ίδιο.

Όσο κι αν κεντροαριστεροποιείται το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, οι «δανειστές» έχουν κάθε λόγο να τον πιέζουν μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Πρώτον, γιατί διαισθάνονται ότι το πολύ το «κυριε-ελέησον», δηλαδή η συνεχής επίκληση του συμβιβασμού, θα οδηγήσει σε περαιτέρω οπισθοχωρήσεις, άρα και στη συνολική επιβολή της πολιτικής τους. Δεύτερον, γιατί αν δεν αισθάνονταν σίγουροι ούτε καν με λύσεις σαν τον ΓΑΠ ή τον Σαμαρά, πόσο μάλλον δεν θα αποδέχονταν μια μακροημέρευση της διακυβέρνησης υπό τον Αλ. Τσίπρα. Τρίτον, θα συνεχίσουν να πιέζουν θέτοντας διαρκώς και το πολιτικό ζήτημα μιας διακυβέρνησης «οικουμενικής» και τεχνοκρατικής.

Άρα, αν υποθέσουμε πως είναι αναγκαστικές οι επιλογές του συμβιβασμού («τι άλλο να κάναμε», «δεν είχαμε άλλη επιλογή» κ.λπ.) και του ανοίγματος του δρόμου για την κεντροαριστεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτός ο δρόμος για τις βαθιές συστημικές δυνάμεις αποτελεί προσωρινό ενδιάμεσο για την επιβολή μιας βαθιάς συστημικής παλινόρθωσης. Έτσι, η μετάλλαξη του εγχειρήματος προς μια εκδοχή κεντροαριστερού οργανισμού δεν διασφαλίζει παρά εντελώς πρόσκαιρα και προσωρινά τις ηγεσίες που την βλέπουν ως μια κάποια λύση. Η λογική των πραγμάτων οδηγεί σε μια ανοικτά συστημική ευρωπαϊκή κεντροαριστερή εκδοχή στυλ Ποταμιού-ΓΑΠ-ΠΑΣΟΚ.

Ορισμένοι ίσως θεωρήσουν πρόωρες αυτές τις σκέψεις. Το πραγματικό ερώτημα είναι πόσο μακριά βρισκόμαστε από τέτοιες εξελίξεις. Ακόμα πιο ουσιώδες ερώτημα είναι το πόσο πιο κοντά στη σωτηρία της χώρας βρισκόμαστε 100 μέρες μετά τις εκλογές του Γενάρη ή από την άλλη, πόσο πιο κοντά σε μια νέα μνημονιακή άβυσσο; Πόσο κοντύτερα σε αυτήν μας φέρνει η κεντροαριστερή επιλογή και ο διαρκής συμβιβασμός με δηλωμένους εχθρούς;

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως εγχείρημα ελπίδας και διεξόδου, θα μπορούσε να έχει άλλη πορεία, να κάνει επιλογές που να εμπεριέχουν τόλμη και εμπιστοσύνη στα αιτήματα και τους καημούς της ελληνικής κοινωνίας στις καλύτερες στιγμές της. Ανοίγοντας όλα τα θέματα που αγκαλιάζει η καθολική κρίση, εφευρίσκοντας, στην κυριολεξία, νέες λύσεις μέσω της συμμετοχής της κοινωνίας και μέσα από αντιπαράθεση με το παλιό μνημονιακό και μεταπρατικό κατεστημένο, μέσα από την κινητοποίηση του παραγωγικού και πνευματικού δυναμικού, θα άνοιγαν δρόμοι ελπιδοφόρας μετάβασης. Αυτή η ιστορική δυνατότητα πρέπει να υπηρετηθεί. Ως πρόταση, δυνατότητα και ευκαιρία έχει διατυπωθεί με σαφήνεια από την εποχή των πλατειών, από τις οποίες απέχουμε μόλις 4 χρόνια.

http://www.e-dromos.gr/h-kentroaristerh-formoula-kai-h-anazhtoumenh-sothria-ths-xoras/

Tagged :