Η ασφυξία μεταφέρεται στο πολιτικό πεδίο (φ.261, 2/5/2015)

10988915_834898476570486_6468771688854427600_n

Ο εγκλωβισμός στο σίριαλ των διαπραγματεύσεων –όπου και εκεί χρειάζονται διαφορετικοί χειρισμοί– αφαιρεί τη δυνατότητα για ανατρεπτικές πολιτικές πρωτοβουλίες

Τη στιγμή που όλα τα σημάδια δείχνουν πως οι «δανειστές» (αυτοί που έχουν ρημάξει τη χώρα μας και την έχουν μετατρέψει σε αποικία χρέους) θέλουν να μας εξουθενώσουν, οδηγώντας μας σε οικονομική ασφυξία, εμείς επιμένουμε στην αναμονή ενός «καλού σεναρίου». Μια συμφωνία δηλαδή στα όρια «κόκκινων γραμμών» και «λαϊκής εντολής». Όμως ο σχεδιασμός και η στρατηγική των «δανειστών» δεν εξαντλούνται στην οικονομική σφαίρα, περιλαμβάνουν και την πολιτική σκηνή και οι πιέσεις έχουν αρχίσει ήδη να εντείνονται και σε αυτό το πεδίο.

Με την απαίτηση να συγκεντρώνονται τα χρήματα των Οργανισμών στην Τράπεζα της Ελλάδας, με το μαρτύριο της σταγόνας για δόσεις που εξακολουθεί να πληρώνει κανονικά η χώρα προς τους «δανειστές» και με την αγωνία να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προσφύγει σε μια δεύτερη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, ερχόμενη σε ρήξη όχι με τους εκπροσώπους των «δανειστών», τη λεγόμενη «5η φάλαγγα», αλλά με φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Οργανισμών, ΑΕΙ και άλλων φορέων που δεν μπορούν συλλήβδην να χαρακτηριστούν ως εχθροί σε διατεταγμένη υπηρεσία.

Όμως ακόμα πιο ανησυχητικό ήταν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας όπου η απόφαση πάρθηκε από μια απομονωμένη κυβέρνηση στο Κοινοβούλιο –όλοι οι υπόλοιποι ψήφισαν κατά– και με 156 ψήφους, που σαν αριθμός αποτελεί απειλητική προειδοποίηση για τη δυνατότητα να περάσουν όσα θα ακολουθήσουν στις επόμενες φάσεις. Όλα αυτά σηματοδοτούν μια καμπή στην πολιτική ζωή.

Με φόντο λοιπόν την επιβαλλόμενη οικονομική ασφυξία και μια σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση – εγκλωβισμό στη μακρόσυρτη διαδικασία διαπραγμάτευσης, όπου οι «δανειστές» παίζουν σαν τη γάτα με το ποντίκι, περνάμε στην πολιτική σφαίρα όπου οι πιέσεις παίρνουν πια χαρακτήρα πιο δομικό και αποκαλυπτικό.

Η απομάκρυνση του Γ. Βαρουφάκη από τη θέση βασικού πρωταγωνιστή της διαπραγματευτικής ομάδας, ήταν πολιτικός όρος που τέθηκε εδώ και καιρό από τους «δανειστές» και τώρα έγινε αποδεκτός, ως δείγμα καλής θέλησης για να επιτευχθεί μια «έντιμη συμφωνία με παραχωρήσεις».

Δηλωμένη είναι άλλωστε η πίεση που ασκείται στον Αλ. Τσίπρα «να πάρει το παιχνίδι πάνω του», να απαλλαγεί από τα βάρη που δημιουργούν μέσα στο κόμμα και στην κυβέρνηση, πολιτικές δεσμεύσεις που φέρνει ως παρακαταθήκη ο ριζοσπαστισμός και οι αγώνες της 5ετίας που πέρασε. Πλήθος ρεπορτάζ και δημοσιευμάτων, διεθνών και ελλαδικών, κατονομάζουν εκπροσώπους, τάσεις, καταστάσεις, βουλευτές (από την πρόεδρο της Βουλής μέχρι βουλευτές και κομματικά στελέχη), σαν «αναχρονιστικά στοιχεία». Το μήνυμα είναι σαφές: Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κεντροαριστεροποιηθεί εντελώς στην υπόστασή του, σαν κόμμα αλλά και σαν βασική κυβερνητική δύναμη απορροφώντας μεγάλο μέρος του παλαιού κρατικού και διοικητικού μηχανισμού και σημαντικό μέρος του ΠΑΣΟΚικού χώρου.

Για όποιον δεν θέλει να δει αυτή τη μετακύλιση της ασφυξίας στο πολιτικό πεδίο, ας αναφέρουμε ένα ακόμη δεδομένο: Τρεις μόλις μήνες μετά τις εκλογές και τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, και παρόλο που ακόμα υπάρχει ισχυρή στήριξη από τα λαϊκά στρώματα, γίνεται λόγος για προσφυγή σε εκλογές ή σε δημοψήφισμα. Και μόνο η συζήτηση γύρω από αυτά (σημειωτέον, διαρρέουν πλείστες διαφορετικές γνώμες για το ποια στελέχη είναι υπέρ των εκλογών, ποια υπέρ του δημοψηφίσματος) πιστοποιεί ότι υπάρχει πολιτικό πρόβλημα. Δείχνει ότι ασκούνται μεγάλες πολιτικές πιέσεις και ότι οι επιλογές που θα γίνουν (π.χ. συμφωνία-πλαίσιο που θα αποτελεί συνέχεια ή θα είναι ένα τρίτο μνημόνιο τον Ιούνη) θα προκαλέσουν πολιτική αναταραχή και χρειάζονται χειρισμοί, μεθοδεύσεις ή ακόμα και προσφυγή σε εκλογικές διαδικασίες.

Αυτοί οι «πονοκέφαλοι» απασχολούν έντονα τα επιτελεία και γύρω από αυτά αγωνιούν μεγάλα τμήματα του λαού της Αριστεράς. Το βέβαιο είναι ότι οι «δανειστές» θα πιέσουν ανοικτά κι άλλο στο πολιτικό επίπεδο: το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν είναι ευπρόσδεκτο, θα ζητήσουν αλλαγή της «χημείας», ακόμα και της σύνθεσης του κυβερνητικού σχήματος. Οι ΑΝΕΛ είναι ανεπιθύμητοι από τους ευρωκράτες ενώ το Ποτάμι μοιάζει ως καλός ανταγωνιστής αφού ο αρχηγός του κατέχει το επικοινωνιακό παιχνίδι, έχει στήριξη από τους εγχώριους ολιγάρχες και δεν είναι φορτωμένος με μνημονιακά βάρη. Στο Ποτάμι στεγάζονται ήδη στρατιές σημιτανθρώπων και ΔΗΜΑΡιτών που με μεγάλη προθυμία θα προσέφεραν στήριξη διεισδύοντας στον κυβερνητικό και κρατικό μηχανισμό.

Μα δεν θα σταματήσουν εδώ οι πιέσεις. Ίσως παρθούν πρωτοβουλίες, αν συνεχιστεί η χρεοκοπία-ασφυξία εντός ευρώ, από το σύνολο των αστικών δυνάμεων (βλέπε πίεση για συνάντηση πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), για κυβερνήσεις οικουμενικές–συνεργασίας ή ακόμα για προτάσεις συγκρότησης ομάδων διακομματικών για τη «μεγάλη διαπραγμάτευση».

Επομένως έρχονται και μάλλον γρήγορα πολιτικές εξελίξεις.

Το όπλο της διακυβέρνησης που δεν χρησιμοποιείται

Η κυβέρνηση μέχρι τώρα νόμιζε ότι κερδίζει χρόνο, αντιλαμβάνεται όμως τώρα ότι ο χρόνος αυτός δεν είναι τόσο ουδέτερος… Παραταύτα ως προς την εφαρμογή του προγράμματός της λειτουργεί σαν να υπάρχει άπλετος. Το αίτημα είναι να κυβερνήσει και μάλιστα άμεσα, να πάρει αποφάσεις σε ζητήματα που χρονίζουν, να γίνει επιτέλους αντιληπτό πώς δεν σχετίζονται όλα τα θέματα με την οικονομία, ότι η διακυβέρνηση με λίγα λόγια θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό όπλο.

Η κυβέρνηση επέλεξε -ή της επέβαλαν- μια διαδικασία «διαπραγμάτευσης»-παγίδας, που της άφηνε ελάχιστα περιθώρια ελιγμών για την εφαρμογή της πολιτικής της. Σε μια φάση μάλιστα που ήταν αναγκαίες τολμηρές εσωτερικές τομές, στοιχεία ανατρεπτικών πρωτοβουλιών, ιδιαίτερα σε τομείς που δεν χρειάζονταν άμεσα χρήματα. Για παράδειγμα, στο πολιτικό σύστημα, το δικαστικό σώμα, τον τραπεζικό τομέα κλπ. Ο αυτοεγκλωβισμός δεν οδήγησε μόνο στην «παραπλάνηση» από την έλλειψη «μπέσας» του κ. Ντράγκι και των συνεργατών του στην συμφωνία της 20 Φλεβάρη. Οδήγησε και στην φαρδιά–πλατιά υπογραφή πως δεν θα προχωρήσουμε σε καμιά «μονομερή» ενέργεια…

Και τώρα τι κάνουμε; Η απάντηση δίνεται με σαφήνεια σε όσα υποστηρίχθηκαν έως εδώ. Φραγμός στην κεντροαριστεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, απεμπλοκή από τον κλοιό και την ασφυξία που επιβάλλουν οικονομικά και πολιτικά οι «δανειστές», πολιτικές πρωτοβουλίες που θα στηρίζονται σε ένα πολιτικό κίνημα διεξόδου. Άρα εμπιστοσύνη στον κόσμο και όχι επίκληση μιας τάχα εντολής «συμβιβασμού». Καλλιέργεια φρονήματος που δεν θα περιστρέφεται γύρω από την κλίση της λέξης «συμβιβασμός» σε όλες τις πτώσεις, σε αντίθεση με την κόπωση, την άμβλυνση των κριτηρίων και το ψαλίδισμα των προσδοκιών. Άμεσα και πρακτικά, να ξεφύγουμε από την ατζέντα αποπληρωμής -πάση θυσία- της επόμενης και της επόμενης και της επόμενης δόσης προς τους δανειστές, να φέρουμε τη συζήτηση στο έδαφος των προβλημάτων του Χρέους (που δεν πρέπει να ξεχαστεί), να πάρουμε πολιτικές πρωτοβουλίες που θα θέτουν το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης ως απάντηση στην ασφυξία.

Δεν πληρώνουμε άλλες δόσεις στους δανειστές, συγκαλούμε έκτακτη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής όπου και καταγγέλλουμε την ασφυξία, ζητάμε διετές μορατόριουμ για να συμμαζέψουμε τα συντρίμμια που προκάλεσε η μνημονιακή καταιγίδα, βάζουμε τις βάσεις μιας άλλης πορείας, έχοντας στο πλευρό μας ενήμερο, συνειδητό και σε εγρήγορση τον ελληνικό λαό. Αυτή η επιλογή να τύχει της άμεσης λαϊκής επιβεβαίωσης με δημοψήφισμα ή εκλογές. Οποιοδήποτε άλλο δίλημμα είναι έτσι κι αλλιώς εκτός «κόκκινων γραμμών», οδηγεί στο «φτιασίδωμα του υπάρχοντος», στη μεταμοντέρνα υποτέλεια με κεντροαριστερή συνταγή (δηλαδή βασικά οικονομία της αγοράς με ολίγη κοινωνική ευαισθησία, εντός συστημικών προδιαγραφών).

Σίγουρα πρόκειται για μια δύσκολη και κακοτράχαλη πορεία, αλλά στα μεγάλα προβλήματα δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις.

http://www.e-dromos.gr/asxfyxia-metaferetai-se-politiko-epipedo/

Tagged : /

Ο στραγγαλισμός και το τέλος των αυταπατών – άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.259, 18/4/2015)

βαγ2-650x250

Η συστηματική παγίδευση, η επιμονή στο «καλό σενάριο» και το έλλειμμα πολιτικής προετοιμασίας για μια άλλη πορεία

Πλησιάζουν οι «καταληκτικές» ημερομηνίες μιας διαπραγμάτευσης κατά την οποία η μία πλευρά κατέβαλε προσπάθειες ενός έντιμου συμβιβασμού, αντιμετωπίζοντας όμως την αδιαλλαξία και την κυνική στάση των «θεσμοϊκανών». Είμαστε, λοιπόν, τώρα υποχρεωμένοι να αναλογιστούμε προς τα πού πηγαίνει το καράβι «Ελλάς» και αν πορευτήκαμε εν γένει σωστά μέχρι τώρα, με τη… βελόνα κολλημένη στο «καλό σενάριο».

Αν δεν υπάρχει καλό σενάριο;

Έχουμε υποστηρίξει ξανά ότι η νέα κυβέρνηση διάβασε λανθασμένα τον συσχετισμό και τις δυνατότητες ενός πραγματικά έντιμου συμβιβασμό με τους δανειστές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εγκλωβίστηκε στη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, νομίζοντας ότι κερδίζεται έτσι χρόνος. Στην πραγματικότητα, όμως, η Συμφωνία μετέτρεπε τον παράγοντα χρόνο σε εχθρό, ενώ ταυτόχρονα έδενε τα χέρια για πρωτοβουλίες διεξόδου και υλοποίησης προγραμματικών κατευθύνσεων.

Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να υποστηρίζεται η εκδοχή του «καλού σεναρίου», ότι δηλαδή, στο τέλος οι δανειστές θα εξαναγκαστούν σε έναν συμβιβασμό και δεν θα προχωρήσουν σε τιμωρητικές ενέργειες. Η εκδοχή που προβάλλεται είναι πως όλα γίνονται προσχηματικά για να πιεστούμε, ώστε να κάνουμε πίσω σε ορισμένες «κόκκινες γραμμές». Μήπως όμως πρέπει να διαβάσουμε διαφορετικά όσα γίνονται και κυρίως την στρατηγική των «θεσμοϊκανών» δανειστών απέναντι στην Ελλάδα και τον ΣΥΡΙΖΑ;

Φαίνεται πως για διάφορους λόγους, κυρίως πολιτικούς, οι τροϊκανοί αποφάσισαν από τον Αύγουστο του 2014 να σταματήσουν κάθε χρηματοδότηση για να αντιμετωπίσουν το διπλό πρόβλημα την ελληνικής ιδιαιτερότητας. Από τη μια, τη διαφθορά-μιζοκρατία και το φθαρμένο μνημονιακό ντόπιο πολιτικό προσωπικό. Από την άλλη, την απειλή μιας νέας, αριστερών κατευθύνσεων, αντιμνημονιακής διακυβέρνησης. Η απόφαση αυτή εντασσόταν στο πλαίσιο ενός σχεδίου παγίδευσης και εγκλωβισμού των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα. Τουλάχιστον μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και υπάρξει παραδειγματική επίλυση του κόμπου προς όφελός τους.

Η δίμηνη παράταση που δόθηκε πριν τις εκλογές (και έληξε την 28 Φλεβάρη), ακολουθήθηκε από μια τετράμηνη παράταση που ονομάστηκε «γέφυρα». Και οι δύο φάσεις συνδέονταν ενιαία με το σχεδιασμό της παγίδευσης του πολιτικού κόσμου και ειδικά της νέας κυβέρνησης με στόχο είτε την ανατροπή της είτε την πλήρη υποταγή στα μνημονιακά πρότυπα.

Έτσι, οι «θεσμοϊκανοί» πλέον (κι ας είναι ίδιοι και απαράλλαχτοι με τους τροϊκανούς που ξέραμε…) εφαρμόζουν μια διαρκή και παρατεταμένη πολιορκία, έχοντας σύμμαχο τον χρόνο και τη διαρκή φθορά-αποστράγγιση της χώρας και πιέζοντας για υποχωρήσεις. Αλλά και παίζοντας σε διάφορα ταμπλό στο πολιτικό σκηνικό, αφού δεν αποκλείονται πολιτικές εξελίξεις και μάλιστα ραγδαίες μέσα στους επόμενους μήνες.

Το πρόβλημα αρχίζει και γίνεται ασφυκτικό όταν, για πολλούς λόγους, ο στραγγαλισμός που επιβάλλουν δεν αναγνωρίζεται ανοικτά σαν τέτοιος, και συνεχίζει να κυριαρχεί η άποψη ότι στο τέλος θα πρυτανεύσει η «λογική», η «σύνεση», το «κοινό όραμα» ή το «πνεύμα του διαφωτισμού».

Πράγματι, οι δανειστές (τι ωραία, ουδέτερη έκφραση) γνωρίζουν ότι δεν έχουν να κάνουν με έναν Αναστασιάδη ή Σαμαρά στην κυβέρνηση. Για αυτό άλλωστε ακολουθούν μια τέτοια πολιτική στρατηγική. Ακόμα κι αν δεν είναι ενιαίοι σε όλα τα σημεία, ωστόσο δεν υπάρχουν δείγματα σημαντικών διαφοροποιήσεων, τέτοιων που να δείχνουν ότι επεξεργάζονται ένα «καλό σενάριο» για την χώρα. Κάνει μεγάλο λάθος κανείς αν δεν αντιλαμβάνεται το πολιτικό ζήτημα που υπάρχει, και νομίζει ότι βρισκόμαστε μπροστά στο σύνηθες μπρα-ντε-φερ πριν από κάθε συμφωνία. Το ίδιο και όποιος πηγαίνει με τη λογική του τεφτεριού να μετρήσει τι οικονομική ζημιά θα προκύψει για τα ισχυρά κέντρα αν σημειωθεί ένα πιστωτικό γεγονός. Πολλές φορές οι ενάρετοι και ηθικοί «δανειστές» για μικροποσά, με πολιτικές τους αποφάσεις, κατέστρεψαν χώρες, δημιουργώντας χάος και προβλήματα, χωρίς ο λόγος να είναι μόνο ή καθαρά οικονομικός. Η Αργεντινή και η Κύπρος είναι τα πιο γνωστά παραδείγματα τέτοιας συμπεριφοράς.

Πρέπει, επομένως, στα σοβαρά να αναρωτηθούμε αν πράγματι υπάρχει «καλό σενάριο» μέσα από τις (άριστες ή λιγότερο πετυχημένες) ενέργειες ενός διαπραγματευτικού team. Διότι αν μας εξασθενίσουν, όπως κάνουν με την παράταση του χρόνου, ακόμα και το «καλό σενάριο» θα εξανεμιστεί μέσα από τη διοχέτευση της όποιας χρηματοδότησης στην αποπληρωμή των δανειστών. Έπεται, γύρω στον Ιούνη, ένα κενό περίπου 20 δισ. ευρώ και μια νέα συμφωνία (Μνημόνιο) που πρέπει να συναφθεί με τους ίδιους δανειστές. Άντε τότε να ξανα-οριστούν οι κόκκινες γραμμές και να επανέλθουν οι πάγιες θέσεις για διαγραφή, επιμήκυνση, πάγωμα κ.λπ. του μεγαλύτερου μέρους του χρέους…

Υπάρχει διέξοδος;

Εύστοχα παρομοιάστηκε η πορεία μας με αυτήν του Τιτανικού που πορεύεται σημαδεύοντας ένα τεράστιο παγόβουνο. Με τη συμπλήρωση ότι στην περίπτωσή μας υπάρχουν φωνές που ορκίζονται ότι δεν υπάρχει παγόβουνο και ότι το ταξίδι θα ολοκληρωθεί κατ’ ευχήν.

Το πρώτο που χρειάζεται για να οδηγηθούμε σε διέξοδο, είναι να μην έχουμε την παραμικρή αυταπάτη ότι οι «διασώστες» – δανειστές νοιάζονται σοβαρά να σωθεί η χώρα. Στην πραγματικότητα, θέλουν να βουλιάξει ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού έχουν βουλιάξει το λαό, την οικονομία και την κοινωνία. Δεν υφίσταται κοινό όραμα, κοινές συνθήκες, κοινή μοίρα, κοινές πολιτικές. Το σχήμα «κοινό ευρωπαϊκό όραμα» δεν λειτουργεί παρά μόνο σαν απόηχος ενός ξεπερασμένου «ευρωπαϊσμού» που έχει ανατιναχθεί από τις ίδιες τις πολιτικές της γερμανικής Ευρώπης και των συμμάχων της.

Άρα, ένα «τέρμα στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις» και μια αποφασιστική συναίσθηση απέναντι στην παγίδευση και την καταστροφή που επιβάλλονται θα αποτελούσαν μια μεγάλη πολιτική στροφή, έστω και τώρα, προς μια πιο ρεαλιστική πιο πραγματική πολιτική στάση.

Οι ρίζες της λαθεμένης εκτίμησης του συσχετισμού δυνάμεων βρίσκονται σε μια αντίληψη που επικράτησε μετά τις Ευρωεκλογές του 2014. Αυτή ενός «προωθητικού συμβιβασμού» στο εσωτερικό για μια «διαπραγμάτευση χωρίς σύγκρουση» στο εξωτερικό. Γραμμή που συμπληρώθηκε, αργότερα, με τον «έντιμο συμβιβασμό» προς τα έξω. Έτσι, παρουσιάστηκε σαν επιτυχία η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, παρ’ όλο που μας έδενε χειροπόδαρα στις μνημονιακές προδιαγραφές, χωρίς μάλιστα καν να εξασφαλίζει κάτι στον τομέα της χρηματοδότησης!

Η καλλιέργεια της ιδέας πως θα υπάρξει συμβιβασμός και συμφωνία με τους εταίρους και μια διαπραγμάτευση διαφορετική από την στάση των αναξιόπιστων μνημονιακών δυνάμεων, προσέδωσαν πολιτική δύναμη και υποστήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, όμως, μπροστά στα αδιέξοδα που δημιουργεί η παγίδευση, η ίδια ιδέα λειτουργεί ανασταλτικά. Δηλαδή, αντί να προετοιμάζει, αποθαρρύνει, δημιουργεί αμηχανία και σύγχυση, παθητικοποιεί, ώστε να αναμένεται απλά η «στιγμή 0», είτε συμφωνίας είτε ρήξης με ό,τι η κάθε μία επιφέρει. Είτε μια καταστροφική συμφωνία εγκλωβισμού της χώρας στο διαρκές δανειακό καθεστώς από μια αριστερή κυβέρνηση που θα έχει δεχτεί ταπεινωτικούς όρους, είτε η πρόσκρουση στο παγόβουνο, το πιστωτικό γεγονός, τις πολιτικές και οικονομικές συνέπειες.

Το γεωπολιτικό «χαρτί» και οι θολές εικόνες

Ακόμα και η γεωπολιτική διάσταση που έπρεπε εξαρχής να αξιοποιηθεί στη διαπραγμάτευση, έπρεπε να συνεπάγεται σαφή πορεία προς μια πολυδιάστατη πολιτική και όχι καθησυχασμό ότι θα τηρήσουμε στο ακέραιο τις δεσμεύσεις μας σαν συμμαχική δύναμη και αξιόπιστος εταίρος.

Η καταστροφή που επέφερε η μνημονιακή πολιτική έθετε μια σειρά διαφορετικών προτεραιοτήτων και άρα την ανάγκη διαφορετικής στάσης στους διεθνείς οργανισμούς. Μιας διακριτικής αλλά σαφούς διαφοροποίησης στο βαθμό που οι «εταίροι» δεν έπαιρναν υπ’ όψιν την ανθρωπιστική κρίση και την καταστροφή που είχαν προκαλέσει.

Παράλληλα, η θολή εικόνα που καλλιεργούσαν ορισμένοι πως τάχα το ΔΝΤ είναι κοντά μας στα θέματα του χρέους ή ότι οι ΗΠΑ θα μας στηρίξουν στην κόντρα με τη μερκελική Ευρώπη, στην συνέχεια οι προσδοκίες για τα ανοίγματα σε Ρωσία και Κίνα ως αντίβαρο στις πιέσεις και όχι ως στοιχείο μιας πειστικής πολυδιάστατης πολιτικής, δημιουργούν μεγαλύτερη σύγχυση και αυταπάτες.

Το γεωπολιτικό παιχνίδι είναι πιο πολυσύνθετο, απαιτεί εκτιμήσεις βάσει δεδομένων, προσεκτικά βήματα και προετοιμασία κάθε βήματος, και βεβαίως μια εκτίμηση ότι μερικοί που παριστάνουν τους φίλους μπορεί να οδηγούν σε παγίδες. Τα ταξίδια στις ΗΠΑ, οι επαφές με το ΔΝΤ και οι εγγυήσεις προς αυτούς, δεν τους ουδετεροποιούν όσον αφορά το πρόβλημά μας απέναντι στην Ε.Ε. Ιδιαίτερα σε στιγμές που στήνεται η ομπρέλα του ευρωατλαντισμού και προωθείται η διαρκής απομόνωση της Ρωσίας. Η «συνέχεια» της πολιτικής του ελληνικού κράτους ως μέλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. θα δοκιμαστεί από αποφάσεις και πιέσεις ευθυγράμμισης.

Η κεντροαριστεροποίηση της πολιτικής συμπεριφοράς με τα ποικιλώνυμα ανοίγματα και τις συνταγές διαχείρισης του «υπάρχοντος» θα είναι στην ημερήσια διάταξη. Μόλις προχθές είχαμε τη συνάντηση με τον ΓΑΠ ως δείγμα αναζητήσεων στηριγμάτων και διαύλων, αλλά και κίνηση εξισορρόπησης των ευρωπαϊκών πιέσεων (για Ποτάμι, οικουμενική κυβέρνηση κ.λπ.). Η νομιμοποίηση ενός προσώπου πολιτικά φθαρμένου και εμπλεκόμενου στην μνημονιακή καταστροφή της χώρας, δεν μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά. Οι γέφυρες με τον παλιό χρεοκοπημένο πολιτικό κόσμο δεν βοηθούν σε τίποτα, ούτε σε μια κατ’ επίφαση «εθνική ενότητα» απέναντι σε μεγάλους κινδύνους.

Ο λαός και το έλλειμμα πολιτικής

Αμηχανία, παθητικότητα, αναμονή των εξελίξεων διατρέχουν το κοινωνικό σώμα, πολιτικοποιημένο και μη. Το λαϊκό κίνημα έχει υποχωρήσει, αφήνοντας χώρο στον κυβερνητισμό να κάνει τη δουλειά του και φυσικά ανάμεικτα συναισθήματα διαπερνούν κάθε ΣΥΡΙΖΑίο μέσα στον κατακλυσμό γεγονότων, αντιπαραθέσεων και διαγκωνισμών.

Το κεντρικό ζήτημα της σύγκρουσης με τον ευρωπαϊκό παράγοντα αφήνεται έξω από κάθε κινηματική και λαϊκή διεργασία και αν μια στροφή επιβληθεί εκ των πραγμάτων ή κληθεί η κοινωνία σε μια στάση αντιμετώπισης των εκβιασμών και των πιέσεων, δεν θα λειτουργήσουν εύκολα διάφοροι αυτοματισμοί. Με απονευρωμένη την κοινωνία και υποβαθμισμένο τον πολιτικό λόγο, με παραμονή στο «καλό σενάριο» και χωρίς ουσιαστική προετοιμασία του φρονήματος, είναι δύσκολο να γίνει η αναγκαία στροφή. Παραμένουμε στο έδαφος των ψαλιδισμένων προσδοκιών και της πλοήγησης χωρίς σαφείς στόχους. Η υπόθεση της μετάβασης σε μια Ελλάδα ποιοτικά διαφορετικής παραμένει ζητούμενο, αλλά και δείκτης αξιολόγησης κάθε προσπάθειας.

Αριστερή διακυβέρνηση, κρατικός και διοικητικός μηχανισμός υπό μνημονιακή ή διαπλεκόμενη επιρροή, διαπραγμάτευση με όρους απαγόρευσης «μονομερών» ενεργειών, εντεινόμενη κεντροαριστεροποίηση, ακυρωμένο λαϊκό κίνημα, υποβαθμισμένο κόμμα και γενικευμένη σύγχυση, αμηχανία. Αυτό το χαρμάνι οδηγεί σε μεγάλο κόμπο που φτάνει σε μικρό χτένι. Αναγκαία λοιπόν η ανάταξη και η αλλαγή πορείας με πλήρη εμπιστοσύνη στην αφύπνιση του λαϊκού παράγοντα. Εδώ και τώρα πολιτικές πρωτοβουλίες για μια τέτοια στροφή. Όρος, εκ των ων ουκ άνευ, η απεμπλοκή από τις αυταπάτες!

***Σκίτσο του Βαγγέλη Παπαβασιλείου: Συμφωνία-γέφυρα!

http://www.e-dromos.gr/o-straggalismos-kai-to-telos-ton-aytapaton/

Tagged : / / / / / /

Ολοκληρώνει, δεν υπηρετεί… σύντροφε Παπαδημούλη – σχόλιο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.259, 18/4/2015)

ΕΠΙΧΕΙΡΙΣΗ ΕΚΚΕΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΥΤΑΝΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Οι συνεχείς παρεμβάσεις του σ. Δ. Παπαδημούλη ίσως αποτελέσουν την αφορμή να αποκτήσω λογαριασμό Twitter. Θα το σκεφτώ σοβαρά. Πάντως, το τελευταίο του κελάιδισμα με λύπησε: «Η κυβερνητική απόφαση για τερματισμό της κατάληψης της Πρυτανείας του ΕΚΠΑ υπηρετεί την Δημοκρατία και στηρίζει τη δημόσια εκπαίδευση».

Η εικόνα των για δύο μέρες στρατοπεδευμένων ΜΑΤατζήδων στο χώρο των Προπυλαίων (κάποτε εκεί ήταν το άσυλο, θυμάσαι Δημήτρη;) και ακολούθως η εισβολή της αστυνομίας εντός της Πρυτανείας δεν αποτελεί υπηρέτηση της δημοκρατίας αλλά «Ολοκλήρωσή» της, συμβολική κίνηση για στήριξη στις δυνάμεις καταστολής και στο κράτος για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων (ακόμα και του πραξικοπηματισμού τμημάτων της απορριπτόμενης και ίσως μη σκεπτόμενης αντιθεσμικής-μηδενιστικής τάσης). Η Αριστερά θα έπρεπε έγκαιρα να «εφεύρει» άλλους τρόπους για τη αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων κι όχι να καταφεύγει σε «κλασσικές» λύσεις.

Τα ΜΑΤ στα Προπύλαια και η εισβολή δυνάμεων καταστολής στο Πανεπιστήμιο, λυπηρή εικόνα ανάλογη των επιχειρήσεων Ανδρέα Παπανδρέου με την εισβολή στο Πολυτεχνείο και τις 500 συλλήψεις. Δυστυχώς τότε δεν υπήρχε Τwitter και δεν θυμάμαι τι γνώμη είχε ο αγαπητός σύντροφος. Κάποτε, το βασίλειο της Δανιμαρκίας ήταν υγιές πριν σαπίσει.

Tagged : / / / /

Να ειπωθεί όλη η αλήθεια στον λαό! – άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.255, 21/3/2015)

"ΤΕΛΟΣ Ο ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ" ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΠΥΡΓΟ

Πρώτο βήμα μιας αναγκαίας αλλαγής γραμμής

Ζούμε εξαιρετικά δύσκολες στιγμές ως χώρα και ως δημοκρατικό, προοδευτικό εγχείρημα στο χώρο της Ευρώπης. Τα γεράκια της ευρωκρατίας προωθούν μεθοδικά το στραγγαλισμό μας, έχοντας στήσει παγιδεύσεις με δύο καθαρούς στόχους:

α) Την πλήρη ακύρωση του εγχειρήματος και άρα την άμεση παλινόρθωση του δανειακού/μνημονιακού καθεστώτος μέσω μιας μετατόπισης μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, που θα τον εξανάγκαζε σε πλήρη ματαίωση όλων των εξαγγελιών του και την εκβιαστική συνεργασία του με άλλες μνημονιακές δυνάμεις (Ποτάμι, Καραμανλική Ν.Δ., κάποια εκδοχή ΠΑΣΟΚ, τεχνοκράτες τραπεζών κ.λπ.).

β) Την άμεση πτώση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και συνεπώς την επιβεβαίωση της τακτικής περί «αριστερής παρένθεσης».

Όπλο για την επιβολή της μνημονιακής τάξης είναι ασφαλώς η ρευστότητα και η δημιουργία κατάστασης πλήρους ακυβερνησίας στη χώρα.

Όταν στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ και στην Κ.Ε. εγέρθηκαν φωνές για τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, το αντεπιχείρημα που εισέπραξαν ήταν πως έτσι η κυβέρνηση κερδίζει χρόνο. Τώρα, κάθε μέρα που περνά, γίνεται φανερό πως ο χρόνος δεν κυλά ουδέτερα υπέρ της νέας κυβέρνησης, αλλά υπέρ των «πολιορκητών» οι οποίοι κόβοντας κάθε γραμμή ανεφοδιασμού εφαρμόζουν ένα σχεδιασμένο εμπάργκο για να πέσει το «κάστρο». Δεν έχουμε, λοιπόν, μεγάλα περιθώρια να πανηγυρίζουμε για την επταμερή νυκτερινή συνάντηση. Λέγεται ότι επιβεβαιώθηκε η ισχύς της συμφωνίας της 20ής Φλεβάρη και αυτό αποτελεί επιτυχία. Ωραία γραμμή άμυνας για μια χώρα που βρίσκεται προ στραγγαλισμού! Το πραγματικό πρόβλημα είναι η απεμπλοκή από την μέγγενη της συμφωνίας της 20ης Φλεβάρη και όχι η επιβεβαίωσή της. Γιατί οι εταίροι που κάθισαν στο ίδιο τραπέζι, επανέλαβαν τον εκβιασμό, απαίτησαν την άμεση εμπλοκή και προσωπική δέσμευση του Α. Τσίπρα για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα αξιολογηθούν από αυτούς. Ζήτησαν να λειτουργήσουν οι «θεσμοί» στις Βρυξέλλες, να ελέγχουν επιτόπου (Αθήνα) οι τεχνικές επιτροπές, ώστε να τρέξει η χρηματοδότηση -με το σταγονόμετρο- να τεθούν, εν ολίγοις, οι βάσεις για την υπογραφή του 3ου Μνημονίου. Αυτά θα γίνουν μέχρι τον Ιούνιο ή εντός του Απριλίου. Αυτό είναι το πακέτο τους και η στόχευσή τους.

Τι κάνουμε εμείς

Το ερώτημα είναι τι κάνουμε εμείς. Δηλαδή η ελληνική πλευρά σε όλες τις εκδοχές της. Η κυβέρνηση, η Αριστερά, του λαϊκό κίνημα, ο πολιτικός κόσμος, ο λαός, οι παραγωγοί, οι συνταξιούχοι, οι ψηφοφόροι, η νεολαία, η διανόηση κ.λπ.

Πώς αντιμετωπίζεται η κατάσταση, ποια πραγματική προετοιμασία υπάρχει, ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές και τι θα πράξουμε, αν προωθηθεί ο σχεδιασμός των εταίρων-δανειστών μας;

Κυκλοφορούν υπονοούμενα που αφορούν την πολιτική σφαίρα. Πιο συγκεκριμένα, να χρησιμοποιηθούν τα πολιτικά όπλα που διαθέτει η χώρα απέναντι στους δανειστές. Ακούστηκαν ιδέες για εκλογές, για δημοψήφισμα, για γερμανικές αποζημιώσεις / επανορθώσεις, για χρησιμοποίηση της γεωπολιτικής ατζέντας, για αναζήτηση χρηματοδότησης από… άλλες «πηγές». Το βασικό ερώτημα είναι αν αυτά λέγονται ως αντίβαρο στην πίεση που μας ασκείται, ώστε να πέσουμε σε μια πιο μαλακή αντιμετώπιση από τους δανειστές / δυνάστες. Ή, αν πραγματικά τα εννοούμε, οπότε μοιάζει σαν εξωπραγματική η αναντιστοιχία των στόχων που θέτουμε, της προετοιμασίας που επιδεικνύεται σε όλους τους τομείς και της απελπιστικής ανεμελιάς απέναντι στα μνημονιακά στηρίγματα που λειτουργούν και μακροημερεύουν, στα υπουργεία, στις τράπεζες, στον κρατικό και διοικητικό μηχανισμό.

Εκτός αν δεν βλέπουμε τη ματαίωση των φαντασιώσεων περί μιας συμφωνίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, περί μιας σχετικά εύκολης εφαρμογής του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης (με ΤΧΣ που δεν υπάρχει πλέον με τη συμφωνία της 20/2 και με ΕΣΠΑ που πάλι είναι στα χέρια των «φίλων» δανειστών) και μιας ανώδυνης πολιτικής λύσης που θα άνοιγε το δρόμο σε νέους πανευρωπαϊκούς συσχετισμούς.

Τώρα που αυτά «πιάνουν τοίχο», τίθεται το ερώτημα τι ακριβώς μπορούμε να κάνουμε;

  • Πρώτα από όλα, αλλαγή γραμμής.
  • Αίσθηση της πραγματικότητας.
  • Όλη η αλήθεια να ειπωθεί στο λαό.

Στήριξη σε ένα σχέδιο που να θέτει τις βάσεις για απεγκλωβισμό από το δανειακό καθεστώς. Κινητοποίηση όλων των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, εκπόνηση πραγματικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης. Αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Θεσμικές μεταρρυθμίσεις σε προοδευτική τροχιά. Καταλογισμός ευθυνών, κάθαρση σε όλο το κρατικό μηχανισμό από μνημονιακούς θύλακες, σύγκρουση με τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Κήρυξη μιας δημοκρατικής επανάστασης στην Ευρώπη ενάντια στην νεοφιλελεύθερη αντιδημοκρατική θέσμισή της και την γερμανική ηγεμονία. Και βεβαίως, μετακίνηση του γεωπολιτικού στίγματος. Κοντολογίς, απόκτηση ενός κεντρικού σχεδιασμού που να στηρίζεται σε ένα αξιακό πρότυπο και σ’ ένα αντίστοιχο εθνικό-κοινωνικό σχέδιο διεξόδου της χώρας από την κρίση και τον διαμελισμό.

Ρήξη και αξιοποίηση δυνατοτήτων

Αυτή η επιλογή σημαίνει πολιτική ρήξεων και όχι συνδιαλλαγή με αυτούς που μας βάζουν τη θηλιά στο λαιμό, κάθε μέρα που περνά.

Αυτή η επιλογή σημαίνει χρησιμοποίηση όλων των δυνατοτήτων που έχουμε ως ισότιμα μέλη της Ε.Ε. και άλλων δυτικών οργανισμών, χρησιμοποιώντας τα βέτο και τις εξαιρέσεις μας από ό,τι βλάπτει την χώρα μας.

Αυτή η επιλογή σημαίνει κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα σε κάθε δραστηριότητα, πολιτική, οικονομική, κοινωνική.

Ο κυβερνητισμός, η υποβάθμιση και η ακύρωση του κόμματος, η αποδιοργάνωση της Αριστεράς, η δικαιολόγηση κάθε εξόφθαλμα λαθεμένης επιλογής, αντίθετης με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργούν όρους για να περάσει απρόσκοπτα ο «δανειστής» κι όχι να κάνει κουμάντο ο λαός.

Σαν σκεπτόμενοι άνθρωποι πρέπει να θέσουμε το ερώτημα αν όσα κάνουμε και όσα γίνονται είναι τα μόνα που μπορούν να γίνουν, αν με τη δράση μας εξαντλούμε όλες τις δυνατότητες, αν δεν μπορούσαν και δεν μπορούν να γίνουν διαφορετικά πράγματα, αν χειριζόμαστε σωστά ή λαθεμένα τα εργαλεία και «όπλα» που διαθέτουμε, αν γενικώς όλα πάνε καλά και «φτάνει η γκρίνια»…

Ως σκεπτόμενοι άνθρωποι ας αμφισβητήσουμε κι ας κριτικάρουμε την ελαφρότητα και την ευκολία με την οποία καταπιανόμαστε για να λύσουμε τεράστια, μεγάλα και δύσκολα προβλήματα, από θέση ευθύνης. Αυτό θα ήταν ένα μεγάλο βήμα μπροστά.

Δύο μήνες, είναι ελάχιστος χρόνος για να κριθεί μια νέα κυβέρνηση. Ο χρόνος όμως τρέχει, είναι πυκνός, γεμάτος. Μέσα σε δύο μήνες έγιναν πολλά, μπήκαν πολλά εμπόδια που πρέπει οπωσδήποτε να υπερβούμε, αποφεύγοντας την παγίδευση των δανειστών, προβάλλοντας μια πιο καθολική πολιτική πρόταση από τη «διαπραγμάτευση», καθολική με την έννοια ότι αγκαλιάζει όλους τους τομείς της κοινωνικής και δημόσιας ζωής, αλλιώς η επιστροφή στην «κανονικότητα», η συστημική παλινόρθωση, δεν είναι πολύ μακριά…

Είναι η ώρα μιας συστηματικής αριστερής κριτικής. Αν αυτή ασκηθεί με συνέπεια και ουσία, μακριά από άγονα στερεότυπα, θα είναι ευεργετική για τη λαϊκή υπόθεση.

Συγκυρία, αδυναμίες και αντιφάσεις. Σκέψεις με αφορμή την εκλογή του Π. Παυλόπουλου, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.251, 21/2/2015)

prokopis-paulopoulos-aleksis-tsipras-650x250

 

Η επιλογή του Π. Παυλόπουλου δεν είναι πολιτική κίνηση δευτερεύουσας σημασίας ή απλά επικοινωνιακής φύσης, όπως αρκετές άλλες της πρόσφατης περιόδου. Αποτελεί πολιτική επιλογή που ανιχνεύει στοιχεία πραγματικού συσχετισμού και στρατηγικών επιλογών.

Η συγκυρία είναι πυκνή και φέρνει στην επιφάνεια με ορμητικό τρόπο αδυναμίες και αντιφάσεις που δεν εντάσσονται εύκολα σε έναν σχεδιασμό – αν υποτεθεί ότι υπάρχει ακριβώς τέτοιος σε επιτελικό επίπεδο. Κάποιες επιλογές, όμως, μοιάζουν να είχαν δρομολογηθεί σαν σχέδια και σενάρια κινήσεων από την προηγούμενη περίοδο που οι σημερινοί συσχετισμοί τα επιβάλλουν ή τα αναπροσαρμόζουν.

Πριν από λίγα χρόνια, το να υπάρχει μια κυβέρνηση κυρίως της Αριστεράς, θα ήταν όνειρο θερινής νύχτας αλλά και η συνεργασία με ένα κόμμα του δεξιού χώρου, θα ήταν ανεπίτρεπτο εγχείρημα. Κι όμως, η μνημονιακή πραγματικότητα και το σάπισμα του παλιού πολιτικού κόσμου δημιούργησαν αυτήν τη δυνατότητα. Η γρήγορη επιλογή του Αλ. Τσίπρα να σχηματίσει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ, χαρακτηρίστηκε θετική κίνηση και έδωσε ώθηση σε πρωτοβουλίες για κινήσεις που ήταν άμεσα αναγκαίες.

Η συγκατοίκηση

Από την άλλη μεριά, η επιλογή «πρωθυπουργός από την Αριστερά – Πρόεδρος από τον κεντροδεξιό χώρο», δεν επιβλήθηκε από τις περιστάσεις, δεν αφορά έθιμα και «σαβουάρ βιβρ» του πολιτικού κόσμου, ούτε και δημιούργησε κάποια ανάταση. Ορισμένοι σύνδεσαν την επιλογή αυτή με την πορεία της διαπραγμάτευσης, αλλά ούτε εκεί βρίσκεται όλη η αλήθεια, παρόλο που εμπεριείχε μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση.

Στις συνθήκες που έχει βρεθεί η χώρα, δεν μπορείς να κυβερνήσεις απλά με ένα 35%, ούτε ως μονοκομματική κυβέρνηση. Ας υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και πάλι δεν θα μπορούσε εύκολα να σταθεί σε τέτοια κατάσταση και έχοντας ανοιχτό ένα διπλό μέτωπο, εσωτερικά το τρίγωνο της διαπλοκής και εξωτερικά τους «δανειστές».

Η συγκυρία βγάζει, λοιπόν, στην επιφάνεια, αντιφατικά και ορμητικά, την ανάγκη να συμπτυχθεί ένα ευρύτατο εθνικό και κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων που θα ενώνονταν στη βάση στόχων που απαιτεί η πολιτική, οικονομική, κοινωνική διέξοδος της χώρας. Το αίτημα για «μέτωπο» που πλανήθηκε αλλά δεν υπηρετήθηκε από κανέναν ουσιαστικά στη διετία 2010-2012, μια τέτοια ανάγκη έφερνε στο προσκήνιο, αλλά οι πολιτικές ηγεσίες δεν φάνηκαν έτοιμες μπροστά στο καθήκον αυτό.

Σήμερα, γίνεται όλο και πιο φανερό πως δεν είναι εύκολη η αναμέτρηση με ό,τι εκφράζει ο Σόιμπλε και η ευρωκρατία, είτε από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, είτε από μια συγκυβέρνηση, στο βαθμό που δεν υπάρχει ανταπόκριση στην ανάγκη εθνικής πολιτικής. Με την έννοια της δυνατότητας να στηριχθεί ένα σχέδιο προοδευτικής ανασυγκρότησης και ανόρθωσης της χώρας, τέτοιο που να υπερβαίνει το καθεστώς δανεισμού.

Η εκλογή Παυλόπουλου επιχειρείται, λοιπόν, να συνδεθεί με το γεγονός της ανάγκης σύγκλισης ευρύτερων δυνάμεων για να ασκηθεί μια τουλάχιστον αξιοπρεπής ανορθωτική πολιτική για την χώρα.

Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν, βέβαια, λίγο πιο βεβαρημένος: Κεντροδεξιό μεν πρόσωπο αλλά όχι απαλλαγμένο από σχέσεις με τη διαπλοκή και με ειδικές σχέσεις με τον υπερατλαντικό παράγοντα. Η επιλογή Αβραμόπουλου σχεδιάστηκε ως επιλογή για ένα δυσμενέστερο συσχετισμό για τον ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα για την περίπτωση συγκυβέρνησης με το Ποτάμι και όχι με 149 βουλευτές και τους ΑΝΕΛ. Οι αντιδράσεις που υπήρξαν προς το πρόσωπο του Αβραμόπουλου βάρυναν ώστε να γίνει αυτόματα η επιλογή Παυλόπουλου, χωρίς να τροποποιηθεί ο σχεδιασμός για κεντροδεξιό Πρόεδρο.

«Προωθητικός συμβιβασμός»

Αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές, μπήκε σε εφαρμογή η πολιτική του «προωθητικού συμβιβασμού» σαν εξάρτημα της «τεχνοπολιτικής» και όχι σαν στοιχείο δυναμικής ανάγνωσης του συσχετισμού δυνάμεων. Εσωτερικά, όλες οι προσπάθειες συγκεντρώθηκαν στην μη εκλογή Προέδρου και την άμεση πρόκληση εκλογών. Ελάχιστη σημασία δόθηκε στην ανάγκη να οικοδομηθεί ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου, να προβληθούν μεγάλες αλλαγές ανόρθωσης και διεξόδου της χώρας, στην οικονομία, το πολιτικό επίπεδο, την κοινωνική συνείδηση.

Η ορμή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης δημιούργησε προσδοκίες και η φθορά των Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, μαζί με τα αλλεπάλληλα λάθη τους, έκαναν την υπόλοιπη δουλειά. Βεβαίως, δεν πάρθηκε όσο θα έπρεπε υπ’ όψιν η παγίδευση που μεθόδευσαν οι ευρωκράτες, σε συνεργασία με το εδώ πειθήνιο πολιτικό προσωπικό τους, και κακώς εκτιμήθηκε πως μια συμφωνία με τους Ευρωπαίους θα ήταν σχετικά εύκολη υπόθεση.

Οι οπισθοχωρήσεις που έχουν γίνει μέσα σε 25 μέρες επιβεβαιώνουν ότι άλλα λογαριάζονταν ως εφικτά κι άλλα δρομολογήθηκαν. Οι ευρωκράτες προχωρούσαν με την πολιτική των κανονιοφόρων, ενώ εδώ επικρατούσε η ζάλη της ιστορικής νίκης. Ωστόσο, ήταν αρκετά δυο τρία «όχι» για να δημιουργηθεί μια ανάταση στους Έλληνες, ανεξάρτητα από το τι είχαν ψηφίσει, να ξανάρθει το χαμόγελο και να γεμίσουν ξανά οι πλατείες όταν φάνηκε να υπάρχει σοβαρός λόγος και όροι ακηδεμόνευτης έκφρασης.

Η δυνατότητα εφαρμογής ενός ρεαλιστικού άμεσου σχεδίου φιλολαϊκής πολιτικής που θα δυνάμωνε ένα, εφικτό να οικοδομηθεί, εθνικό-λαϊκό μπλοκ, ήρθε αντιμέτωπη με την παγίδευση της ευρωκρατίας και την έλλειψη σοβαρών όρων για την προώθησή του. Αυτό, όμως, έπρεπε να είχε προβλεφθεί και να είχε σχεδιαστεί μια αντιμετώπισή του.

Εθνική σύγκλιση;

Η κίνηση προς τον κεντροδεξιό χώρο, επομένως, εμφανίζεται σαν αναγκαστική μόνο επειδή εξακολουθεί να μη διαβάζεται σωστά η δυναμική του συσχετισμού και το πού θέλει να οδηγήσει η ευρωκρατία: Αν όχι στην πτώση της κυβέρνησης, στον εγκλωβισμό της σε μια μορφή μνημονιακής πολιτικής και συνδιαχείρισης της πολιτικής εξουσίας με τις μνημονιακές δυνάμεις.

Αν αυτό, όπως και η δυναμική και ορμή που είχαν δημιουργήσει τα πρώτα «όχι», εκτιμούνταν καθαρά, θα γίνονταν η επιλογή αντιμνημονιακού Προέδρου, ώστε να έμενε ανοικτός ο δίαυλος «συνομιλίας» με το λαό και τις πλατείες, ώστε ακόμα κι αν χρειάζονταν υποχωρήσεις, να μην βρισκόταν κανείς περικυκλωμένος από αχρείαστους «σύμμαχους».

Με άλλα λόγια: Αν θεωρήσουμε αναγκαία μια εθνική σύγκλιση για να αντιμετωπιστεί ο στραγγαλισμός που μεθόδευαν οι ευρωκράτες, αυτή έπρεπε να γίνει με όρους που να μην παγώνει ο λαϊκός παράγοντας. Οι κινήσεις των τελευταίων ημερών (συμπεριλαμβανομένης της προεδρίας) δείχνουν ότι ενώ βοούσε αυτή η ανάγκη, έγιναν όλα τα βήματα προς το πάγωμα του κόσμου, με μοναδικό όφελος το κέρδισμα (αν επιτευχθεί) λίγου χρόνου.

Είναι τέτοιοι, όμως, οι όροι που κερδίζεται ο χρόνος που τείνει να ακυρωθεί το πρόγραμμα. Και να αρχίσει να ανασυντάσσεται το μνημονιακό στρατόπεδο, μόλις του δοθούν οι πρώτες ευκαιρίες πολιτικής παρέμβασης. Επομένως, το δεύτερο βήμα του εγκλωβισμού θα είναι η «εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης», η «εθνική συνεννόηση», το «συμβούλιο αρχηγών των κομμάτων υπό τον Πρόεδρο» και, γιατί όχι, μία κυβέρνηση πολυκομματικής συνεννόησης.

Αν δεν προκύπτει καθαρά από τα παραπάνω η θέση, ας ανακεφαλαιώσουμε: Η επιλογή Προέδρου δεν βασίζεται σε σωστή ανάγνωση του πραγματικού συσχετισμού και των δυναμικών που αυτός εμπεριέχει. Η εθνική ενότητα είναι αναγκαία αλλά σε πλήρη σύμπνοια με την απαίτηση απαλλαγής από τον παλιό μνημονιακό πολιτικό κόσμο. Η κοινωνία όχι μόνο είναι ώριμη να αποδεχθεί τον αποκλεισμό των υπαίτιων της καταστροφής, αλλά και η δυναμική της θα ωθούνταν ακόμα περισσότερο από μια τέτοια επιλογή. Αντίθετα, το στοιχείο της «εθνικής ενότητας» και συναίνεσης δρομολογείται με περιεχόμενο που δίνει σανίδα σωτηρίας στο παλιό πολιτικό σύστημα και δημιουργεί όρους, τόσο για την παλινόρθωσή του, όσο και για την περαιτέρω παγίδευση μιας πολιτικής διεξόδου.

Υπάρχει διέξοδος; Βεβαίως. Σε άλλες ράγες από την υποχωρητικότητα και την επιστροφή στην «κανονικότητα». Στη χάραξη μιας ανορθωτικής πολιτικής με σαφή πρωταγωνιστικό ρόλο του λαϊκού παράγοντα. Αυτό, όμως, επιβάλλει όλη την αλήθεια στο λαό, τολμηρό πατριωτικό και κοινωνικό κάλεσμά για να μείνει όρθια και περήφανη η χώρα, βγάζοντας τις θηλιές της κυνικής ευρωκρατίας.

Κοινώς, εδώ που φτάνουμε δεν υπάρχει «αμοιβαία επωφελής συμφωνία» με τους δανειστές. Υπάρχει αποτίναξη του ζυγού, αποφυγή του στραγγαλισμού, αλλαγή άμεσα της πολιτικής. Αλλιώτικα διατυπωμένο: Να μπει άμεσα η πολιτική στο τιμόνι: Η χώρα και ο λαός δεν υποτάσσονται στους ευρωκράτες. Φωνή και έκφραση στον λαό. Προσφυγή σε αυτόν και προετοιμασία για περήφανη εθνική ανορθωτική πολιτική.

23/02/2015, Δήλωση για τις εξελίξεις

Η συμφωνία στην οποία υποχρεώνεται η χώρα, είναι προβληματική, τόσο με τα σημερινά δεδομένα, όσο και σε ό,τι αφορά την προοπτική της. Δεν νοείται να χαρακτηρίζεται επιτυχής, αφού δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο.

Τα μνημονιακά δεσμά δεν χαλαρώνουν. Καμιά αλλαγή δεν είναι επιτρεπτή. Η συνεχιζόμενη απώλεια κυριαρχίας και ο αμείλικτος έλεγχος της ευρωκρατίας επιβάλουν στην κοινωνία καθολική ασφυξία και όχι μόνο οικονομική. Τίποτα δεν προδιαγράφει επιστροφή σε κάποια μορφή «κανονικότητας». Το σοκ θα συνεχιστεί.

Αυτή η πραγματικότητα δεν εξωραΐζεται. Ο συντελούμενος συμβιβασμός, αργά ή γρήγορα θα διαχυθεί στην κοινωνία, εγκαθιστώντας σε κάθε επίπεδο τη λογική του.

Η ελπίδα όμως, για κοινωνική ανάταξη και αναγέννηση της χώρας πρέπει να μείνει ζωντανή. Γι’ αυτό απαιτείται επαναπροσδιορισμός της πολιτικής, των στόχων, των μέσων και των προϋποθέσεών της.

Κυρίως, αναδεικνύεται επιτακτικά η ανάγκη να μιλήσουν τα μέλη και η κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Αναδεικνύεται, επίσης, η ανάγκη να ειπωθεί από την κυβέρνηση όλη η αλήθεια στο λαό, αφού στο τέλος ο λαός θα σφραγίσει με τη ζωντανή παρουσία του τις όποιες πολιτικές εξελίξεις.

23/2/15

Ρούντι Ρινάλντι,
μέλος Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ

Δεν υπάρχει 70% «υγιές» και 30% «τοξικό» Μνημόνιο, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.250, 14/2/2015)

mnhmonio-650x250

 

Αναγκαία η κατεδάφιση του καθεστώτος που επιβλήθηκε το 2010

Όλα γίνονται με εκπληκτική ταχύτητα. Κάθε μέρα κρύβει εκπλήξεις και νέα δεδομένα. Τουλάχιστον κανείς δεν μπορεί να παραπονεθεί ότι πλήττει με όσα συμβαίνουν ή με την αγωνία της συνέχειας.

Υπάρχει η ουσία, υπάρχουν οι διαδικασίες, υπάρχουν οι τακτικές και υπάρχει και η στρατηγική. Μερικές στιγμές όλα μπερδεύονται: οι κακοί θέλουν να διαιωνίσουν την υπάρχουσα, μέχρι χτες, κατάσταση και στήνουν παγίδες. Οι καλοί θέλουν να κερδίσουν χρόνο ώστε να ξεφύγουν λίγο από την ασφυκτική πίεση. Έως εδώ καλά. Από εδώ και κάτω αρχίζει ένα παιχνίδι που δεν είναι απλώς παιχνίδι λέξεων αλλά και μετατοπίσεων. Οι τρεις μαγικές λέξεις «extend, amend and conclude» (παράταση, τροποποίηση και ολοκλήρωση) δεν είναι το βασικό αγκάθι, παρ’ όλο που όλα παίζουν το ρόλο τους…

Η άρνηση υποταγής στη γερμανική Ευρώπη (που έχει επιβάλλει την πολιτική της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς) με τη συνεχόμενη στρογγυλοποίηση ή και μετατόπιση από θέσεις και δεσμεύσεις που είχαν προβληθεί προεκλογικά, είναι η διαρκής αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ που πιθανόν θα καταλήξει σε μια ρευστή κινούμενη ισορροπία (που είναι αμφίβολο να κριθεί προκαταβολικά ποιος και τι κερδίζει) ή μπορεί να οδηγήσει σε μια μεγαλύτερη εμπλοκή και ρήξη.

Πέρα από τη μεγάλης σημασίας απόσυρση της θέσης για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους (που ας ευχηθούμε ότι μένει να ειδωθεί μετά την συμφωνία-γέφυρα που επιδιώκεται) υπάρχει μια ακόμα θορυβώδης μετατόπιση που, κατά την γνώμη μας, αδυνατίζει την επιχειρηματολογία και τη διαπραγματευτική ισχύ: Ότι δηλαδή το 70% του Μνημονίου κινείται σε σωστή εκσυγχρονιστική, μεταρρυθμιστική κατεύθυνση και το 30% είναι τοξικό, αρνητικό, απορριπτέο. Και, επομένως, τροποποιώντας το 30% σε θετική κατεύθυνση και υλοποιώντας το «ουδέτερο» 70%, βάζουμε τη χώρα σε μια τροχιά εξόδου από την κρίση και ιδιαίτερα από τη λιτότητα.

Η θέση αυτή είναι αυτοϋπομονομευτική. Παίζει σε ένα επίπεδο που έχει επιβληθεί, αυτό των μνημονίων, και αναζητεί μια μεταμνημονιακή πραγματικότητα εκκινώντας από τη θέση ότι τα μνημόνια περιείχαν και ορισμένες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που έτσι κι αλλιώς πρέπει να γίνουν. Αυτή η αποδόμηση των μνημονίων, σε ποσοστά τοξικών μερών και υγειών τμημάτων, μας καθηλώνει σε μια περιοχή όπου το δανειακό καθεστώς παραμένει απολύτως αναγκαίο και ο πειθαναγκασμός στις ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες συνθήκες είναι «φυσιολογικός».

Αντίθετα, η ισχύς της νωπής εντολής του ελληνικού λαού και η μεγάλη συσπείρωση που υπάρχει γύρω από τη θέση της μη υποταγής, επιβάλλουν ως διαπραγματευτικό ατού, τη διαρκή επίκληση των καταστροφικών επιδράσεων που επέφερε το σύνολο των μνημονίων και την υπεραναγκαία κατεδάφιση όλων των ρυθμίσεων που αυτά επέβαλλαν στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική ζωή της χώρας. Τα μνημόνια δεν είναι μόνο το πολιτικό εποικοδόμημα (τρόικα, Ράιχανμπαχ, Φούχτελ, Τask Force και τριανδρίες επιτόπιων ελέγχων) αλλά το σύνολο των ρυθμίσεων και εφαρμοστικών νόμων που οδήγησαν στην αποικία χρέους και την καταστροφή της χώρας.

Η θέση για 70% θετικά στο Μνημόνιο ξεκίνησε σαν μια ατάκα του υπουργού Οικονομικών για το νόημα της οποίας χρειάστηκαν και διορθωτικές δηλώσεις και σιγά-σιγά έγινε επίσημη θέση με την έννοια ότι χρειάζονται σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες η κυβέρνηση δεσμεύεται να προωθήσει και μάλιστα άμεσα. Τώρα κοντεύει να γίνει νέα επίσημη θέση του ΣΥΡΙΖΑ…

Οι κακοί μάλλον ευχαριστιούνται να γίνεται η συζήτηση σε αυτό το επίπεδο. «Εντάξει, το 70% που αρχίσατε να το παραδέχεστε και εσείς, για πείτε μας για το 30% τι προτάσεις έχετε». Όχι στη λιτότητα; Όχι άλλα μέτρα; Οι πλεονασματικοί προϋπολογισμοί να είναι της τάξης του 1.5% και όχι του 3-4%; ΟΚ. Πείτε όμως ποια θα είναι τα «ισοδύναμα μέτρα»… «Αυξήσεις, όχι απολύσεις, όχι περικοπές συντάξεων; Μα έτσι κοροϊδεύετε και περιφρονείτε την Ευρώπη που όλοι μαζί χτίζουμε».

Χρειαζόμαστε χρόνο αλλά μη διανοηθείτε ότι θα προσκυνήσουμε. Αυτό είναι το μήνυμα προς το Βερολίνο. Ο αγώνας για μια δημοκρατική Ευρώπη περνά και μέσα από την πάλη για το γκρέμισμα της γερμανικής Ευρώπης. Ο πολιτικός αγώνας και το προχώρημα σε μια καθαρή 100% αντιμνημονιακή γραμμή είναι λιγότερο ουτοπική από μια συμφωνία που εμείς θα ονομάζουμε «Μνημόνια τέλος» και αυτοί θα περιγράφουν λέγοντας «Ευχαρίστως να σταματήσουμε να το αποκαλούμε “τρόικα”’, αλλά οι τρεις θεσμοί θα πρέπει να συνεχίσουν τον εποπτικό τους ρόλο στην Ελλάδα».

Άλλο αντιμνημονιακός αγώνας για πολιτική, οικονομική, κοινωνική διέξοδο, ώστε να μπει τέλος στο απάνθρωπο καθεστώς δανεισμού της Ελλάδας και άλλο ηπιότερη(;) διαχείριση της διαρκούς λιτότητας και ό,τι άλλο ετοιμάζουν οι κυνικοί ευρωκράτες…

Η ασυμμετρία πολιτικής και οικονομικής δύναμης και το ελληνικό πρόβλημα, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.249, 7/2/2015)

Matthew Richardson on the world economy

Πολιτικός αγώνας απάντηση στους ευρω(τρομο)κράτες

Ο ελληνικός λαός έδιωξε από τη διακυβέρνηση το μνημονιακό πολιτικό μπλοκ και έδωσε εντολή στον ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει σε μια διαφορετική πορεία, καταργώντας άμεσα το ειδικό καθεστώς «αποικίας». Καθεστώς που είχε επιβάλλει η ευρωκρατία, μέσω της τρόικας και της άμεσης επιτήρησης. «Τρόικα τέλος», λοιπόν, και αυτή είναι μια πολιτική απόφαση που αγκαλιάστηκε από τον ελληνικό λαό. Ξεκαθαρίσαμε πολιτικά ότι κάτι σημαντικό άλλαξε στην Ελλάδα, ότι υπάρχει νωπή εντολή για άλλη πορεία. Αντιμνημονιακή, ανορθωτική, δημοκρατική και λαϊκή, για τη διέξοδο της χώρας.

Τα κάγκελα που έφυγαν από το Σύνταγμα, ο πρωθυπουργός που κατέθεσε στεφάνι στην Καισαριανή, η στάση του Γ. Βαρουφάκη απέναντι στον Ντάισελμπλουμ, έφτασαν για να νιώσει ο λαός ανακούφιση και να διαπιστώσει ότι «αυτοί που ήρθαν δεν είναι σαν τους άλλους. Έχουν άλλη πολιτική και πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία και η δυνατότητα να προχωρήσουν». Και όταν η ευρωκρατία, με τον πιο επίσημο τρόπο, μίλησε και έστειλε τελεσίγραφα συμμόρφωσης, τότε ο λαός, με τη μορφή του «Κανένα», ξαναβρέθηκε στο Σύνταγμα και αλλού, για να δείξει ότι το χαμόγελο των πρώτων ημερών μπορεί να γίνει απόφαση αγώνα.

Απέναντι στην πρόκληση που συνιστά για τη νεοφιλελεύθερη υπό γερμανική ηγεμονία Ευρώπη, το γεγονός ότι ένας λαός μπορεί να αποφασίσει μια διαφορετική πορεία, απέναντι στον τρόμο να απλωθεί η «ανταρσία», ο σκληρός πυρήνας της υπαρκτής Ε.Ε. αποφάσισε να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο: Κανένας χρόνος, καμιά ανάσα στην ελληνική κυβέρνηση εκτός κι αν υποταχθεί σε μια συμφωνία που θα συνεχίζει στις ράγες που χαράχτηκαν από τα μνημόνια. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε. Χρειάζεται, όμως, να σκεφτούμε λίγο πιο συνεκτικά τι έχει συμβεί.

Το όπλο της πολιτικής

Η μνημονιακή πολιτική υποβίβασε την Ελλάδα σε μια «αποικία χρέους». Αυτή την εκδοχή πήρε, πολιτικά και οικονομικά, η μεταπρατική πραγματικότητα. Από την ποιότητα «αποικία-χρέους» έχουμε εξέλθει μόνο πολιτικά. Αυτό είναι τεράστιο βήμα, αλλά καθένας αντιλαμβάνεται ότι για την πλήρη πολιτική ανεξαρτησία, για να είναι ο λαός αυτεξούσιος και να κατοχυρωθεί η λαϊκή κυριαρχία, απαιτείται να αντιμετωπιστεί το ειδικό οικονομικό καθεστώς που έχει εγκαθιδρυθεί. Καθεστώς βασισμένο σε μια οικονομία που υπάρχει και διαιωνίζεται μέσα από τον δανεισμό και την ανατροφοδότηση του χρέους.

Γιατί είναι πασιφανές ότι το χρέος στην Ευρωζώνη χρησιμοποιείται ως εργαλείο ελέγχου των οικονομιών υπό γερμανική εποπτεία και κατ’ επέκταση ως εργαλείο πολιτικού πειθαναγκασμού χωρών. Όταν, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει θέμα χρέους (μείωσης, διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους) ζητά, ουσιαστικά, να μπουν άλλοι όροι και απειλεί το βασικότερο εργαλείο άσκησης «οικονομικής ορθοδοξίας» στην Ευρώπη.

Επομένως, οι ευρωκράτες θα εργαστούν για τον πειθαναγκασμό της Ελλάδας, ενάντια στην θέληση του λαού της. Οι θεσμοί τους, εμποτισμένοι στο νεοφιλελευθερισμό και στα δόγματα της χρεομηχανής και προστασίας των προϊόντων της «άυλης οικονομίας», θα στραφούν εναντίον της απειλής που αντιπροσωπεύει για την πολιτική τους η Ελλάδα.

Πολιορκημένοι, αλλά ελεύθεροι, έχουμε ένα μεγάλο όπλο στα χέρια μας. Αυτό είναι που μας δίνει δύναμη και έχει ταράξει τα νερά και τις ισορροπίες στην Γηραιά Ήπειρο: Το όπλο της πολιτικής. Όχι μόνο ή όχι απλά στην κυβερνητική του διάσταση, αλλά σε αυτήν ενός αγωνιζόμενου λαού και μιας χώρας που επιζητά τη σωτηρία και τη διέξοδό της, γνωρίζοντας πλέον καλά και πιο ξεκάθαρα, ποιοι και μέσα από ποιους μηχανισμούς την εμποδίζουν να υπάρξει. Το όπλο της πολιτικής που συμπυκνώνεται στη λαϊκή συσπείρωση γύρω από νέα κυβέρνηση και την παροτρύνει: «Παλέψτε, μην κάνετε πίσω».

Παρ’ όλο που οικονομικά είμαστε σε δύσκολη θέση, παρ’ όλο που οι πολιορκητές κόβουν τη χρηματοδότηση για να μας στραγγαλίσουν, η πολιτική απόφαση ότι η Ελλάδα θα υπάρχει, θα υπάρχει περήφανη και μετά τα τελεσίγραφά τους, έχει εξαιρετική δύναμη και διαπραγματευτική ισχύ. Αυτή η ασυμμετρία ανάμεσα στη μεγάλη πολιτική δύναμη και συσπείρωση που υπάρχει τώρα και στην οικονομική αδυναμία, πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να μπουν οι βάσεις μιας οικονομίας που θα στηρίζεται όχι στα δανεικά, αλλά στην παραγωγική ανασυγκρότηση και την πνευματική αναγέννηση της χώρας.

Το όπλο της πολιτικής δεν αξιοποιείται με τακτικισμούς ή επικοινωνιακά κόλπα. Σε τέτοιες συνθήκες εφαρμόζεται δια του πολιτικού αγώνα, με καθαρούς στόχους και φυσικά μέσα από την πλήρη κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα.

Νέος κύκλος αλλά ανοιχτός

Ο τρόπος που διαβάζει κανείς τον συσχετισμό δύναμης είναι κρίσιμο ζήτημα όταν πρέπει να στηριχθεί στον πολιτικό αγώνα. Για παράδειγμα, ο εσωτερικός και ο διεθνής συσχετισμός αλληλοεπηρεάζονται αλλά δεν ταυτίζονται. Οι Ζαπατίστας κράτησαν γιατί εκμεταλλεύτηκαν τη διεθνή αλληλεγγύη κατά αριστοτεχνικό τρόπο και αυτό τους έδωσε ανάσα, χρόνο και πολιτική δύναμη. Η Ελλάδα δεν είναι η ζούγκλα της Λακαντόνα στο Τσιάπας, αλλά τα διδάγματα πρέπει να εξάγονται.

Ο συσχετισμός δυνάμεων σχετίζεται και με την ιεράρχηση τριών σημαντικών παραγόντων: Εσωτερική αντίδραση (διαπλοκή, 4-5 μεγάλες «οικογένειες», ΜΜΕ, πολιτικό σύστημα). Ευρωκρατία, δανειστές και αγορές. Γεωπολιτικά τόξα και συναρθρώσεις τους. Ποιος είναι ο πιο «αδύναμος κρίκος»; Παίρνοντας φιλολαϊκά μέτρα, κτυπώντας τη διαπλοκή, προωθώντας τη δημοκρατία παντού, δημιουργείται μια ισχυρή βάση ισχύος στο εσωτερικό. Τέτοια που επιτρέπει και την εκμετάλλευση των όποιων ρωγμών που φέρνουν αντιμέτωπους τους «μεγαπαίκτες», αλλά και δίνει περιθώρια για διαπραγμάτευση που δεν θα ισούται με εγκλωβισμό.

Ο κύκλος που ξεκινά με την «νεοπολίτευση» είναι ανοικτός: Αν επικρατήσουν οι φοβικές ισορροπίες (ανοίγματα προς το παλιό πολιτικό προσωπικό, ακόμα και η υπόθεση της Προεδρίας, μέχρι και σήμερα σέρνεται η πρόταση για Αβραμόπουλο!), τότε αντί για Πολιτική με το λαό στο προσκήνιο, θα κυριαρχήσει ο τακτικισμός και οι γέφυρες με τον συστημικό κόσμο. Ακόμα και οι αμφιλεγόμενες δηλώσεις για πακέτο μεταρρυθμίσεων που ίσως κατά 67% να μοιάζει με όσα επιζητά η τρόικα, δεν βοηθούν ιδιαίτερα και δείχνουν αμηχανία μπροστά στην απόφαση των ευρωκρατών να μην μας αφήσουν καθόλου χρόνο. Η κατεύθυνση «ούτε σύγκρουση, ούτε υποτέλεια» σε στιγμές που σε στραγγαλίζουν δεν είναι η πιο βοηθητική.

Η μετάβαση σε μια άλλη Ελλάδα πρέπει να υπηρετεί και να επιλύει τον «λαϊκό καημό» για δημοκρατία, ελευθερία, παραγωγική ανασυγκρότηση, πνευματική αναγέννηση. Αυτά σημαίνουν να είναι ο λαός υποκείμενο της μετάβασης. Το κοινωνικό μπλοκ της μετάβασης στήνεται και στηρίζεται κυρίως στο εσωτερικό, την ίδια στιγμή που πρέπει να αξιοποιεί κάθε μέσο διεθνούς αλληλεγγύης προς τους πολιορκημένους αλλά ελεύθερους Έλληνες.

Να μπει τέλος στη γερμανική Ευρώπη, αυτό τρομάζει σήμερα τους υποτιθέμενους σκληρούς. Να αναδειχθεί ένα μέτωπο των λαών του Νότου και των εργαζομένων όλης της Ευρώπης. Να εκδηλωθεί μια δημοκρατική επανάσταση στην Γηραιά Ήπειρο. Το παράδειγμα της Ελλάδας πρέπει να συνεισφέρει στο έργο αυτό. Εκεί έγκειται και η ιστορική σημασία της μετάβασης. Κάθε άλλος δρόμος συμβιβασμού θα οδηγήσει σε μια νέα εκδοχή επαναδανειοδότησης, αποτελμάτωσης και υποτέλειας.