Μύθος ή πραγματικότητα ο τουρκικός επεκτατισμός; – Άρθρο στο Δρόμο (φ.328- 8/10/2016)

Οι δηλώσεις Ερντογάν αμφισβητούν ευθέως την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδας

Στην πολιτική είναι απαραίτητη η σαφήνεια. Η θύελλα που ξεσήκωσε ο Ερντογάν –αλλά και ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος της Τουρκίας– για το ζήτημα της συμφωνίας της Λωζάννης και των νησιών του Αιγαίου, δεν αφήνει περιθώρια για περιστροφές.

Η επίσημη αμφισβήτηση της συμφωνίας μάς εισάγει σε μια νέα φάση, όπου ο τουρκικός επεκτατισμός εμφανίζεται πια να προχωρά με πιο θαρραλέα κι επιθετικά βήματα. Αναγκαία διευκρίνηση: Η οπτική του άρθρου είναι ότι υπάρχει τουρκικός επεκτατισμός, ότι είναι διαχρονικός και οργανικό στοιχείο του τουρκικού κράτους, είτε στην Κεμαλική μορφή είτε στην νεο-οθωμανική, και ότι αυτός αποτελεί πηγήαναστατώσεων και κινδύνων για όλες τις όμορες χώρες της Τουρκίας.

Ο Ερντογάν, με την αμφισβήτηση της Λωζάννης, προχωρά σε μια κλιμάκωση των μεγαλοκρατικών, επεκτατικών βλέψεων της Τουρκίας και θέτει τις βάσεις της στρατηγικής που θα ακολουθήσει στην επικείμενη αναδιαμόρφωση ολόκληρης της περιοχής (Συρία, Ιράκ αλλά και Αιγαίο, Κύπρος).

Όσοι νομίζουν ότι αυτές οι κινήσεις γίνονται για «εσωτερική κατανάλωση» κάνουν λάθος. Πρέπει να κατανοηθεί ότι το καθεστώς Ερντογάν και γενικότερα η τουρκική εξωτερική πολιτική δεν καθορίζονται τόσο από γκάλοπ και ποσοστά στις εκλογές, αλλά από βαθύτερες και ουσιαστικότερες βλέψεις. Γιατί δεν μπορεί να ξεχνιέται ή να θεωρείται «λεπτομέρεια» ότι η Τουρκία αναδεικνύεται σε περιφερειακή δύναμη πολεμώντας (στην κυριολεξία). Και μάλιστα σε πολλά μέτωπα, μέσα από σκληρές συγκρούσεις στο εσωτερικό και επαναδιευθετήσεις με τους μεγάλους του σύγχρονου κόσμου.

Επομένως, και για να το θέσουμε πιο απλά: υπάρχει απειλή προς την Ελλάδα ή αυτό είναι μια υπερβολή; Κι εδώ, οι απαντήσεις δεν μπορεί να είναι διφορούμενες, αντιφατικές και μεσοβέζικες. Όταν ολόκληρη η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας, ερντογανική και κεμαλική αμφισβητεί την κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο και τα ελληνικά νησιά, όταν αυτή η αμφισβήτηση προχωρά και με έμπρακτο τρόπο από την στρατιωτική μηχανή της Άγκυρας –ενταγμένη σε όλα τα στρατιωτικά δόγματα και σχεδιασμούς- είναι τεράστια αφέλεια να νομίζει κανείς ότι αυτά γίνονται απλά για εσωτερική κατανάλωση και για το «θεαθήναι».

Η αντιπαράθεση του Ερντογάν με τους κεμαλικούς, ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, έχει γύρει υπέρ του πρώτου. Η αμφισβήτηση της συμφωνίας της Λωζάννης έρχεται να επικυρώσει αυτήν την πρωτοκαθεδρία, με πανηγυρικό τρόπο. Κυρίως όμως προωθείται για να εξασφαλίσει για την Τουρκία προνομιακούς όρους και ανταλλάγματα σε όσες αλλαγές μπορούν να προβλεφθούν στα πεδία του πραγματικού πολέμου (Συρία και Ιράκ) και όλων των διευθετήσεων που ακολουθούν. Ο Ερντογάν, ξηλώνοντας πιο αποφασιστικά μετά το πραξικόπημα τον κεμαλικό και φιλοαμερικανικό μηχανισμό, κινείται έτσι ώστε να αποτρέψει την δημιουργία κουρδικού κράτους νοτιοανατολικά, εξασφαλίζει την ανοχή να δημιουργήσει μια λωρίδα εντός συριακού εδάφους, εγκαταλείπει τον ISIS, ενώ είναι σε θέση να εκβιάζει την Ευρώπη και την Γερμανία με το όπλο των προσφύγων και την τουρκική παρουσία ιδιαίτερα στην Γερμανία (απαιτεί το καθεστώς βίζας). Ξέρει ότι η εσωτερική αγορά της Τουρκίας ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους Γερμανούς. Στην βάση αυτή έχει κατορθώσει να εξασφαλίσει την ευμενή ουδετερότητα (διάβαζε το «πράσινο φως») για διεκδικήσεις σε Αιγαίο, Κύπρο κ.λπ.

Κι επειδή το τουρκικό επιτελείο δεν είναι της πλάκας, γνωρίζει πολύ καλά την πραγματική κατάσταση της Ελλάδας. Η αδυναμία που έχει εντός των μνημονιακών πλαισίων (για να το πούμε κομψά) επιτρέπει στην Τουρκία να εκβιάζει και προς την δικιά μας πλευρά: «Η τήρηση της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας εξαρτάται και από τις καλές σχέσεις που θα έχει η Τουρκία με την Ελλάδα».

Το καθεστώς Ερντογάν έχει μια μεγάλη εσωτερική στήριξη, δεν κινδυνεύει από κάποια αντιπολίτευση, δεν νοιώθει πίεση από καμία αριστερή δύναμη κι επομένως έχει περιθώρια για κινήσεις και πρωτοβουλίες στο γεωπολιτικό πεδίο.

Ο μόνος πραγματικός αντίπαλος του τούρκικου επεκτατισμού είναι το εθνικό κίνημα των Κούρδων. Ένας προοδευτικός παράγοντας που έχει δυναμώσει -κοινωνικά και πολιτικά- και που μπορεί να αποστα- θεροποιήσει το τουρκικό καθεστώς ή να εμποδίσει σχεδιασμούς και επεκτατικές βλέψεις. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι ο αμερικάνικος παράγοντας θα παίξει και το κουρδικό χαρτί αλλά ταυτόχρονα εκτιμά ότι μια γενικευμένη αναστάτωση της Τουρκίας είναι μια εξέλιξη που για πολλούς λόγους απεύχεται η αμερικάνικη εξωτερική πολιτική.

 

Υπάρχει απειλή και είναι σημαντική

Ο τούρκικος επεκτατισμός αμφισβητεί έμπρακτα και διαρκώς τα σύνορα που υπάρχουν. Η επίθεση του Ερντογάν προς την συμφωνία της Λωζάννης είναι η πλέον ηχηρή απόδειξη. Θέτει ζήτημα εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας, διεκδικεί ελληνικά νησιά και θεωρεί πως το Αιγαίο πρέπει να διχοτομηθεί στον 25ο μεσημβρινό (σε αυτό συμπίπτει πλήρως με τον αμερικάνικο παράγοντα). Από το 1975 έχει διακηρύξει το casus belli (αιτία πολέμου) στην περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει το κυριαρχικό της δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια, όπως ορίζει το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο.

Το τόξο Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος αποτελεί τον ζωτικό χώρο ενεργοποίησης των επεκτατικών σχεδιασμών της Άγκυρας. Και τώρα, το 2016, καταγγέλλεται το status που είχε εγκαθιδρυθεί με την συμφωνία της Λωζάννης. Αυτό σημαίνει ζήτημα συνόρων, ανοικτά και παστρικά. Στα δυο τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλά.

Ο χάρτης της Συρίας και ο πόλεμος στην περιοχή έχουν τροποποιήσει πολλά δεδομένα. Η Ρωσία έχει αναμιχθεί πιο ενεργά στην περιοχή, στην Τουρκία έγιναν πολλές αλλαγές, το κουρδικό έχει δυναμώσει, το προσφυγικό μετατρέπεται σε γεωπολιτικό όπλο.

Παράλληλα, το Αιγαίο γκριζάρεται, ανακηρύσσεται «νατοϊκή θάλασσα», ενώ στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου καταλύεται η ελληνική κυριαρχία. Στην Κύπρο το Μπαρμπαρός προχώρησε σε πολλαπλές προκλήσεις, για να μην θυμίσουμε τα διάφορα σχέδια του τουρκικού επιτελείου για τη δημιουργία σοβαρών επεισοδίων, συνοριακών και άλλων (σχέδια «Βαριοπούλα» κ.λπ.). Μάλιστα, η κεμαλική πτέρυγα, λαβωμένη τώρα αρκετά, κατηγορεί τον Ερντογάν ότι παραχώρησε 14 νησιά στην Ελλάδα… Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: Η Ελλάδα δεν απειλείται μόνο από τον δυτικό ιμπεριαλιστικό παράγοντα (ΗΠΑ, ΕΕ, Γερμανία, ΔΝΤ, ΕΚΤ, μνημόνια, ΝΑΤΟ κ.λπ.).

Απειλείται και από ανατολάς, από τον τούρκικο επεκτατισμό. Επίδικο είναι η εθνική κυριαρχία έως και ο διαμελισμός της χώρας, η απόσπαση δημόσιου πλούτου, νησιών, περιοχών, η αλλαγή του χάρτη και του ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή. Κοινωνικά, οικονομικά, δημογραφικά, εδαφικά, εθνικά, πολιτικά έχουμε «λιγότερη Ελλάδα». Αυτή η συρρίκνωση δεν έχει καθόλου προοδευτικό χαρακτήρα.

Και ούτε μπορεί κανείς να αδιαφορεί για αυτήν, με το σαθρό επιχείρημα ότι πρόκειται για «σύγκρουση δύο αστισμών», του τούρκικου και του ελληνικού.

Η συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας μέσα από σύγχρονους και κλασσικούς μηχανισμούς, συνοδεύεται πάντα από μια συρρίκνωση της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, της ευημερίας, των παραγωγικών δυνατοτήτων, σκοπεύει και καταλήγει στον εξανδραποδισμό του λαού.

 

Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας

Ο περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας επιτυγχάνεται με την μνημονιακή πολιτική που επιβάλλουν ευρωκράτες και ευρωατλαντιστές (συμβολικά το Χίλτον έχει περισσότερη δικαιοδοσία από την Βουλή) και εντείνεται από τις απειλές και τις πιέσεις του ανατολικού γείτονα. Τόσο οι δυτικοί ιμπεριαλιστές όσο και οι τούρκοι επεκτατιστές ενδιαφέρονται να υπερασπίσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα, να βάλουν στο χέρι πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις της χώρας, διαλύοντας ή συρρικνώνοντας την.

Έτσι, για όποιον ενδιαφέρεται για την πολιτική, οικονομική, κοινωνική σωτηρία και διέξοδο της χώρας, γίνεται αμέσως αντιληπτό πως η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας αποτελεί κεντρικό στόχο και βασική προϋπόθεση. Τόσο απέναντι στον οδοστρωτήρα του δυτικού χρηματιστικού κεφαλαίου όσο και απέναντι στις επιβουλές των «κακών γειτόνων».

Η πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία χωρών και λαών απέναντι στους σύγχρονους δυνάστες σημαίνει τη δυνατότητα και τον αγώνα για εθνική κυριαρχία. Χωρίς το στοιχείο αυτό οποιαδήποτε συζήτηση για λαϊκή κυριαρχία και για πραγματική δημοκρατία καταντά χωρίς νόημα.

Η συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας μιας χώρας, όπως στην δική μας περίπτωση, είτε γίνεται με οικονομικό στραγγαλισμό και εγκαθίδρυση νεοαποικιακών θεσμών (τρόικα, Χίλτον, Υπερταμείο κ.λπ.) είτε γίνεται με απειλή πολέμου, γκριζάρισμα περιοχών, στρατιωτικές κατοχές και αμφισβήτηση συνόρων, δεν αποτελεί θετικό παράγοντα, ούτε επιτρέπεται η αδιαφορία απέναντί της. Αντίθετα, η σύνδεση του κοινωνικού περιεχομένου του αγώνα για διέξοδο με την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, οδηγεί σε μια προοδευτική κατεύθυνση και αλλαγή των εσωτερικών συσχετισμών προς όφελος του εργαζόμενου λαού και της χώρας.

 

Πώς αντιμετωπίζεται η απειλή;

Κατ’ αρχάς –πρώτιστο!- είναι το να αναγνωριστεί η απειλή. Αν υπάρχει και κανείς δεν την βλέπει, δεν θέλει να την βλέπει ή αδιαφορεί για αυτήν, τότε είναι αδύνατη η οποιαδήποτε αντιμετώπισή της.

Δεύτερον, η απειλή δεν αντιμετωπίζεται με «πολιτική φιλίας» και εξωραϊσμού. Αυτή είναι η φόρμουλα της ελληνικής αστικής τάξης.

Τρίτον, χρειάζεται πολιτική προετοιμασία και σωστός προσανατολισμός του λαού. Προσανατολισμός που θα διακρίνει το στοιχείο της απειλής και θα το τοποθετεί στους στόχους και το γενικότερο πλαίσιο ενός αγώνα για την διέξοδο της χώρας.

Τέταρτον, απαιτείται μια ενεργητική πολιτική στάση. Δεν αρκεί να λες «να μια απειλή». Η πολιτική της Τουρκίας πρέπει να καταγγελθεί ως επικίνδυνη και τυχοδιωκτική, εμπρηστική και απειλητική προς τους γείτονες. Αυτό πρέπει να συνοδευτεί από την καταγγελία και το πάγωμα όλων των διεργασιών σε διεθνή φόρα: ενταξιακές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο Ε.Ε, μυστικές συνομιλίες ανάμεσα σε επιτροπές των δύο χωρών κ.λπ.

Πέμπτο, σύνδεση της πάλης απέναντι στην δυτική απειλή με την απειλή και το στάτους που θέλει να επιβάλει η Τουρκία στο τόξο Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος. Συστηματική αποκάλυψη της νεο-οθωμανικής πολιτικής του Ερντογάν.

Έκτο, υποστήριξη στον αγώνα του κουρδικού λαού, του πραγματικού φίλου των προοδευτικών δυνάμεων στην περιοχή.

Έβδομο, καταγγελία του αντιπραξικοπήματος που έχει επιβάλει ο Ερντογάν και των συστηματικών διώξεων απέναντι σε κόμματα, δημοκρατικές ελευθερίες, εθνότητες.

Όγδοο, ανάκτηση της πλήρους κυριαρχίας στο Αιγαίο. Δεν είναι «νατοϊκή θάλασσα», ούτε χωρίζεται στον 25ο μεσημβρινό. Να σταματήσει το παραμύθι περί «κλειστής θάλασσας» και το γκριζάρισμα νησιών και περιοχών με πρόσχημα το προσφυγικό πρόβλημα.

Αυτά είναι ορισμένα από τα σοβαρά ζητήματα κυριαρχίας που δεν μπορούν παρά να καθορίσουν το περιεχόμενο και την κατεύθυνση ενός αγώνα.

 

Μια χρήσιμη, ιστορική παρένθεση

Το 1940 η Ελλάδα ήταν μια εξαρτημένη χώρα, στην οποία κυριαρχούσε κυρίως ο αγγλικός παράγοντας, ενώ ο γερμανικός είχε διεισδύσει αρκετά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα Βαλκάνια. Ο ιταλικός φασισμός επιτέθηκε στην Ελλάδα τον Οκτώβρη του 1940 και τότε εκφράστηκε η παλλαϊκή – πανεθνική αντίδραση του «Όχι». Ένα ολόκληρο έθνος και ένας λαός είπαν το «ΟΧΙ» και πολέμησαν ενάντια στον εισβολέα. Τον Απρίλη του 1941 οι ναζιστικές ορδές κάμπτουν την ελληνική αντίσταση και εισβάλλουν στην Ελλάδα, γεγονός που καθυστερεί σημαντικά την επίθεση τους ενάντια στην ΕΣΣΔ. Έκτοτε εγκαθιδρύεται η κατοχή που θα διαρκέσει έως το 1944. Όχι «σκέτη» κατοχή, αλλά τριπλή: γερμανική, ιταλική και βουλγαρική.

Η εθνική κυριαρχία της Ελλάδας καταλύεται και διαμοιράζεται. Η αστική τάξη την κοπάνησε προς Κάιρο μεριά υπό την προστασία των άγγλων «φίλων». (Και σήμερα η μεγαλοαστική τάξη της Ελλάδας την έχει κοπανήσει, προσυπογράφοντας τα μνημόνια, εξάγοντας τις καταθέσεις στην Ελβετία και στους φορολογικούς παραδείσους, αντιγράφοντας τις πρακτικές των γερμανοτσολιάδων συνεργατών).

Η Τουρκία δεν ενεπλάκη ενεργά στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά ήταν σύμμαχη δύναμη προς την Γερμανία. Οι γερμανοτουρκικές σχέσεις έχουν μια μακρά ιστορία…

Για όποιον δεν βλέπει στα παραπάνω καμιά αναλογία, παρά μόνο ότι χρειάζεται ένα μέτωπο, ή ακόμα χειρότερα ότι χρειάζεται ενότητα για να μπούμε στην Βουλή, θα υπενθυμίσουμε ότι το ΕΑΜ αγωνίστηκε ενάντια στην τριπλή κατοχή και υπερασπίστηκε την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας από την τότε Νέα Τάξη Πραγμάτων…

Σήμερα, ο αγώνας για την ειρήνη και για σχέσεις καλής γειτονίας δεν μπορεί να στηρίζεται στο «σφάξε με αγά μου να αγιάσω», ούτε στο καραγκιοζικό «βάρα με, βάρα με πολύ να ιδρώσεις, να κρυώσεις, να αρρωστήσεις, να πεθάνεις, να απαλλαγώ από σένα».

http://www.e-dromos.gr/my8os-h-pragmatikothta-o-tourkokos-epektatismos/

Tagged : /