Η «αποικία-χρέους» Ελλάδα και τα βήματα για τη μεγάλη αλλαγή και την ουσιαστική διέξοδο, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.233, 18/10/2014)

Τον Μάιο του 2010, στα πρώτα βήματα αυτής της εφημερίδας και μόλις μπαίναμε στη μνημονιακή εποχή, μιλήσαμε -σχεδόν οι μόνοι στο χώρο της Aριστεράς- για είσοδο σε μια «νέα καθεστωτική φάση». Τέσσερα χρόνια μετά, χρόνια έντονων αλλαγών, ανατροπών, αγώνων, ανακατατάξεων, ανατινάξεων τομέων της οικονομίας και καταστροφής κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων, παρεμβάσεων και τελεσιγράφων από μεριάς των «δανειστών» – κλεπτοκρατών, έχουμε φθάσει σε ένα νέο ποιοτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει συνολικά τη χώρα μας.

Είμαστε, πλέον, όχι μια χώρα του Ευρωπαϊκού Νότου, όχι απλά μέλος της Ε.Ε., αλλά κάτι άλλο που πρέπει να οριστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια.

Δεν είμαστε «Νότος», όπως θα ορίζονταν η Ισπανία, η Πορτογαλία ή η Ιταλία. Είμαστε κάτι πιο… παρακατιανό. Να το αποκαλέσουμε «νότο του Νότου»; Κάτι περισσότερο λέει επί της ουσίας. Ορισμένοι αναλυτές ονομάζουν κάποιες χώρες ως «σκουπίδια» και σ’ αυτές περιλαμβάνουν περιπτώσεις χωρών όπως Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Μολδαβία κ.λπ. Με αυτόν τον προσδιορισμό πλησιάζουμε περισσότερο την πραγματικότητα και τη διαβάθμιση που γίνεται από τους μεγαπαίκτες όταν ατενίζουν τη Βαλκανική, τη νοτιοανατολική πτέρυγα της Ευρώπης ή την περιοχή που πλησιάζει περισσότερο προς τη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή.

Άλλοι έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «αποικία-χρέους» και πλησιάζουν ακόμα περισσότερο την πραγματική υπόσταση της χώρας μας στο σύγχρονο κόσμο.

Και, πρόσφατα, με όσα γίνονται μπροστά στα μάτια μας, έχουμε το πλευροκόπημα της «αποικίας-χρέους» από δύο μεγάλους περιφερειακούς πολέμους (Ουκρανία-Συρία/Ιράκ) και τα βαθύτατα ανησυχητικά σημάδια αναφλέξεων στον Βαλκανικό χώρο, όπως έδειξαν πρόσφατα γεγονότα σε γήπεδα και μειονοτικούς χώρους.


Έτσι, λοιπόν, το πείραμα που ξεκίνησε το 2010 με μνημόνια και τρόικες ως ειδικές μορφές καθεστώτων σε «άρρωστα» μέλη της Ε.Ε., φτάνει σήμερα να έχει δώσει τόσα πολλά αποτελέσματα, που εισάγει τη χώρα μας σε μια νέα ποιοτική κατάσταση, αυτήν της αποικίας-χρέους.

Παράλληλα, έχουμε -πάλι μπροστά στα μάτια μας- τη μετατροπή μιας χώρας (με όσα γενικά χαρακτηριστικά είχε μια χώρα μέχρι το 2010 και με όσα ειδικά χαρακτηριστικά είχε η Ελλάδα) σε χώρο γεωπολιτικών αναδιατάξεων και ρυθμίσεων. Δεν πρόκειται μόνο για τις καταστροφές ενός πολέμου (όπως συνηθίζεται να λέγεται για τα δεινά που επισώρευσαν μνημόνια και τρόικες επί 4 έτη) αλλά για ταυτόχρονο σχεδιασμένο και επιβαλλόμενο «άδειασμα» των χαρακτηριστικών που συγκροτούν τη λαϊκή και εθνική κυριαρχία και την κρατική συγκρότηση, τη διοικητική δομή, την κοινωνική συνοχή, τα πολιτισμικά στοιχεία.



Κρίσιμες παραδοχές

Δεν είναι εφικτή η επιστροφή στην κατάσταση που βρισκόταν η χώρα πριν από το 2008. Η καταστροφή είναι τέτοια και τόση που η χώρα χρειάζεται γενική ανάταξη. Ούτε το ζήτημα-πρόβλημα της χώρας είναι απλά η οικονομική κρίση. Είναι καθολική κρίση. Κρίση θεσμών, πολιτικού συστήματος, παραγωγικού ιστού, κρατικού συστήματος, πολιτισμού, κοινωνικής συνοχής, γενικευμένης υπόστασης ως κρατικής οντότητας και χώρας.

Ελάχιστοι από το χώρο της διανόησης έχουν την τόλμη να συγκρίνουν την καταστροφή που έχει επέλθει με αυτήν του 1922. Είναι τόσο μεγάλη και τόσο βαθιά η καταστροφή που προκαλεί ανησυχίες για την ίδια την ύπαρξη της Ελλάδας ως χώρας, ενώ έχουν προταθεί και χαρακτηρισμοί όπως «προτεκτοράτο», «χώρα υπό κατοχή», «μετανεωτερική αποικία» ή «καθεστώς μετανεωτερικής υποτέλειας».

Όλες αυτές οι προσεγγίσεις, είναι κοντύτερα στην πραγματικότητα της χώρας, παρά οι αναλύσεις των πολιτικών υπαλλήλων της τρόικας ή τα σχήματα που κυριαρχούν στην αριστερή διανόηση. Για την τελευταία, όλα αυτά δεν τους λένε τίποτα και ακόμα δεν έχουν συνέλθει από την προηγούμενη ανάλυση που είχαν, ότι τάχα η Ελλάδα είναι μια ιμπεριαλιστική χώρα που μετέχει διά της άρχουσας τάξης της στην εσωτερική υπερεκμετάλλευση και την ιμπεριαλιστική λεία. Πόσο μάλλον να δεχθούν την έννοια «αποικία-χρέους» και τα καθήκοντα που αυτή θέτει.

Επομένως, ας εξετάσουμε έστω συνοπτικά αυτήν την έννοια.



Η έννοια «αποικία-χρέους»

Η Ελλάδα δεν είναι μια κλασική αποικία όπως κάποτε θεωρούντο χώρες της Αφρικής, της Ασίας ή της Λατινικής Αμερικής. Ήταν μια χώρα στο μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού (συγκρινόμενη με άλλες χώρες της καπιταλιστικής μητρόπολης), διαμετακομιστικό κέντρο μεταπρατικών υπηρεσιών και εκδουλεύσεων και με ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την ειδική ανάπτυξη των εμπορευματικών-καπιταλιστικών σχέσεων και τομέων. Τα οποία, με τη σειρά τους, συνδέονται με τα ειδικά καθεστώτα που γνωρίσαμε ως χώρα-πεδίο ανταγωνισμού και περασμάτων μεγάλων δυνάμεων (γεωπολιτική θέση της χώρας) αλλά και αποτέλεσμα της λαϊκής πάλης και των εποικοδομημάτων που έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο στις υποτελείς τάξεις -τόσο στην αντίστασή τους όσο και στην ενσωμάτωσή τους. Δεν μιλάμε επομένως για την Λιβερία ή κάποια άλλη χώρα.

Η έννοια δεν είναι απλά «αποικία» αλλά «αποικία- χρέους» και αφορά σύγχρονες συνθήκες μετατροπής μιας χώρας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε μια χώρα υπό επιτήρηση, διεθνή έλεγχο, με παραδομένα όλα τα εργαλεία άσκησης οικονομικής πολιτικής και με επιτόπιους τοποτηρητές δανειστών που αντιμετωπίζουν τη χώρα όχι ως κυρίαρχη, αλλά κάτι παραπάνω από εξαρτημένη ή κυριαρχούμενη πολιτικώς.

Αποικία χρέους είναι μια χώρα που:

α) Βρίσκεται στο κάτω μέρος της αλυσίδας των κρίκων της Ε.Ε.

β) Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, έχει περιοριστεί δραστικά η κυριαρχία της και έχει γίνει πλέον μόνο τυπική.

γ) Υπόκειται στην άμεση εποπτεία τρίτων δυνάμεων (τρόικα-Φούχτελ-Ραϊχεμνμπάχ κ.λπ.).

δ) Οι αποφάσεις που την αφορούν λαμβάνονται εκτός των νόμιμων εσωτερικών διαδικασιών και οι εσωτερικοί θεσμοί απλά καλούνται να επικυρώσουν τις αποφάσεις που λήφθηκαν από τρίτα μέρη, τα οποία δρουν διεθνώς (γερμανικό κράτος, ευρωενωσιακή γραφειοκρατία, «αγορές», δηλαδή, χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο) και

ε) στην ουσία αυτά τα τρίτα μέρη συνδιαμορφώνουν ή επιβάλουν την εσωτερική πολιτική και την ημερήσια διάταξη.

στ) Ολόκληρη η οικονομία της βρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχο τρίτων, οι δε λειτουργίες της γίνονται με τρόπο που να συμπληρώνουν τις ανάγκες τους κι όχι τις δυνατότητες ανάπτυξής της.

ζ) Βασικοί τομείς της αγοράς, του τραπεζικού συστήματος και του δημοσίου ελέγχονται και εποπτεύονται από τους δανειστές.

η) Τα δάνεια, η τοκογλυφία, οι όροι των μνημονίων και οι ειδικού τύπου δανειακές συμβάσεις λειτουργούν στην κατεύθυνση της μετάπτωσής της από κυρίαρχη σε «αποικία-χρέους», είναι δηλαδή πολιορκητικοί κριοί, μηχανισμοί άλωσης και υποδούλωσης, απονέκρωσης της κυριαρχίας, μετάπτωσης από την τυπική κατάσταση ενός ισότιμου μέλους της Ε.Ε., σε κάτι άλλο: αμνηστεύονται όλες οι πράξεις διαφθοράς και χρηματισμού ιδιαίτερα από ομίλους της Ε.Ε. και ιδιαίτερα από γερμανικές εταιρίες, δίνεται άμεση πρόσβαση και έλεγχος του ορυκτού πλούτου και προτιμησιακό καθεστώς στις αποκρατικοποιήσεις, όπως και προετοιμάζεται συστηματικά η δημιουργία ειδικών ζωνών στα εδάφη.

θ) Επαναφέρονται μέθοδοι εκμετάλλευσης, κοινωνικών σχέσεων και συσσώρευσης που χαρακτήριζαν τον καπιταλισμό της πρωταρχικής συσσώρευσης.

(Για όλα τα παραπάνω ο αναγνώστης μπορεί να βρει πλήθος από στοιχεία και επιχειρηματολογία στην άκρως ενδιαφέρουσα εργασία του Νίκου Κοτζιά με τον τίτλο Ελλάδα αποικία χρέους, ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και γερμανική πρωτοκαθεδρία)

Παλιά αυτό που μας επισυμβαίνει θα το έλεγαν με την ακόλουθη γλώσσα: «Το χρηματιστικό κεφάλαιο, θα μπορούσαμε να πούμε, σε όλες τις οικονομικές και διεθνείς σχέσεις είναι μια δύναμη τόσο ισχυρή, τόσο αποφασιστική, ώστε να υποτάσσει, ακόμα και τα κράτη εκείνα που έχουν μια πλήρη πολιτική ανεξαρτησία».

Οι περίφημες «αγορές», λοιπόν, υποβάλλουν όρους και δημιουργούν νέα ποιοτικά στοιχεία με τη δράση τους και τη συνύφανσή τους με τα κράτη-μεγάλες δυνάμεις, τη γραφειοκρατία που οι ίδιες αναπτύσσουν, με τη διεθνοποιημένη κρατικότητα που δημιουργούν σε ένα βαθμό και με την εξελισσόμενη γεωπολιτική χαοτική κατάσταση που δημιουργείται από το φαινόμενο «δύση της Δύσης» ιστορικά, παγκόσμια και μέσα σε μια πρωτόγνωρη κρίση.



Ποια καθήκοντα προκύπτουν;

Πρώτο που πρέπει να αναρωτηθούμε είναι αν, πράγματι, συνειδητοποιείται η κατάσταση κι αν γίνεται κατανοητό ότι δεν αντιμετωπίζουμε ένα σύνηθες οικονομικό φαινόμενο (π.χ. κάθε 10 χρόνια έχουμε ύφεση-κρίση, γίνεται υποτίμηση κεφαλαίου και εργατικής δύναμης και ο κύκλος κερδοφορίας ξαναρχίζει βγαίνοντας από την κρίση ή κάτι παρόμοιο και λίγο πιο σύνθετο).

Βρισκόμαστε σε μια νέα ποιοτική κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε τεράστιες περιπέτειες ή και καταστροφές αν δεν γίνει αντιληπτή κι αν δεν χαραχθεί μια στρατηγική διεξόδου της χώρας από το ειδικό καθεστώς στο οποίο την έχουν υποβιβάσει ή έχει υποβιβαστεί. Το κρίσιμο είναι πώς θα μετατραπεί από μια «αποικία-χρέους» σε μια ανεξάρτητη βιώσιμη χώρα.

Δεύτερο, πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά πώς αντιλαμβάνονται και πώς θα συμπεριφερθούν σε μια αποικία χρέους τα τρίτα μέρη. Θέλουν πράγματι την οικονομική ανάκαμψη και τη σταθερότητα της χώρας ή την βλέπουν ως χώρο που πρέπει να οικοπεδοποιηθεί με τρόπο που να ευνοεί ιδιαίτερα συμφέροντα και σύμφωνα με τη δύναμη ή την ιεραρχία των τρίτων μερών;

Μια «αποικία χρέους» μέσα σε μια γεωπολιτική δίνη που πλησιάζει επικίνδυνα μπορεί να οδηγηθεί και ώς το διαμελισμό και αυτό θα έχει τεράστιες συνέπειες σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Η Αριστερά και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, σε διάφορες εκφωνήσεις του, καλά κάνει και ομιλεί περί «αποικίας-χρέους». Η εφαρμοστέα πολιτική του, όμως, μοιάζει να ξεχνά αυτήν την ποιότητα, και αυτό το κενό -που δεν είναι μικρό- επείγει να καλυφθεί τάχιστα με παρεμβάσεις της ηγεσίας του.

Ο στόχος, ο στρατηγικός στόχος, δεν είναι απλά «να κυβερνήσουμε» αλλά να συμβάλλουμε -και με την διακυβέρνηση- για να μπει ένα στοπ στο καθεστώς «αποικίας-χρέους». Οι προϋποθέσεις ενός τέτοιου στόχου είναι πάμπολλες, δύσκολες και σύνθετες. Δεν επιτυγχάνονται με εξυπνακισμούς και με τετριμμένα αριστερά στερεότυπα και λεονταρισμούς (πολιτικές και σχήματα των ΚΚΕ, εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κ.λπ.). Δεν λύνονται και χωρίς ενεργοποιημένο το μεγάλο όπλο, το όπλο της πολιτικής και του λαϊκού κινήματος. Μόνο με ενεργοποιημένο το όπλο της πολιτικής (πολιτικός αγώνας ενάντια στο καθεστώς της «αποικίας-χρέους») και λαϊκό κίνημα που λαμβάνει την ευθύνη μαζί με την Αριστερά να ανατάξει τη χώρα και την κοινωνία από τη διάλυση και να τις ξαναδώσει υπόσταση.

Εδώ δύο σημαντικές υποσημειώσεις:

α) Η χώρα δεν διαθέτει πολιτικές ή διανοητικές ελίτ που να θέτουν τέτοιους στόχους και να νοιάζονται για την αναγέννηση της χώρας. Η εθελοδουλία και ο ραγιαδισμός του πολιτικού κόσμου και ο κοσμοπολιτισμός-ευρωπαϊσμός της διανόησης, σε γενικές γραμμές, έχουν αφήσει ένα τεράστιο κενό που πρέπει κι αυτό να καλυφθεί.

β) Τα γεωπολιτικά σύννεφα δεν επιτρέπουν «ανέσεις» που υπήρξαν ακόμα και στα μνημονιακά χρόνια. Έρχονται τεκτονικοί σεισμοί και όλες οι γραμμές μοιάζουν ανοχύρωτες…

Πόσο καλό μπορεί να επιφέρει το γκραμσιανό και πολυφορεμένο «απαισιοδοξία της σκέψης, αισιοδοξία της θέλησης»; Αισιοδοξία μπορεί να προκύψει αν ψάξουμε καλά σε αυτό που τόνιζε ένας σημαντικός διανοητής, ο Κωστής Μοσκώφ, ως εποικοδημήματα των υποτελών τάξεων και στρωμάτων στη χώρα.

Έχουμε περισσότερο από ποτέ ανάγκη από μια «πραγματικότητα εννοιών» που θα αντικαταστήσει την «πραγματικότητα παραστάσεων» που έχουν στήσει οι μνημονιακές εσωτερικές και τρίτες δυνάμεις.
Tagged : / /

Εποχή πολέμων; άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.230, 27/9/2014)

Η παρακμή της Δύσης, οι σύγχρονες σταυροφορίες και η θέση της Ελλάδας 
 
Το ερώτημα έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Η εποχή που ζούμε θα είναι μια εποχή πολέμων, δηλαδή κυριαρχίας της πολιτικής της εξάλειψης των αντιπάλων διά της αιματοχυσίας; Διότι, το γνωστό «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» διακρίνει σαφώς την εποχή της «ειρήνης» από την εποχή του «πολέμου».
 
Συνηθίσαμε στην ιδέα ότι ο πόλεμος είναι εξαίρεση, ενώ ο «ειρηνικός» οικονομικός ανταγωνισμός ο κανόνας. Πόλεμος και ειρήνη, πράγματι, διαπλέκονται αλλά καλό είναι οι «ηρωικές» στερεοτυπικές διατυπώσεις («ταξικός πόλεμος», «κοινωνικός πόλεμος» κ.λπ.) να μη συσκοτίζουν τη διαφορά ανάμεσα στις δύο καταστάσεις. Ο πόλεμος ως ειδική κατάσταση (για άλλους «τέχνη», «επιστήμη» ή «πατήρ πάντων») είναι η συνέχιση της πολιτικής με βίαια μέσα που αποσκοπεί στην συντριβή ή την εξουδετέρωση της αντίπαλης δύναμης.
 
Ο φιλόσοφος Κ. Πρέβε, έθεσε με σαφήνεια το ερώτημα: «Το να φτάνουμε στη ρίζα των ζητημάτων, το να είμαστε δηλαδή ριζοσπάστες, σημαίνει να μπορούμε να ερμηνεύσουμε το ουσιώδες της ιστορικής εποχής που ζούμε». Ποιο είναι, λοιπόν, το ειδικό, κεντρικό χαρακτηριστικό της εποχής μας; Ο Πρέβε απαντά: Ο σύγχρονος κόσμος συνίσταται σε μια εποχή πολέμων για τη Νέα Τάξη Πραγμάτων. Δεν πρόκειται για μια απλή περιγραφή δίπλα σε άλλες που θα μπορούσαν να γίνουν, αλλά για σαφή ορισμό της ιστορικής εποχής που είναι σε εξέλιξη.

 
Δεν είναι λίγοι όσοι μιλούν για τους πολέμους στην εποχή της Νέας Τάξης και εξετάζουν τα ειδικά τους χαρακτηριστικά, υποστηρίζοντας ότι έχει ήδη αρχίσει ο Δ’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, λίγο μετά τη λήξη του Τρίτου και επονομαζόμενου ψυχρού πόλεμου, σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας μεγάλης σύγκρουσης που θα χρωματίσει την παγκόσμια πραγματικότητα αποφασιστικά. Για να μιλήσουμε με πιο προσγειωμένους όρους, ας θεωρήσουμε τον πόλεμο ως μια από τις μεγάλες ροπές του 21ου αιώνα. Με πιο «ξύλινη» γλώσσα, η «τάση προς τον πόλεμο» μεγαλώνει εκθετικά.
 
Διεξάγονται, τώρα, δύο ταυτόχρονα διεθνοποιημένοι πόλεμοι. Ο πόλεμος της Ουκρανίας και αυτός ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος στις περιοχές του Ιράκ και της Συρίας. Η εμπλοκή δυνάμεων στους πολέμους αυτούς μεγαλύτερη και ευρύτερη, το θέατρο των επιχειρήσεων αφορά μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα -μεγαλύτερης σημασίας από τη Σερβία του Μιλόσεβιτς- και μια εκτεταμένη περιοχή στη Μέση Ανατολή. Ο πόλεμος της Γάζας μόλις έχει κοπάσει προς το παρόν, στις περιοχές του Αφγανιστάν και του Πακιστάν συνεχίζεται, ενώ γίνεται φανερό πως οι διευθετήσεις που έφεραν οι χθεσινοί πόλεμοι (Ιράκ, Αφγανιστάν) έχουν προ πολλού αμφισβητηθεί.
 
 
Ιστορική παρακμή της Δύσης, στρατηγική του χάους
 
Η ροπή προς τον πόλεμο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο ως κλασική μέθοδος ξεπεράσματος της οικονομικής κρίσης, μέσω της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων για να ξαναρχίσει ο κύκλος της κερδοφορίας. Σωστό και ιστορικά επαληθεύσιμο, αλλά ταυτόχρονα πολύ γενικό, τόσο που δεν συλλαμβάνει το ιδιαίτερο της ιστορικής φάσης, των ειδικών τρόπων διεξαγωγής των πολέμων, της στρατηγικής κάθε εμπλεκόμενης δύναμης, των συνεπειών στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
 
Ζούμε σήμερα την πολύμορφη ιστορικής σημασίας παρακμή της Δύσης και την υποχώρηση των ΗΠΑ, ηγέτιδας δύναμης του δυτικού κόσμου. Η σχετική παρακμή της Δύσης σχετίζεται με την πορεία της «παγκοσμιοποίησης» και κυρίως με μια συνέπειά της, την ανάδυση άλλων κέντρων (π.χ. Κίνα, Ρωσία, Ινδία).
 
Η περαιτέρω ισχυροποίηση ή συνεργασία των κέντρων αυτών μπορεί να αποτελέσει τεράστιο πονοκέφαλο για το δυτικό κόσμο και τη δύουσα κυριαρχία των ΗΠΑ. Η εξαπόλυση χαοτικών καταστάσεων, μέσω πολέμων, είναι ο κύριος τρόπος αντιμετώπισης της απειλής που συνιστά η ανάδυση των νέων κέντρων. Οι σταυροφορίες, που η Ουάσιγκτον εξαγγέλλει, οδηγούν σε πολυδιάσπαση μετώπων και επιβράδυνση ή ακύρωση κινήσεων προσέγγισης (π.χ. το πλησίασμα Ρωσίας, Γερμανίας). Οι χαοτικές καταστάσεις λειτουργούν και «προβοκατόρικα», στοχεύοντας στη δημιουργία τετελεσμένων προς όφελος, κυρίως, των ΗΠΑ.
 
Με μια έννοια, ο σύγχρονος κόσμος ήταν κυρίως «δυτικοκεντρικός» και αυτό αρχίζει για πρώτη φορά να θεωρείται περιοριστικό. Η παγκοσμιοποίηση ρηγμάτωσε την ηγεμονία του «δυτικοκεντρισμού» που εμφανίστηκε στα μάτια ζωτικών αστικών δυνάμεων της Περιφέρειας, ως αναχρονισμός, έτσι που επιζητούν κι αυτές μια «νέα τάξη πραγμάτων». Η δική τους υπό διαμόρφωση στρατηγική δεν εδράζεται στην κατάργηση κάθε έννοιας Διεθνούς Δικαίου ή εθνικής κυριαρχίας αλλά μάλλον προσβλέπει σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπου οι ίδιες θα είχαν δραστήριο ρόλο.
 
Οι δύο, σε εξέλιξη, διεθνοποιημένοι πόλεμοι που αναφέρθηκαν, πρέπει να ειδωθούν ως άμυνα, θωράκιση και πρωτοβουλία της Δύσης για την ανακοπή αυτών των τάσεων. Ο δρόμος του πολέμου καθίσταται ο «καθαρός» τρόπος επίλυσης γεωπολιτικών ανταγωνισμών που ακόμα δεν έχουν πλήρως διαφανεί.
 
Το ιδεολογικό προκάλυμμα των νέων σταυροφοριών δεν θα είναι ίδιο όπως στις περιπτώσεις των πολέμων της Γιουγκοσλαβίας ή του Ιράκ. Ούτε θα είναι απλά η «σύγκρουση των πολιτισμών» αλά Χάντιγκτον. Θα ζήσουμε, ήδη ζούμε, ένα υβρίδιο πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας (γενικά), της βαρβαρότητας (ιδιαίτερα της τζιχαντιστικής), του Πούτιν που θέλει να αναβιώσει την «αυτοκρατορία του κακού» (χριστιανός και όχι τζιχαντιστής βέβαια αυτός, αλλά πάντως σκοτεινός…). Ενώ βεβαίως, θα αποθεωθούν τα «ιδεώδη» και ο «πολιτισμός» της Δύσης ως πανανθρώπινες αξίες που όλοι θα πρέπει να υπερασπιστούν απέναντι στην «απειλή του χάους».
 
Οργανωτής των νέων σταυροφοριών οι ΗΠΑ και ομπρέλα ολόκληρη η Ευρώπη, αλλά και χώρες όπως η Αυστραλία ή η Ιαπωνία που εξοπλίζεται ταχύτατα και δείχνει τα δόντια της προς τη Ρωσία και την Κίνα. Μέσα στην Ευρώπη, χώρες όπως οι Βαλτικές, η Πολωνία, η Ουκρανία (η όποια Ουκρανία μέσα από ή μετά τον πόλεμο) θα είναι οι κράχτες της αντιρωσικής πλευράς.
 
Στον αραβικό κόσμο, η κατάσταση θα είναι πιο σύνθετη καθώς ο ενισχυμένος (αλλά διασπασμένος) σουνιτισμός στοχοποιείται σήμερα αλλά δεν θα εγκαταλειφθεί η προσπάθεια στραγγαλισμού του σιίτικου στοιχείου (Ιράν, Χεζμπολάχ κ.λπ.). Το χάος όμως στην περιοχή μπορεί να βοηθά για γενικότερες διευθετήσεις σε όλα τα θέατρα της άμυνας που προβάλλει η Δύση.
 
 
Ένα αφελές ερώτημα
 
Έχει σχέση το αντικειμενικό γεγονός των δύο σε εξέλιξη πολέμων με την κατάσταση στη χώρα μας και τον αγώνα για μια διαφορετική διέξοδο; Γιατί καμιά φορά η πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα διεξάγεται σαν να βρισκόμαστε κάπου μακριά και όχι ακριβώς ανάμεσα στις ζώνες των δύο πολέμων. Σαν να είμαστε μια χώρα σαν τη Νέα Ζηλανδία ή την Ελβετία, κάπως μακριά και χωρίς υποχρεώσεις απέναντι σε συνασπισμούς, όπως η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, δηλαδή δύο βασικές ενώσεις της υπαρκτής Δύσης. Σαν να μην αντιλαμβανόμαστε ότι η σύγχρονη ροπή στον πόλεμο οδηγεί στην καταναγκαστική επιλογή αναβίωσης του «ευρωατλαντισμού» που ακυρώνει την όποια αυτονομία της Ευρώπης από τις ΗΠΑ. Αφήνοντας, βέβαια, τον ηγεμόνα (Γερμανία) να κάνει ΠΑΙΧΝΙΔΙ χωρίς όμως να εγκαταλείπει την αγκαλιά των αμερικανικών προτεραιοτήτων. Έτσι, ακόμα και ο βαθμός αυτονομίας της Γερμανίας καθορίζεται από τις τάσεις αυτές.
 
Οι πόλεμοι με το γεωπολιτικό χαρακτήρα που περιγράφτηκε, εμπλέκουν όλες τις δυνάμεις στην τροχιά της αντιπαράθεσης. Η κυβέρνηση, βέβαια, διά της κυρίας… Βούλτεψη, εξηγεί την υποτελή της στάση με την περίφημη φράση «η τήρηση των συμμαχικών δεσμεύσεων είναι υπεράνω των συμφερόντων των ροδακινοπαραγωγών», χωρίς να αναρωτιέται καθόλου τι θα ζητηθεί στην πορεία από τους «συμμάχους» και τι προετοιμάζουν για μια αποικία χρέους στον Ευρωπαϊκό Νότο. Φυσικά οι πολιτικές ελίτ δεν διατυπώνουν καμιά σκέψη για το τι θα γίνει αν η κλιμάκωση της γεωπολιτικής κρίσης απαιτήσει άνοιγμα μετώπων και στα Βαλκάνια.
 
Ήδη, έχουμε «υποδεχτεί» τα χημικά της Συρίας στις θάλασσές μας, έχουμε πληρώσει το εμπάργκο προς τη Ρωσία, δίνουμε ό,τι ζητούν οι Αμερικανοί στη Σούδα και την Καλαμάτα, συρόμαστε σε διάλογο για την αποδοχή μιας νέας εκδοχής Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, ενώ είμαστε θεατές των όσων διαδραματίζονται στα Βαλκάνια.
 
Ακόμα χειρότερα, σφυρίζουμε αδιάφορα, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνουμε πως η Τουρκία, χώρα του G20 με βλέψεις για ευρύτερο ρόλο στην περιοχή, προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο να αποδεχθεί κουρδικό κράτος, ζητώντας «οικόπεδα» προς Δυσμάς (Κύπρος, Αιγαίο, Βαλκάνια). Ενώ αφήνει να διαρρεύσει ότι διαθέτει πυρηνικό πρόγραμμα μεγάλων βλέψεων. Ερντογάν και Νταβούτογλου θέτουν σε ΕΦΑΡΜΟΓΗ από καλύτερες θέσεις, και με ανανεωμένη τη λαϊκή εντολή, την πολιτική του νέο-οθωμανισμού.
 
Άφωνοι, συρόμενοι από ΗΠΑ και Γερμανία, απόντες σαν χώρα στα γεωπολιτικά τεκταινόμενα. Εθελόδουλοι, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τους δυνάστες και εμπρηστές. Αλλά και με ένα λαό απροετοίμαστο απέναντι σε όσα εξελίσσονται σήμερα και προδιαγράφονται για αύριο.
 
Τα γεωπολιτικά κύματα, λοιπόν, εμπλέκουν και απειλούν με ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους τη δοκιμαζόμενη από τα μνημόνια και την τρόικα χώρα μας. Τα σενάρια διάλυσης, διαμελισμού και οικοπεδοποίησης δεν είναι φανταστικά μέσα από τις νέες παγκόσμιες μοιρασιές που αργά ή γρήγορα θα προκύψουν. Η παραμονή στο έδαφος του οικονομισμού, παραβλέποντας αυτά τα γεωπολιτικά κρίσιμα ζητήματα, λειτουργεί αφοπλιστικά. Το ζητούμενο παραμένει μια εθνική, πολιτική, οικονομική, κοινωνική διέξοδος σε πολύ δύσκολες και όχι ευνοϊκές γεωπολιτικές συνθήκες. Για να γίνει πραγματικότητα χρειάζεται ένα μεγάλο λαϊκό ρεύμα, ένα πολιτικό κίνημα που θα βάθαινε την πολιτικοποίησή του, δοκιμάζοντας να ανακαλύψει και να στερεώσει τους όρους μιας τέτοιας Διεξόδου.
Tagged : / /

Σχετικά με την κοινή μας δήλωση, Ρ. Ρινάλντι – Ε. Σωτηρίου, 17/9/2014

Η κοινή δήλωσή μας, στην οποία αναφέρονται αρκετά ΜΜΕ, αφορούσε την εκτίμησή μας για την πορεία της προγραμματικής δουλειάς του ΣΥΡΙΖΑ και δεν είχε καμία αναφορά στα ζητήματα που τέθηκαν στην Θεσσαλονίκη.
Άλλωστε κατατέθηκε στην πολιτική γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ στην συνεδρίαση της Πέμπτης 11/9 και μεγάλο μέρος της δημοσιεύτηκε το Σάββατο 13/9. Επομένως, όλες οι αναφορές ότι πρόκειται για βολές ενάντια σε όσα εξήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας είναι εντελώς ανυπόστατες.
Όποιος διαβάσει με προσοχή την δήλωσή μας, θα καταλάβει ότι σε αυτήν πέρα από τα οικονομικά ζητήματα, γίνονται μια σειρά πολιτικές προτάσεις και αναφέρονται αναγκαίες πολιτικές προϋποθέσεις για μια μεγάλη νίκη, για μια μεταπολίτευση του λαού.
Είναι εντυπωσιακός ο εκνευρισμός που δείχνουν ορισμένοι κύκλοι ιδιαίτερα μετά την παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ και τις εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα. Ας μην ψάχνουν για εύκολες διαφυγές…
Ελένη Σωτηρίου
Ρούντι Ρινάλντι
17/9/2014
Tagged : / /

Για το πρόγραμμα που έχουμε ανάγκη, κείμενο του Ρ. Ρινάλντι και της Ε. Σωτηρίου, 11/9/2014

«Ένας λαός κινείται όταν υπάρχει κινούσα ιδέα που θα βάλει φωτιά στην ψυχούλα του. Μια κινούσα ιδέα, η οποία θα τον συναρπάσει, θα τον συνεγείρει για να τους σαρώσει. Αυτή την κινούσα ιδέα θα την πούμε στρατηγική αντίληψη για να βγούμε από τα αδιέξοδά μας. Τι είναι αυτό το στρατηγικό δια ταύτα; Πρέπει να είναι κάτι το πάρα πολύ απλό. Να είναι σαφές, να είναι κρουστικό, για να είναι πειστικό, να το πάρει ο κόσμος, να το κάνει τραγούδι και αυτό να τον οδηγεί.» Λαοκράτης Βάσσης “Διαπερνώντας το τείχος των εμπλοκών στην Ελλάδα της κρίσης”, 2/12/2013
 
 
Με βάση τη μέχρι τώρα συζήτηση και επεξεργασία, στις σχετικές επιτροπές και διαδικασίες σχετικά με το πρόγραμμα, έχουμε να εκθέσουμε και να κοινωνήσουμε τις ακόλουθες σκέψεις, με σκεπτικό πάντα την ουσιαστικότερη αντιμετώπιση των σύνθετων, δύσκολων επιλογών-καθηκόντων που τίθενται σε όσους και όσες αναζητούν μια διέξοδο της χώρας και της κοινωνίας και εκφράζοντας τη βαθύτερη ανησυχία μας για την κατεύθυνση αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε-απαντάμε στις ανάγκες και τις προκλήσεις της περιόδου.
 
1.
Η όποια τοποθέτηση δε γίνεται σε κενό χρόνου. Έχουν μεσολαβήσει δυο χρόνια από τις εκλογές του 2012, τότε που ο λαός στήριξε την ελπίδα του στο ΣΥΡΙΖΑ, εμπιστεύτηκε –σε ένα βαθμό- το ΣΥΡΙΖΑ, ως φορέα  μεγάλης πολιτικής αλλαγής και διεξόδου της χώρας. Πρέπει να αναρωτηθούμε λοιπόν τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό το ποσοστό, αυτή την εμπιστοσύνη, αυτό το καθήκον. Πως υπηρέτησε τη λαϊκή απαίτηση: τι πολιτικό φορέα έφτιαξε, τι πολιτικές πρωτοβουλίες πήρε, πόσο συνέβαλε στην οργάνωση του λαϊκού κινήματος, στην ανύψωση του φρονήματος, στη δημιουργία ενός μεγάλου πολιτικού ρεύματος ικανού να γκρεμίσει το σάπιο πολιτικό σύστημα, να ανοίξει το δρόμο για μια Ελλάδα της προκοπής και της δημοκρατίας. Η απάντηση είναι προφανής: ελάχιστα σε αυτήν την κατεύθυνση. 
 
2.
Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν γύρω από την έννοια και τη σημασία του «προγράμματος». Η βασική ερώτηση στην οποία πρέπει να απαντήσουμε είναι τι πρόγραμμα έχουμε ανάγκη και για ποιο σκοπό. Γιατί αυτό που είναι αναγκαίο στις παρούσες συνθήκες δεν είναι άλλο ένα κυβερνητικό πρόγραμμα παρουσίασης «λύσεων» από κάποιους ειδικούς στα προβλήματα κάποιων άλλων, από τους οποίους ζητείται απλά εκλογική υποστήριξη. Ζητούμενο και αναγκαίο είναι ένα σχέδιο δράσης για την ελληνική κοινωνία, το οποίο θα καταρτίζεται ανοιχτά, δημόσια και θα βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τις λαϊκές τάξεις και τους ενεργούς πολίτες.
 
3.
Το πρόγραμμα μιας δύναμης που αναζητά την διέξοδο της χώρας τόσο στην κατάρτισή του, την εξαγγελία του και την εφαρμογή του, οφείλει: 
α) να ξεκλειδώνει σε κάθε τομέα τις δημιουργικές δυνάμεις των πολιτών, αφού αυτές αποτελούν το σπουδαιότερο παράγοντα διεξόδου από το σημερινό τέλμα,
β) να προωθεί μια τεράστια αλλαγή στο περιεχόμενο της πολιτικής και των αποφάσεων, να προωθεί μια δημοκρατική επανάσταση στον τρόπο που η κοινωνία σχεδιάζει και υλοποιεί το μέλλον της,
γ) να οδηγεί στην ανάκτηση της αξιοπρέπειας του λαού, που δεν μπορεί να έρθει σαν δευτερεύουσα συνέπεια οικονομικής δραστηριότητας με οδηγό το κέρδος,
δ) να διαπερνιέται από ένα συλλογικό παραγωγικό όραμα, ικανό να συγκινήσει ευρύτατα στρώματα του ελληνικού λαού.

 
4.
Η κατάρτιση ενός προγράμματος οφείλει να περιλαμβάνει την αποτύπωση της συγκυρίας (παραγωγική αποδιάρθρωση, από ποιους κλάδους προέκυψαν οι άνεργοι, τι μορφωτικό επίπεδο και ηλικία έχουν κ.λπ.), τον καθορισμό του κεντρικού στόχου (π.χ. σοσιαλισμός, σωτηρία του λαού  κ.λπ.) και τη διαδικασία μετάβασης μέσω της επίτευξης βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων – που όμως θα συνδέονται και θα εξυπηρετούν την επίτευξη του βασικού στόχου. Π.χ. η άμεση λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της φτώχειας συνδέεται με την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας και του φρονήματος του λαού, που είναι απαραίτητος όρος για την ανάδειξή του σε πρωταγωνιστή της διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Εξίσου σημαντική είναι και η διαδικασία εκπόνησης του προγράμματος: τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα θα πρέπει να συμμετέχουν οργανωμένα στη διαμόρφωση του προγράμματος, επειδή μόνο έτσι θα το αποδεχθούν συνειδητά και θα παλέψουν για την υλοποίησή του. 
 
5.
Με βάση αυτά τα κριτήρια πρέπει να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα του προγράμματος. Με έμφαση στις κεντρικές ιδέες, με σαφήνεια στους βασικούς πυλώνες, με προτεραιότητα στην πολιτική κοστολόγηση έναντι της οικονομικής. Σε γενικές γραμμές, η πρόταση (το σχέδιο) μοιάζει να απαντά σε τρέχουσες ανάγκες της επικοινωνιακής πολιτικής και δεν βρίσκεται στην τροχιά σύναψης μιας προγραμματικής συμφωνίας, που θα θεωρεί προτεραιότητα για την υλοποίησή της την ενεργό δράση του λαϊκού παράγοντα. Το πρόγραμμα δεν μπορεί να είναι συρραφή προτάσεων διαφόρων τμημάτων χωρίς εσωτερική συνοχή και στόχους, δεν μπορεί να είναι κατάλογος μέτρων σε κάθε τομέα.
Το σχέδιο αδυνατίζει ακόμα περισσότερο εξαιτίας και του αποσπασματικού τρόπου με τον οποίο συζητείται. Δεν μπορείς να συζητάς τα μέτρα για τη φορολογία χωρίς να τα συνδέεις με την αναγκαία αύξηση των δαπανών για την υγεία και την παιδεία ή τη χρηματοδότηση του προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης κ.λπ.
 
6.
Η χώρα πρέπει να ξαναβρεί την αυτοεκτίμησή της, τη δημιουργική ψυχή-στυλοβάτη της παραγωγικής της υπόστασης. Να ανασυστήσει πάνω σε νέα ήθη και νοοτροπίες την ιδιαίτερη επιστημονική, τεχνολογική και προπαντός τεχνική ενδογενή της βάση, που είναι ο ελάχιστος αναγκαίος όρος για να υπερβεί τα αδιέξοδα και να ανακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία. Άρα ο πυλώνας της παραγωγικής ανασυγκρότησης –μαζί με αυτόν της πραγματικής δημοκρατίας– είναι θεμελιακός. Αν δεν τονίζεται ότι χωρίς παραγωγική ανασυγκρότηση και χωρίς πραγματική δημοκρατία δεν είναι δυνατή μια διέξοδος της χώρας, οδηγούμαστε σε κανάλια διαχειριστικών κεντροαριστερών προτάσεων και κεντροαριστερών. Τότε, λαός, κοινωνία, χώρα θα είναι δίχως πυξίδα και βυθισμένα στην κρίση. Χωρίς την ενεργό συσπείρωση λαού και κοινωνίας γύρω από αυτούς τους δύο πυλώνες, καμία πολιτική ρήξεων και αξιοπρέπειας δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.
 
7.
Είναι αναγκαία μια συγκεκριμένη ανάλυση – αιτιολόγηση – αποσαφήνιση της σημερινής ελληνικής και διεθνούς παραγωγικής πραγματικότητας, την οποία εκμεταλλεύεται στο έπακρο ο κυρίαρχος νεοφιλελεύθερος λόγος. Διότι η απουσία ενός στ’ αλήθεια εναλλακτικού λόγου, απολύτως επί του συγκεκριμένου, είναι εκείνη που χαρίζει κατά βάθος και αμαχητί την πρωτοβουλία των κινήσεων στα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα.
Όπως είπε και ο πρόεδρος Αλέξης Τσίπρας, «κανείς δεν πάει στη σύγκρουση για να θυσιαστεί. Πάει στη σύγκρουση για να νικήσει»: πράγμα αδύνατο αν δεν διαθέτει σαφέστατη συγκεκριμένη ανάλυση του πραγματικού ζητήματος, των αληθινών προοπτικών που ανοίγονται και της πραγματικής υποκειμενικής του δυνατότητας να συνεισφέρει στη λύση – όχι απλά σαν ψηφοφόρος αλλά κυρίως σαν ενεργό κοινωνικό, πολιτικό και παραγωγικό υποκείμενο.
 
8.
Επανερχόμαστε στην εκτίμηση ότι το κεντρικό πρόβλημα της χώρας είναι πολιτικό και όχι οικονομικό. Με την έννοια πως οποιαδήποτε αλλαγή επί της ουσίας έχει πολιτικά προαπαιτούμενα, και έπονται οι οικονομικές δυνατότητες και οι δυσκολίες που θα παρουσιαστούν. Όπως είναι αναγκαία μια μεγάλη πολιτική αλλαγή (σωστά γίνεται λόγος για δημοκρατική επανάσταση), έτσι και για κάθε μέτρο του προγράμματος, αλλά και για το σύνολό του, η πολιτική κοστολόγηση προηγείται της οικονομικής. Η παραμονή στο στείρο έδαφος ενός οικονομισμού, αντί να απελευθερώνει και οικονομικές δυνατότητες, οδηγεί σε εγκλωβισμό στους νεοφιλελεύθερους μονόδρομους. Με άλλα λόγια, προτάσσουμε σε κάθε πρόταση, μέτρο, τμήμα, σύνολο του προγράμματος μια πολιτική κοστολόγηση: τι σημαίνει η εφαρμογή τους, ποιοι τη στηρίζουν, τι κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός δημιουργείται από την προώθησή του κ.λπ.
 
9.
Είναι διαφορετική η πολιτική κοστολόγηση μέτρων ενός προγράμματος που έχει ενεργό λαϊκή στήριξη, είναι άλλη αν εκφράζει μια «προοδευτική κυβέρνηση» με δυνάμεις που ερωτοτρόπησαν με το μνημονιακό κατεστημένο, είναι άλλη αν εκφράζει μια εναλλαγή στην ίδια ρότα και δεν προωθεί τομές.
Ο κεντρικός στόχος της παραγωγικής ανασυγκρότησης δεν στηρίζεται απλά στο τι είναι «εφικτό» με τους όρους του εκσυγχρονισμένου μεταπρατικού μοντέλου ή του μοντέλου της αποικίας χρέους που έχουν επιβληθεί. Σε αυτή τη βάση δεν υπάρχει πραγματοποιήσιμη παραγωγική ανασυγκρότηση. Η παραγωγική ανασυγκρότηση είναι μια κινούσα κεντρική ιδέα και στόχος που έχει στρατηγική σημασία, και επιζητείται η καταρχήν πολιτική συσπείρωση και στήριξη ενός τέτοιου μάχιμου στόχου. Αφού τεθούν κεντρικοί στρατηγικοί στόχοι –αναγκαίοι για μια διαφορετική πορεία– τότε αναζητούνται και μπαίνουν σε κίνηση όλες εκείνες οι υλικές και πνευματικές δυνάμεις που τον στηρίζουν και μπορούν να τον προωθήσουν. Η απλή διατύπωση του στόχου σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, χωρίς ένα πολιτικό κίνημα για την παραγωγική ανασυγκρότηση, δεν θα σημάνει την υλοποίησή του – ακόμη κι αν υπάρχουν οι καλύτεροι σχεδιασμοί. 
 
10.
Δεδομένου του προεκλογικού αρώματος της συγκυρίας, πρέπει να δούμε τη διαφορά μεταξύ εκλογών και εκλογικίστικης αντίληψης, όπως και μεταξύ κυβέρνησης και λογικής κυβερνητισμού. Δηλαδή, το εκλογικό-κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να είναι ούτε ένα εκλογικίστικο πρόγραμμα επικοινωνιακού χαρακτήρα απλά και μόνο για να πάρουμε τις εκλογές, ούτε μια τεχνοκρατική παράθεση των πολιτικών και διοικητικών μέτρων που θα εφαρμόσει η κυβέρνηση. Στην ιστορικά κρίσιμη κατάσταση που βιώνουμε, κάτι τέτοιο θα ήταν στην πραγματικότητα ένας διόλου βοηθητικός τυχοδιωκτισμός.
 
11.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται πράγματι ένα πρόγραμμα, τόσο για να κερδίσει τις εκλογές όσο και για να κυβερνήσει. Το να πείσει όμως ο ΣΥΡΙΖΑ το εκλογικό σώμα δεν είναι ζήτημα απλώς επικοινωνιακό, όπως και το να κυβερνήσει δεν είναι απλώς ζήτημα κυβερνητικών μέτρων. Το να «πείσεις» το λαό σημαίνει να τον εμπνεύσεις να πάρει μέρος σε μια μεγάλη αναμέτρηση που αφορά τη διέξοδο της χώρας (ορίζοντας τι σημαίνει νίκη, εναντίον ποιων ακριβώς αγωνίζεται, πώς θα τους νικήσει, και με τι ρίσκα). Και το να «κυβερνήσεις» σημαίνει να διεξάγεις αυτή τη μεγάλη προσπάθεια όχι εν ονόματι του λαού ή έστω με την ανοχή του· χρειάζεται η ουσιαστική συσπείρωση και ενεργός εμπλοκή του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται ένα πρόγραμμα, και ο τόπος έχει απόλυτη ανάγκη από ένα πολιτικό κίνημα διεξόδου της χώρας. Διακυβέρνηση σε προοδευτική κατεύθυνση χωρίς ένα λαϊκό κίνημα διεξόδου, χωρίς μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, δεν είναι ρεαλιστική.
Στην πολιτική πάλη δεν υπάρχει γενικώς «ευτυχές τέλος» όπως στις ταινίες. Στις σύγχρονες συνθήκες ακόμα και τα ελάχιστα απαιτούν μια μεγάλη αλλαγή.  Ακόμα και το απλό  νοικοκύρεμα απαιτεί τεράστια πολιτική στήριξη. Η στήριξη για να έρθει, απαιτεί  σαφήνεια στόχων κι  όχι απλή διαχείριση εντός πλαισίου.
Δεν μπορούν να γίνουν αλλαγές με απλή χρησιμοποίηση και στήριξη στον υπάρχοντα κρατικό μηχανισμό. Χρειάζεται έλεγχος, διαφάνεια, αρετές, αποφασιστικότητα απέναντι σε όποιον βάζει το χέρι στο μέλι, νέοι θεσμοί λαϊκής συμμετοχής και ελέγχου κλπ. Γιατί δεν θέλουμε να ξαναζήσουμε εκφυλιστικά φαινόμενα τύπου ΠΑΣΟΚ.
 
12.
Για όλα αυτά χρειάζεται ένα συνεκτικό «επιχειρησιακό σχέδιο», κι αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα πρέπει να έχει το πρόγραμμα. Να είναι ένα καθολικό «επιχειρησιακό σχέδιο» που η ελληνική κοινωνία, και η Αριστερά ως ηγέτιδα πολιτική της δύναμη, οφείλει να φέρει σε πέρας μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό ορίζοντα. Υπό την έννοια αυτή, το πρόγραμμα οφείλει να καλύπτει τρεις βασικές λειτουργίες:
 
• Να ορίζει το πλαίσιο διεξαγωγής της αντιπαράθεσης/διεξόδου, με κεντρικό αλλά όχι αποκλειστικό πεδίο την κυβέρνηση (γενικός σκοπός, επιμέρους στόχοι, φίλοι-εχθροί, μέτρα-δράσεις, εναλλακτικά σενάρια).
• Να προσδιορίζει τους ιδιαίτερους επιμέρους ρόλους και τις αναγκαίες συνέργειες κυβέρνησης, κόμματος, κινημάτων, κοινωνίας.
• Να εντάσσει το «επιχειρησιακό σχέδιο» σ’ έναν ευρύτερο στρατηγικό ορίζοντα μετάβασης και κοινωνικού μετασχηματισμού (πράγμα αναγκαίο όχι μόνο για τη σύνδεση του σημερινού αγώνα με μια απώτερη προοπτική, αλλά και για την τρέχουσα συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ και όλου του κοινού μετώπου).
 
13.
• Ορίζοντας το χαρακτήρα της αναμέτρησης ως αντιμνημονιακό-αντινεοφιλεύθερο· για το σταμάτημα της εθνικής και κοινωνικής καταστροφής· για τη σωτηρία και την ανασυγκρότηση της χώρας,
• Ορίζοντας σαν αντίπαλο τη συγκυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα, την τρόικα, τα κυρίαρχα ΜΜΕ, τη κρατικοδίαιτη παρασιτική ολιγαρχία (μεγαλοεργολάβοι, μεγαλοτραπεζίτες, μεγαλολαθρέμποροι κ.λπ.), οφείλουμε να συγκροτήσουμε ένα πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα διεξόδου που θα στηρίζεται σε:
• ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ: Εργαζόμενοι + Μικρά και μεσαία στρώματα.
•ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ: ΣΥΡΙΖΑ + το αντιμνημονιακό/αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο. 
Το πρόγραμμα που θα στηρίζει και θα στηρίζεται σε τέτοιες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες, πρέπει να είναι οικονομοτεχνικά, διοικητικά και πολιτικά εφικτό και αποτελεσματικό.
 
14.
Βασικά στοιχεία του προγράμματος:
 
Νέα μεταπολίτευση του λαού – Ειρηνική δημοκρατική επανάσταση – Παραγωγική ανασυγκρότηση – Κοινωνική χειραφέτηση.
 
• Πραγματική δημοκρατία (λαϊκή κυριαρχία, απόδοση δικαιοσύνης) – αιχμές: 
  • Πολιτικός εξοστρακισμός (πολιτικό προσωπικό, ΜΜΕ)
  • Νέα πολιτειακή διάρθρωση (λαϊκή συμμετοχή, διάκριση εξουσιών, νέο σύνταγμα)
• Σεισάχθεια (εξωτερική και εσωτερική) – Παραγωγική ανασυγκρότηση
  • Εργαζόμενοι-συνταξιούχοι (μισθοί-συντάξεις) / Μικρομεσαίοι (φορολογία-ασφαλιστικό-δάνεια)
  • Κοινά αγαθά – Δημόσια διοίκηση: εξυγίανση, παραγωγικότητα-δημιουργικότητα, αξιοκρατία
  • Εναλλακτικές πρακτικές: αυτοδιαχειριστικές / συλλογικές πρωτοβουλίες, κοινωνική οικονομία.
  •  Εθνική και κοινωνική συνοχή – Ασφάλεια – Αλληλεγγύη – Μεταναστευτικό
  • Γεωπολιτικός αναπροσανατολισμός – Ανεξαρτησία, συνεργασία, αμυντική θωράκιση (Ευρώπη, Βαλκάνια, Μεσόγειος, Ανατολική Μεσόγειος-Μέση Ανατολή)
15.
Δύο φορές μέσα σε λίγο διάστημα η ευρωκρατία και ο μερκελισμός έδειξαν τις προθέσεις τους για τον ευρωπαϊκό Νότο. Αναφερόμαστε στον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν στην Κύπρο, τόσο πριν ένα χρόνο, όταν της έσπασαν τη σπονδυλική στήλη (το τραπεζικό σύστημα), όσο και τώρα, που για να εκταμιεύσουν τη δόση των 350 εκατ. ευρώ απαίτησαν να παρθούν πίσω μέτρα προστασίας της πρώτης κατοικίας που είχε θεσπίσει η κυπριακή βουλή. «Ο μύθος ομιλεί για εμάς», και δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε πως μια διαπραγμάτευση θα λήξει με ευνοϊκά για μας αποτελέσματα. Μάλλον για το αντίθετο ενδεχόμενο πρέπει να προετοιμαζόμαστε και να έχουμε εναλλακτικές. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σίγουρη η θετική έκβαση της διαπραγμάτευσης σε κάθε περίπτωση. Έχουμε να κάνουμε με κυνικούς αδίστακτους, σκληρούς αντιπάλους…
 
16.
Συμπερασματικά: Χωρίς  αφύπνιση της κοινωνίας και καλλιέργεια φρονήματος του λαού σχετικά με το τι συμβαίνει και το τι καλείται από εμάς να κάνει, πλήττεται θανάσιμα η προοπτική διεξόδου της χώρας  αλλά και η βιωσιμότητα όποιου κυβερνητικού σχήματος σε περίπτωση «ατυχήματος» του μνημονιακού μπλοκ. Αν καταφέρουμε να δώσουμε ένα διαφορετικό στίγμα, να ανυψώσουμε το φρόνημα των πολιτών τότε είναι δυνατή η ανατροπή της κυβέρνησης και η διεκδίκηση της αυτοδυναμίας. Χωρίς μετατόπιση της κοινωνίας δεν μπορεί να υπάρξει θετική διέξοδος. Χωρίς μετατόπιση της κοινωνίας η λιτότητα θα είναι το πρόγραμμα οποιασδήποτε κυβέρνησης. Η ιστορία έχει διδάξει ότι δεν υπάρχουν μεγάλα κοινωνικά εγχειρήματα και κατακτήσεις χωρίς μαζική λαϊκή συμμετοχή, χωρίς την ύπαρξη ενός αριστερού πολιτικού κινήματος. Αντί λοιπόν για το «σύνθημα»: όλα για την κυβέρνηση, να πούμε όλα για την προετοιμασία του λαού…… Και το πρόγραμμά μας αυτό το σκοπό πρέπει να υπηρετεί.
 
*****
Όσα αναφέρθηκαν αποτελούν μια τοποθέτηση που θέλει να συμβάλλει στην πορεία διεξόδου της χώρας, στην ανασυγκρότηση του μαζικού λαϊκού κινήματος, στη διαμόρφωση του αναγκαίου σχεδίου δράσης για μια διαφορετική πορεία στην Ελλάδα και την Ευρώπη μέσα σε ιδιαίτερα κρίσιμες γεωπολιτικά συνθήκες.
 
11/9/2014
Ελένη Σωτηρίου 
Ρούντι Ρινάλντι
Μέλη της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ
Tagged : / / /

Ολόκληρο το κείμενο του Ρ. Ρινάλντι για το βιβλίο «Ανθρώπινη φύση» του Ευτ. Μπιτσάκη: Αναζητώντας μια έλλογη αισιοδοξία, (σε τρία μέρη στο Δρόμο της Αριστεράς, φ.226, 30/8//2014, φ.227, 6/9/2014, φ.228, 13/9/2014)

Παρουσίαση του βιβλίου του Ευτύχη Μπιτσάκη, Ανθρώπινη φύση Για έναν κομμουνισμό του πεπερασμένου, Εκδόσεις Τόπος, 2013


ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ


Γενικός κατατοπισμός στο πρόσφατο έργο του Ευτύχη Μπιτσάκη

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης ανήκει στο σπάνιο, πλέον, είδος ανθρώπου που συνεχίζουν να δηλώνουν μαρξιστές και να έχουν πλήρη επίγνωση των συνθηκών που έχει βρεθεί στις μέρες μας ο μαρξισμός, αλλά και το κομμουνιστικό κίνημα που αυτός ανέδειξε. Έτσι, σε «εποχή έκπτωσης και συμβιβασμού, σε εποχή της “αποικοδόμησης” και της “καταφρόνιας”», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Α. Λεφέμπρ, ο Ευτύχης Μπιτσάκης έχει βαλθεί –ενώ σαν «αγρότης», όπως δηλώνει ως ιδιότητά του ο ίδιος, θα μπορούσε να ασχολείται με τα αμπέλια, κοροϊδεύοντας άλλους που απλά φενακίζουν το σύστημα– να συνεχίζει να ασχολείται με την άλυτη αντίφαση που τον χαρακτήριζε από νέο άνθρωπο: την αντίφαση ανάμεσα στον επιστήμονα, που με περισσή όρεξη και δυνατότητες έπρεπε να αφιερωθεί στα αντικείμενα της επιστήμης, και στα καλέσματα να παίρνει διαρκώς μέρος στο προοδευτικό κίνημα και στις ανάγκες που αυτό έθετε.

Για μας, τους αναγνώστες –τουλάχιστον– του έργου του, αυτή είναι μια «ευτυχής αντίφαση» γιατί έχουμε μπροστά μας έναν επιστήμονα, φιλόσοφο, μαρξιστή και κομμουνιστή που το έργο του ξεπερνά τους ελλαδικούς ορίζοντες και φυσικά είναι μια απόδειξη των δυνατοτήτων αλλά και της ανάγκης για κατανόηση της πραγματικότητας και της απάντησης κομβικών ζητημάτων.

Ακόμα περισσότερο, οι τελευταίες παρεμβάσεις του Ευτύχη Μπιτσάκη (Ε.Μ.), για παράδειγμα τα δύο τελευταία βιβλία του, Η Ύλη και το Πνεύμα και Ανθρώπινη φύση, συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο ουσιαστικές παρεμβάσεις, από μαρξιστικής πλευράς, στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο Ευτύχης Μπιτσάκης, μαζί με τον Ιστβάν Μεσάρος, είναι από τους πιο γόνιμους και ουσιαστικούς μαρξιστές διανοητές και έχουμε την τύχη ο Μπιτσάκης να είναι ανάμεσά μας, να γράφει στη γλώσσα μας, να υπάρχουν πολυάριθμα έργα του, να βρίσκονται στο διαδίκτυο αρκετές ομιλίες του.

Το περιβάλλον στο οποίο παρεμβαίνει

Ο ίδιος, όπως δηλώνει στον πρόλογο του βιβλίου Η Ύλη και το Πνεύμα (Εκδόσεις Άγρα, 2011), διακρίνει το τέλμα που δημιουργούν από τη μια ο επιστημονισμός, η ξηρότητα του θετικισμού και ένα πλήθος αντιρεαλιστικών ρευμάτων και από την άλλη, οι νέες μορφές χυδαίου ή ψευδοεπιστημονικού μυστικισμού και τέλος, στην «μεταμοντέρνα» εποχή μας, ο νέος γνωσιοθεωρητικός σχετικισμός και οι νέες αναγγελίες του θανάτου της φιλοσοφίας και κάθε «μεγάλης αφήγησης». Ο Ε.Μ. επιδιώκει «να θεμελιώσει τη νομιμότητα ενός επιστημονικού ρεαλισμού ανοικτού στις φυσικές επιστήμες και στην κοινωνική πρακτική γενικότερα». Για να μπορέσει, όμως, να θεμελιωθεί ο υλισμός πρέπει να φωτίσουμε τις σχέσεις ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα, «αλλά γι’ αυτό έχουμε ανάγκη από τις επιστήμες της ζωής».

Τα δύο τελευταία βιβλία του Ε.Μ. αποτελούν μια ενιαία παρέμβαση στην οποία ο συγγραφέας εκφράζει τις απόψεις του, την επιχειρηματολογία του, αλλά και τα κρίσιμα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Ο Ε.Μ. εμφανίζεται τολμηρός, επίμονος στο να θέτει ερωτήματα, στο να δείχνει περιοχές που χρειάζονται κι άλλο ψάξιμο, ζητήματα στα οποία δεν υπάρχουν οριστικές και τελειωτικές απαντήσεις.

Υπάρχει μια διαφορά ύφους ανάμεσα στα δύο βιβλία. Στο μεν Ύλη και Πνεύμα αναζητείται η επιστημονική, κυρίως, τοποθέτηση και η απάντηση σε ερωτήματα με βάση τις επιστήμες, στο δε Ανθρώπινη φύση εκτίθεται μια αντίληψη για τον ιστορικό υλισμό και την πορεία των κοινωνιών και εμφανίζεται, πιο ολοκληρωμένη, μια αντίληψη του Ε.Μ. απέναντι σε αυτό που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «χυδαίο μαρξισμό».

Ο ίδιος έχει πλήρη επίγνωση της σημασίας της ήττας του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος του 20ού αιώνα και συνδέει άμεσα τις αιτίες της ήττας με την ανάγκη απάντησης σε βασικά ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο: Σχετικά με τη φύση του και την ουσία του, τον βιολογικό ή/και κοινωνικό χαρακτήρα τους, τις δυνατότητες να αλλάξουν ή να τροποποιηθούν. Θέτει συνεχώς και με διάφορες διατυπώσεις το ερώτημα αν είναι συμβατή η ανθρώπινη φύση με τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό, αν «υπάρχει ανθρωπολογικό εμπόδιο το οποίο θα ακυρώνει και στο μέλλον κάθε απόπειρα για οικοδόμηση σοσιαλιστικής κοινωνίας;»

Είναι, μάλιστα, τόσο καίριο το ζήτημα που εντυπωσιάζεται ο Ε.Μ. που οι «ηγεσίες της Αριστεράς (αλλοδαπής και ημεδαπής) αποφεύγουν το ερώτημα και την ανάγκη για επιστημονικά θεμελιωμένη απάντηση». (Ανθρώπινη φύση, σελ 126).

Δεν μπορούμε να αποφύγουμε το ερώτημα: Οι εγωιστικές, επιθετικές, βάρβαρες και παρανοϊκές πρακτικές «είναι αποτέλεσμα βιολογικών στοιχείων εγγεγραμμένων στο ανθρώπινο γονιδίωμα;»… Ο «βιολογικός αναγωγισμός, θεωρεί την βαρβαρότητα ως μοίρα του ανθρώπινου είδους. Είναι λοιπόν δυνατόν να διακρίνουμε κάποια διέξοδο από τον βιολογικό πεσιμισμό και από την αντίθετη άποψη: τον πραγματισμό και την ηθικολογούσα μεταφυσική;» (Ανθρώπινη φύση, σελ 128).

Ο Ε.Μ. λοιπόν αναμετριέται με αυτά τα προβλήματα και επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στο έδαφος ενός μαρξισμού που στηρίζεται σε έναν επιστημονικό ρεαλισμό ανοικτό προς τα ερωτήματα, που δεν κρύβεται πίσω από τις βεβαιότητες, τα τσιτάτα, την αγοραία αισιοδοξία, τη ρηχή εργατολογία.

Αναμετριέται, σημαίνει καταπιάνεται σοβαρά, ουσιαστικά, με κόπο και με προσπάθεια, για να καταλήξει όχι σε προκατασκευασμένα συμπεράσματα, αλλά σε προτάσεις και συμπεράσματα που στηρίζονται στην πρόοδο της έρευνας και της τεκμηρίωσης.

Γι’ αυτό συγκρούεται με τον χυδαίο μαρξισμό και όλα τα απλοποιητικά σχήματα και άρα απορρίπτει τον οικονομισμό και τη θεωρία της «προόδου» που στηρίζεται σε αυτόν, θέτει με έμφαση όλη την προβληματική που είχαν αναπτύξει οι ιδρυτές του μαρξισμού προς το τέλος της ζωής τους για τους προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς και τις κοινότητες που υπήρχαν σε αυτούς, εξετάζει το τι ήταν οι μεταβατικές κοινωνίες που οργανώθηκαν στο όνομα του σοσιαλισμού, και ξαναθέτει το ζήτημα ενός νέου ανθρωπισμού («ενός βιώσιμου κομμουνιστικού ανθρωπισμού» – σελ. 56) που οφείλει να γεφυρώσει το τεράστιο κενό που δημιούργησαν ο οικονομισμός (κυρίαρχη μορφή του γνωστού μαρξισμού) και οι αποτυχημένες απόπειρες σοσιαλισμού. Αναγκαστικά λοιπόν τοποθετεί στην κεντρική θέση ζητήματα όπως η αλλοτρίωση, η αποξένωση, η φύση και η ουσία του ανθρώπου. Για να καταλήξει στην ανάγκη μιας ενδοκοσμικής ηθικής που θα στηρίζει μια «ρεαλιστική κομμουνιστική ουτοπία».

Με τον τρόπο αυτό ο Ε.Μ. δημιουργεί τους όρους μιας θεωρητικής ανάτασης, αναγκαίας και απαραίτητης συνθήκης για την ανάδειξη μιας νέας συνείδησης. Και τούτο με τρόπο τολμηρό και τίμιο, καθόλου δογματικό, ανοικτό σε ρεύματα σκέψης και σε κριτικές που μπορεί να έχουν εγερθεί και να έχουν σημασία, αλλά παράλληλα πατώντας στο έδαφος του μαρξισμού.

Για τον Ε.Μ. έχουν τεθεί –και το γνωρίζει καλά από την ιστορική εξέλιξη των προσπαθειών να δημιουργηθούν αταξικές κοινωνίες– δύο ερωτήματα: «της επιστημονικής αξίας του μαρξισμού και της δυνατότητας των ανθρώπινων κοινωνιών να ελέγξουν το ιστορικό γίγνεσθαι». Είναι ανάγκη να υπερβούμε τη στρέβλωση που έχουν επιφέρει «ο οικονομισμός και η αντίστοιχη γραμμική-αιτιοκρατική αντίληψη της Iστορίας». Επομένως «να ανακτήσουμε το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού και να προωθήσουμε τη θεωρία, ώστε να βρεθεί σε αντιστοιχία με τις αντινομίες και τις δυνατότητες της εποχής μας. Αλλά η «επιστροφή στις ρίζες» δεν αρκεί: Η σημερινή επαναστατική θεωρία θα εμπλουτιστεί και θα ανοιχτεί σε ευρύτερους ορίζοντες, αν αξιοποιήσει κριτικές εκτός από τους κλασικούς, και την αναρχική παράδοση, καθώς και τον πλούτο των κομμουνιστικών ουτοπιών, αρχαίων, αναγεννησιακών και νεότερων». (Ανθρώπινη φύση, σελ 167)

Ένα βιβλίο που θέτει ερωτήματα, βάζει δηλαδή σε κίνηση τη σκέψη

Όπως αναφέραμε παραπάνω, το έργο Ανθρώπινη φύση θέτει σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο, σε κάθε θέμα που εξετάζει, και μια σειρά από ερωτήματα- προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, να απαντηθούν. Ίσως αυτή να είναι και η ιδιομορφία του βιβλίου αυτού.

Τη διάλυση των μορφών κοινοκτημοσύνης που υπήρχαν στις αταξικές κοινωνίες, γιατί την διαδέχτηκε ο δουλοκτητικός τρόπος παραγωγής και η ανάπτυξη της αχαλίνωτης κτηνωδίας; Δεν μπορούσε να υπάρξει άλλη εξέλιξη, και γιατί; Μάλιστα, ο Ε.Μ. αναρωτιέται γιατί αυτό να θεωρείται τάχα «πρόοδος», όπως διατείνεται ένας ορισμένος μαρξισμός;

Εκ των υστέρων πολλά μπορούν να ειπωθούν για τη «διαλεκτική θετικότητα του Αρνητικού στην Iστορία» (Χέγκελ), αλλά η υπέρμετρη, άμετρη, υπερβολική (παράλογη;) βία, κτηνωδία, βαναυσότητα που είδαμε στην πορεία των αιώνων, αιτιολογείται πάντα με βάση το υλικό συμφέρον ή μόνο σε αυτό; Πώς να ερμηνευτούν τα βασανιστήρια και οι πυρές στους μεσαιωνικούς χρόνους, τα κρεματόρια των ναζιστών, η Χιροσίμα, όλη η γενοκτονική εξέλιξη των πολέμων, οι σύγχρονες σταυροφορίες στο όνομα των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» κ.λπ.; Όλα αυτά μπορούν να ερμηνευτούν χωρίς την ενεργητική παρέμβαση της ιδεολογικής αποπλάνησης και τα σχήματα που δημιουργούνται μέσα στην ψυχολογία και τη συμπεριφορά των ανθρώπων;

Ο «υποβιβασμός του ανθρώπου», σήμερα, σε εξάρτημα ενός συμπλέγματος και σε μια ζωή «μολυσμένη από τη μολυσμένη ανάσα του πολιτισμού μας», οι νέες πραγματικότητες και οι τεράστιοι μηχανισμοί χειραγώγησης και ελέγχου, πόσο μεταβάλλουν την ανθρώπινη φύση, εκκολάπτοντας ή ενισχύοντας τις αρνητικές δυνατότητές της;

Εν τέλει, πόση σχέση έχουν όλα αυτά με την αποτυχία των πρώτων προσπαθειών να δημιουργηθούν νέες κοινωνίες;

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης, επιστήμονας, φιλόσοφος, κομμουνιστής δεν φοβάται μην τον αποκαλέσουν «ουτοπικό». Ίσα-ίσα, το θεωρεί περίπου έναν τίτλο τιμής στις στείρες εποχές που ζούμε. Το αποδεικνύει και με την επιλογή του τίτλου του θεωρητικού περιοδικού που διευθύνει, αλλά και στις σελίδες του Ανθρώπινη φύση. Μόνο που ο ίδιος την ουτοπία τη στηρίζει σε έναν επιστημονικό ρεαλισμό ανοικτό στις φυσικές επιστήμες και στην κοινωνική πρακτική γενικότερα, γιατί νοιάζεται και αγωνιά να στηριχθεί όσο καλύτερα γίνεται η ρεαλιστική κομμουνιστική ουτοπία.


Μέρος Δεύτερο

Κριτική του οικονομικού και τεχνολογικού ντετερμινισμού – στο επίκεντρο ξανά η κοινωνικότητα (η κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα)

Το εγχείρημα της θεμελίωσης «ενός βιώσιμου κομμουνιστικού ανθρωπισμού», στις αρχές του 21ου αιώνα, απαιτεί πολλές προϋποθέσεις, θεωρητικές, επιστημονικές, ιστορικές. Ο Ευτύχης Μπιτσάκης (Ε.Μ.) το καταλαβαίνει καλά και βαθιά. «Σε εποχή αντεπανάστασης και ηθικού μηδενισμού», «να θρηνήσουμε τη χαμένη Ιερουσαλήμ ή να βάλουμε σε κίνηση το μυαλό μας;» (Ανθρώπινη Φύση, σ. 176). Απαιτείται. με άλλα λόγια, να αδράξουμε την ουσία και τις κύριες τάσεις της εποχής που ζούμε, αλλά όχι γενικά, καταγγελτικά, αφοριστικά αλλά σε βάθος. Απαιτείται -και δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό ο Ε.Μ.- να διακρίνουμε το «τραγικό και διδακτικό ίχνος στον ιστορικό χρόνο» που «αφήνει πάντα» ακόμα και «μια επανάσταση που αποτυγχάνει». (Α.Φ. σελ. 177).

Αυτός είναι ο λόγος που ολόκληρο το βιβλίο διαποτίζεται από μια βαθιά κριτική της ιδέας της προόδου, ως φυσιολογικού απότοκου της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Κριτικάρει έντονα αυτήν την παραμόρφωση, ότι πρόοδος=ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων και τίποτα άλλο. Ή, ορθότερα, πως όλα τα «άλλα» θα προκύψουν από αυτήν την ανάπτυξη. Εδώ εδράζεται η σφοδρή κριτική του συγγραφέα στον οικονομικό και τεχνολογικό ντετερμινισμό που κυριαρχεί στις μέρες μας και εκφράζεται -με πιο αφηρημένο τρόπο- από τις διάφορες εκδοχές του θετικιστικού εμπειρισμού. Ιδιαίτερα προσπαθεί να δείξει πώς αυτή η αντίληψη αναπαράχθηκε μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα και πόσο καταστροφική ήταν.



Κριτική ενός δογματικού αποστεωμένου οικονομίστικου μαρξισμού

200 χρόνια καπιταλισμού και θα έπρεπε να έχει γίνει ένας απολογισμός, να έχουν βγει συμπεράσματα για τα ιδεολογήματα της «ανάπτυξης» και της «προόδου», όπως προβάλλονται από τους εκφραστές και τους απολογητές του καπιταλισμού.

«Οι κλασικοί του μαρξισμού είδαν και τις δύο όψεις της “ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων”. Αλλά ο χυδαίος “μαρξισμός” βλέπει μόνο την “ανάπτυξη”, όπως και σήμερα μερικοί “μαρξιστές” εκστασιάζονται μπροστά στην καπιταλιστική τεχνολογική πρόοδο και φαντάζονται ένα σοσιαλισμό που θα αντιγράψει την καπιταλιστική χρήση της τεχνολογίας, αλλάζοντας, απλώς, τις σχέσεις ιδιοκτησίας». (Α.Φ. σελ. 32)

Έχοντας διανύσει μια πορεία το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, από την τυπική αρχικά και την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, για να φθάσει τις τελευταίες δεκαετίες -–μέσα από διαρκείς αναδιαρθρώσεις- στην ανώτερη φάση υπαγωγής της τεχνικής και της επιστήμης στο κεφάλαιο, τίναξε στον αέρα όλες τις προσδοκίες για την έλευση μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας, δικαιοσύνης και ισότητας. Από το όχημα της «επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης», μέσα από το «άλμα στο άυλο», πιο πρόσφατα την «αποικιοποίηση της συνείδησης» και την «αποκρυπτογράφηση του γονιδιώματος», οδηγείται στην κυριάρχηση πλευρών της ζωής, σε έναν παράλογο αγώνα δρόμου για τη διαιώνιση των καπιταλιστικών σχέσεων. Μέσα από αυτήν την πορεία -που δεν ήταν ουδέτερη αλλά σφραγίζονταν από τις ταξικές σχέσεις και τους αγώνες που ούτε στιγμή δεν σταμάτησαν- ο απολογισμός του 20ού αιώνα ή και των 200 τελευταίων χρόνων του καπιταλισμού πρέπει να γίνουν μακριά από την οικονομιστική οπτική.


«Η επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη ταυτίστηκε κατά κανόνα, και κυρίως από την αστική σκέψη, με την κοινωνική πρόοδο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται. Και αυτό επειδή η πρωτοφανής επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση η οποία πραγματοποιήθηκε τον εικοστό αιώνα, αποκάλυψε τον αντιφατικό χαρακτήρα του φαινομένου – κάτι που είχαν ήδη επισημάνει οι κλασικοί του μαρξισμού, καθώς και οι αστοί στοχαστές από την Αναγέννηση και μετά».

«Η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος στην υπηρεσία του κεφαλαίου μετατρέπονται σε δυνάμεις που οδηγούν σε έναν μεταμοντέρνο Μεσαίωνα, εργασιακό, πολιτισμικό και υπαρξιακό. Σήμερα ζούμε και στη χώρα μας την απαρχή μιας νέας σκοτεινής εποχής. Οι πόλεμοι της Νέας Τάξης, εξάλλου, αποτελούν ακραία μορφή της αντίθεσης ανάμεσα στην επιστημονική πρόοδο και την κοινωνική πραγματικότητα».

Ο Ε.Μ. δεν παραμένει σε αυτήν τη διαπίστωση αλλά θέλει να εξάγει πιο βαθιά συμπεράσματα γύρω από την υπαγωγή της επιστήμης και της τεχνικής από το κεφάλαιο και για τα εγχειρήματα μετάβασης:

«Και αν η λύση των σημερινών προβλημάτων μπορεί να βρεθεί στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας, αυτό σημαίνει ότι οι αρνητικές συνέπειες της τεχνολογικής προόδου εξαφανίζονται αυτόματα; Ή μήπως ορισμένες συνέπειές της συνδέονται με την ίδια τη φύση της; Αν απορρίψουμε ως ιστορικά ξεπερασμένη την αστική αντίληψη για την πρόοδο, μήπως είναι ανάγκη να εξετάσουμε κριτικά και ορισμένες σύγχρονες αντιλήψεις που θεωρούνται μαρξιστικές, για να δούμε έως ποιο βαθμό αναπαράγουν, ίσως, τον αστικό επιστημονισμό;» (Α.Φ. σελ. 46)

«Όμως, εκατόν πενήντα χρόνια μετά το Κεφάλαιο, και σαν να μη γράφτηκε ποτέ αυτό το έργο, κυρίαρχη αντίληψη της προόδου στο αριστερό κίνημα ήταν η αστική-επιστημονικίστικη και ουμανιστική, δηλαδή η αφηρημένη αντίληψη που ταυτίζει την πρόοδο με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το φαινόμενο φυσικά μπορεί να εξηγηθεί, αλλά όχι να δικαιολογηθεί…».

«Βαθμιαία επικράτησε ο φετιχισμός της παραγωγής και της παραγωγικότητας, η θεοποίηση των “μεγάλων έργων του κομμουνισμού”, η ιδεολογία της “απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων” και αντίστοιχα η ηθικολογική-πατερναλιστική αντίληψη για την εργασία. Η πρακτική αυτή απέδωσε στα πρώτα χρόνια του γενικού επαναστατικού ενθουσιασμού. Βαθμιαία, ωστόσο οδήγησε στην ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, στην αποξένωση και τη στασιμότητα των τελευταίων ετών». (Α.Φ., σελ. 83-84)

«Ο σοσιαλισμός είναι σήμερα περισσότερο αναγκαίος από ποτέ. Ποιος σοσιαλισμός; Όχι ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε, δέσμιος, μεταξύ άλλων, της ιδεολογίας της “προόδου”. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός δεν είναι βιώσιμη μορφή κοινωνικής συμβίωσης. Η Ιστορία απέδειξε ότι και ο σοσιαλισμός που αντέγραψε τα πρότυπα του βιομηχανικού καπιταλισμού δεν ήταν βιώσιμος». (Α.Φ., σελ. 86)

Επομένως, ο Ε.Μ. καταλήγει σε ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται το ζήτημα της προόδου:

«Η μαρξιστική αντίληψη για την πρόοδο συνιστά την άρνηση της αστικής τεχνοκρατικής, που αποσυνδέει τις δυνάμεις της παραγωγής από τις παραγωγικές σχέσεις και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων». (Α.Φ. σελ. 114)

Αυτή η φράση οδηγεί στην ανάγκη εμπλουτισμού της μαρξιστικής σκέψης και θεωρίας με επίκεντρο τις παραγωγικές σχέσεις και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό το κενό, τέθηκε από μαζικά κινήματα τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και τις αρχές του 21ου, και τέθηκε με πλήθος μελετών, εργασιών, παρεμβάσεων που προσπάθησαν να φωτίσουν, να εμπλουτίσουν τη χειραφετητική πορεία της ανθρωπότητας. Μέσα από το οργανωμένο, υπαρκτό κομμουνιστικό κίνημα είναι ελάχιστα τα βήματα που έγιναν για έναν θεωρητικό εμπλουτισμό και αναζωογόνηση του μαρξισμού, για να μην μιλήσουμε για την εχθρότητα που επιδείχθηκε απέναντι σε κινήματα και θεωρητικές εργασίες που έθεταν επί τάπητος τέτοια ζητήματα. Εξάλλου, τη δεκαετία του ’80 χρειάστηκε η παρέμβαση ενός μαζικού κινήματος (οικολογικό) για να καταδειχτεί π.χ. το πρόβλημα της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας, και στις αρχές του 21ου έπρεπε να εμφανιστεί το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα για να τεθεί σε αμφισβήτηση η κυρίαρχη μέχρι τότε άποψη της «αντικειμενικής πορείας προς τη διεθνικοποίηση της παραγωγής» που οδήγησε στη Νέα Τάξη και στη δυαδική κοινωνία – γενικευμένη γκετοποίηση εντός των κοινωνιών… Και τούτα, σε αντίθεση ή και συναντώντας το χλευασμό από το λεγόμενο επίσημο κομμουνιστικό κίνημα.


«Η κοινωνικότητα είναι στοιχείο της διαμορφωμένης ανθρώπινης φύσης και ταυτόχρονα δημιουργός της»

Ο Ε.Μ. ξετυλίγοντας τη σύνθετη και βαθιά του σκέψη, συναντιέται με τους προβληματισμούς που αφορούν τον άνθρωπο, την κοινωνικότητα, την κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα. Για να στοιχειοθετήσει μία άποψη, μια πραγματικότητα εννοιών, γύρω από αυτά τα κρίσιμα και κομβικά ζητήματα, νιώθει την ανάγκη να στηριχθεί τόσο στα επιστημονικά δεδομένα (φυσικές επιστήμες και επιστήμες του ανθρώπου) όσο και να αναστοχαστεί την κοινωνική εξέλιξη και να διακρίνει τα βασικά στοιχεία της.

Η κυριαρχία μέσα στο μαρξιστικό χώρο, ευρωπαϊκό και σοβιετικό, της θεωρίας παραγωγικών δυνάμεων (δηλαδή της προτεραιότητάς τους, της ουδετερότητάς τους κ.λπ.) και του ευρωκεντρισμού, έφερε αναπότρεπτα στην επιφάνεια και την κριτική αυτής της μονοσήμαντης και γραμμικής εξελικτικιστικής αντίληψης για την ιστορία. Η κριτική αυτή – έπρεπε να ξεφύγει από τα στερεότυπα της κυρίαρχης οικονομίστικης ερμηνείας και του ευρωποκεντρισμού. Στην εξέλιξη αυτής της κριτικής έγινε συχνά χρήση του ξαναδιαβάσματος του έργου του Μαρξ και ιδιαίτερα των Grundrisse. Στο έργο αυτό που έγινε γνωστό μετά τη δεκαετία του ‘50 του περασμένου αιώνα (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1939-‘41) υπάρχει μια εκτενής αναφορά σε προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Ακόμα, τόσο ο Μαρξ όσο και Ένγκελς μελέτησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους, μια σειρά θεμάτων τόσο για τον «αρχαϊκό κοινωνικό σχηματισμό», όσο και για τις μορφές κοινοκτημοσύνης, τις αγροτικές κοινότητες. Τοποθετήθηκαν ακόμα και σε ενδεχόμενο πέρασμα αυτών των μορφών (π.χ ρώσικη κοινότητα) σε ένα νέο μεταβατικό σύστημα. (βλέπε αλληλογραφία Μαρξ και Β. Ζασουλιτσ και Μαρξ – Ενγκελς για το σχετικό θέμα). Στον σύγχρονο κόσμο έχουν έρθει στην επιφάνεια πολλά ζητήματα που επιβεβαιώνουν την σημασία και την επικαιρότητα τέτοιων προβληματισμών. Η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού αντιμετωπίζει στη σύγχρονη ύπαιθρο του κόσμου, μια τεράστια αντίσταση αγροτικών και κοινοτικών χώρων που έφεραν στην επιφάνεια πολλά από τα ζητήματα που θίγονταν τότε από τους θεμελιωτές του μαρξισμού. Ο ινδιανισμός στην Λατινική Αμερική (ή τα ιθαγενικά κινήματα όπως είναι γνωστά στην χώρα μας), οι συνεχείς αγροτικές εξεγέρσεις στην Ινδία (για να μιλήσουμε για τις πιο γνωστές περιπτώσεις, πιστοποιούν πως οι μορφές κοινωνικότητας που υπήρξαν και έδειξαν τεράστια αντοχή μέσα στους αιώνες, πρέπει να μας διδάξουν για πολλά πράγματα. Γεωγράφοι και ανθρωπολόγοι επιστήμονες μπόρεσαν να διακρίνουν πολλά και σημαντικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου και ίσως πολύ περισσότερα από μαρξιστές οικονομολόγους που μόνο αριθμούς και οικονομικές πλευρές εξέταζαν μέσα από τα ματογυάλια του ευρωκεντρισμού-δυτικοκεντρισμού.

Ο Ε.Μ για να απαντήσει στο ζήτημα της φύσης και της ουσίας του ανθρώπου, βασικό περιεχόμενο του βιβλίου, δίνει ένα περίγραμμα όλης της εξέλιξης του καπιταλισμού στα 200 τελευταία χρόνια, κριτικάρει την ιδέα της «προόδου», δείχνει πως κατέχει βαθιά την άποψη του Μαρξ για την ιστορική πορεία, κι όχι μια απλοϊκή σχηματική άποψη, και αναπότρεπτα αφού το στοιχείο της κοινωνικότητας είναι κεντρικό στην προβληματική του, έρχεται σε επαφή με τον προβληματισμό για το ζήτημα της κοινότητας. Κι όχι μόνο. Τολμά να προτείνει έναν δρόμο διεξόδου, έναν δρόμο ξετυλίγματος μιας νέας επαναστατικής ορμής. Δεν κάνει, απλά, μια βουτιά στο παρελθόν και στην προϊστορία του ανθρώπου για να ξεφύγει από τα σύγχρονα ζητήματα.

Αν ισχύει αυτό που διατείνεται ο Χοσμπάουμ -μιλώντας για τα ίδια θέματα και προλογίζοντας το τμήμα των Grundrisse που αναφέρονται στους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς- ότι «η προ-ταξική κοινωνία σχηματίζει από μονάχη της μιαν ευρεία και πολύπλοκη ιστορική εποχή, με τη δική της ιστορία και τους νόμους ανάπτυξης, και τις δικές της ποικιλίες κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης που ο Μαρξ ονομάζει “αρχαϊκό σχηματισμό”, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η περίοδος αυτή που φθάνει ώς το 3500 π.Χ. ή το 1500 π.Χ. ανάλογα με την εμφάνιση των πρώτων ταξικών κοινωνιών, παίζει ιδιαίτερα μεγάλο ρόλο για την ερμηνεία των όρων υπό τους οποίους προέκυψαν οι ταξικές κοινωνίες αλλά και στις επιδράσεις σε όλη την ανθρωπολογική γραμμή. Το πέρασμα από τη συλλογική κτήση στην ιδιοκτησία δεν έγινε σε μια νύκτα ή μέσα σε έναν χρόνο…».

«Ο Μαρξ και ο Ένγκελς μελέτησαν τους προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς και δεν τους είδαν περιφρονητικά, ως “καθυστερημένες” κοινωνίες, όπως τους βλέπει ο αστός τεχνοκράτης ή ο “μαρξιστής” που έχει πιστέψει τους μύθους της τεχνοκρατικής ιδεολογίας». (Α.Φ. σελ. 60)

«Ωστόσο, χωρίς να εξιδανικεύουμε τη φυλετική κοινωνία, είναι φανερό ότι ορισμένα στοιχεία της ανθρώπινης ουσίας -αλληλεγγύη, αξιοπρέπεια, ελευθερία, στοργή κ.λπ.- εκμηδενίστηκαν ή ατόνησαν με την ανάπτυξη και τη γενίκευση της ατομικής ιδιοκτησίας, το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις και τη δουλεία». (Α.Φ. σελ. 32)

«Η συλλογική κτήση μετατράπηκε, μέσω μιας διαδικασίας αποσάθρωσης της φυλετικής κοινωνίας, σε ιδιοκτησία, με όλες τις συνέπειες που είχε αυτός ο μετασχηματισμός». (Α.Φ. σελ 33)

«O πρωτόγονος ατομισμός και η πρωτόγονη υπερηφάνεια μετατράπηκαν σε ματαιοδοξία, κενότητα, βαρβαρότητα και ψυχρό ατομισμό. Και οι νέες αυτές ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης βρίσκονταν στη βάση της βαρβαρότητας που συνόδευσε τη διάλυση της κοινωνίας των γενών». (Α.Φ. σελ. 113)

Ο Ε.Μ. μιλά από την πλευρά του μέλλοντος. Και καταλαβαίνει την αντίρρηση ή και την ειρωνεία που μπορεί να δημιουργήσει η τέτοια ανάλυση. Οπότε, θέτει ίδιος το ερώτημα:

«Επιστροφή, λοιπόν, στις πρωτόγονες κοινότητες; Τι λέει επ’ αυτού ο Μαρξ; “Η αγροτική κοινότητα αποτελεί παντού τον νεότερο τύπο του αρχαϊκού κοινωνικού σχηματισμού και γι’ αυτό τον λόγο εμφανίζεται στην ιστορική ανάπτυξη της αρχαίας και της δυτικής Ευρώπης η περίοδος της αγροτικής κοινότητας, ως μεταβατική περίοδος από την κοινοτική στην ατομική ιδιοκτησία”. Πώς κρίνει ο Μαρξ την αγροτική κοινότητα; “Η νέα κοινότητα που εισάχθηκε από τους αρχαίους Γερμανούς σε όλες τις κατακτημένες χώρες καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, έγινε το μοναδικό καταφύγιο της ελευθερίας και του λαϊκού βίου”».

«Σήμερα που η κρίση του καπιταλισμού είναι παγκόσμια και απειλεί την επιβίωση της ανθρωπότητας, μήπως θα έπρεπε να επιστρέψουμε στις αρχαϊκές κοινότητες, επωφελούμενοι από τη σύγχρονη τεχνολογία; Ιδού η γνώμη του Μαρξ: “Η κεφαλαιοκρατική κρίση θα λήξει μόνο με την κατάργηση της κεφαλαιοκρατίας, με την επιστροφή των σύγχρονων κοινωνιών στον “αρχαϊκό” τύπο της κοινοτικής ιδιοκτησίας. (…) Το νέο σύστημα, στο οποίο τείνει η σύγχρονη κοινωνία, “θα είναι η αναβίωση του αρχαϊκού τύπου κοινωνίας σε μια ανώτερη μορφή”. Δηλαδή, κρατάμε το στοιχείο της κοινοκτημοσύνης, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης, στο πλαίσιο μιας κοινοκτημοσύνης. Ο κομμουνισμός θα είναι η άρνηση της άρνησης: Μια νέα, ανώτερη μορφή κοινοτικού βίου”».

«Σε μια ανώτερη μορφή: Δηλαδή, με την αξιοποίηση των κατακτήσεων των επιστημών και της τεχνολογίας από σύγχρονες κοινότητες, όπου η πολλαπλότητα των απασχολήσεων θα μειώνει τον αυστηρό καταμερισμό εργασίας, η παραγωγή κατά το δυνατόν σε τοπική κλίμακα υλικών αγαθών θα αξιοποιεί τις τοπικές ιδιομορφίες, οι μεταφορές προϊόντων θα μειωθούν και μαζί με αυτό η ενεργειακή σπατάλη. Επιπλέον και προπαντός: Θα αρθεί ο ταξικός ανταγωνισμός στο πλαίσιο της συλλογικής προσπάθειας. Η πολλαπλότητα παραγωγής προϊόντων σε τοπική κλίμακα δεν θα σημάνει την άρνηση κεντρικού σχεδιασμού. Η σημερινή τεχνολογία (πληροφορική κ.λπ.) δίνει τη δυνατότητα δημοκρατικού συντονισμού του τοπικού με το κοινωνικό, στο πλαίσιο της κομμουνιστικής κοινωνίας». (Α.Φ. σελ. 225-226)

Ουτοπιστής ο Ε.Μ.; Δεν θα τον πείραζε αυτός ο χαρακτηρισμός. Με αυτές τις σκέψεις ο ίδιος τοποθετείται πιο κοντά σε μια σωτηρία της ανθρωπότητας, όπως και πιο κοντά στην γέννηση μιας κοινωνικοποιημένης ανθρωπότητας, του κομμουνισμού.

Ο ίδιος ξέρει να υπερασπίζεται τον εαυτό του: «Ο Μαρξ οραματιζόμενος μια “επιστροφή στην αρχέγονη κοινότητα, σε ανώτερο επίπεδο” στη γλώσσα της διαλεκτικής μπορεί να αποδοθεί: “Οι ταξικές κοινωνίες ήταν η άρνηση της αρχέγονης κοινοκτημοσύνης. Ο κομμουνισμός θα είναι η άρνηση της άρνησης”». (Α.Φ. σελ 240)


Μέρος Τρίτο

Ανθρώπινη φύση, ανθρώπινη ουσία, ηθική και χειραφέτηση

Βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο ολοκληρωτικού εκβαρβαρισμού της ανθρωπότητας ή ακόμα και εξαφάνισής της. «Το ζώο που εξελίχθηκε σε άνθρωπο, σε έλλογο “ζώο” που κατέκτησε τους “ουρανούς” και φώτισε τις “ελάχιστες” φευγαλέες μορφές του υπομικρόκοσμου, κινδυνεύει να αυτοκαταστραφεί από τα δημιουργήματά του». (Ανθρώπινη φύση, σελ. 16).

Κυρίαρχη ιδεολογία στο σύγχρονο κόσμο είναι ο ατομισμός. Ο «εγωιστής άνθρωπος» παρουσιάζεται σαν ουσία αναλλοίωτη του ατόμου και επομένως ο καπιταλισμός ως το πιο συμβατό σύστημα για την ύπαρξη, την ανάπτυξη και την έκφραση του δεδομένου ανθρώπου, που σημειωτέον, δεν αλλάζει. Είναι αυτό που είναι και αυτό πιθανόν να είναι εγγεγραμμένο και στο γενετικό υλικό του. Ο βιολογικός αναγωγισμός έχει καταστεί, πλέον, μια κυρίαρχη ερμηνεία.

Ο Ευτύχης Μπιτσάκης (Ε.Μ.) μελετά τις επιστήμες του ανθρώπου, εμβαθύνει σε όλα τα θέματα που αφορούν τον άνθρωπο ως βιολογικό, κοινωνικό, έλλογο, γενετικά κοινωνικό ον για να τεκμηριώσει ορισμένες θέσεις που κατά τη γνώμη του έχουν τεράστια πολιτική σημασία: «Το ερώτημα για την ανθρώπινη φύση έχει, συνεπώς, άμεση πολιτική σημασία: Αν ο σοσιαλισμός αντιφάσκει με την υποτιθέμενη εγωιστική φύση του ανθρώπου, τότε και κάθε μελλοντική απόπειρα για θεμελίωση σοσιαλιστικών κοινωνιών είναι προκαταβολικά καταδικασμένη. Και τότε πρέπει να δεχτούμε ότι η κεφαλαιοκρατική-ατομιστική κοινωνία είναι η τελευταία μορφή κοινωνικής συμβίωσης». (Ανθρώπινη φύση, σελ. 91).

Ο Ε.Μ. αναπτύσσει μια πλούσια πολυεπίπεδη επιχειρηματολογία για να αποδείξει το λαθεμένο της βασικής αστικής άποψης, ιδιαίτερα όταν αυτή θέλει να παρουσιάζεται με μια «φιλοσοφική» ερμηνεία: «Ο σοσιαλισμός είναι ένα ευγενικό ανθρωπιστικό ιδεώδες, αλλά ανεφάρμοστο επειδή είναι ασύμβατο με την εγωιστική ανθρώπινη φύση». Ακριβώς «η δήθεν ασυμβατότητα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού με την ανθρώπινη φύση, αποτελούν το αντικείμενο αυτού του βιβλίου» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 14).

Το συμπέρασμα που καταλήγει, η θέση που υποστηρίζεται στις σελίδες του βιβλίου είναι πως «Δεν υπάρχει αναλλοίωτη ανθρώπινη φύση. Η ανθρώπινη ουσία είναι κοινωνική-ιστορική κατηγορία» (Ανθρώπινη φύση, σελ.39).


Τι είναι η ανθρώπινη φύση και τι η ανθρώπινη ουσία;

Είναι αδιαμφισβήτητο πως υπάρχει μια βιολογική προετοιμασία του ανθρώπου. Δηλαδή ο άνθρωπος είναι βιολογικό ζώον, γενετικά κοινωνικό, προϊόν της μακράς πορείας της βιολογικής εξέλιξης.

«Έστω ότι θα ορίζαμε την ανθρώπινη φύση ως το σύνολο των σταθερών ιδιοτήτων και στοιχείων, καθώς και των δυνατοτήτων που συνιστούν την ολότητα του ανθρώπινου όντος, σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή. Ένας τέτοιος ορισμός δέχεται την ύπαρξη βιολογικών και ανθρωπολογικών σταθερών, ενώ ταυτόχρονα είναι ανοικτός στο ιστορικό γίγνεσθαι. Περιλαμβάνει αυτό που είναι σταθερό, καθώς και εκείνο που μπορεί να μεταβληθεί ή και να αναδυθεί μέσα στο χρόνο. Περιέχει τη διαλεκτική της δυνατότητας και της πραγματικότητας».

Όμως, «αν δεχτούμε τη νομιμότητα της έννοιας της ανθρώπινης φύσης, τότε πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το ερώτημα για την εξηγητική λειτουργία αυτής της έννοιας. Για να έχει λόγο ύπαρξης, η έννοια της ανθρώπινης φύσης πρέπει να συνεισφέρει στην ερμηνεία του ιστορικού γίγνεσθαι. Αλλά είναι δυνατόν να μελετήσουμε τις κοινωνικές σχέσεις χωρίς να μελετήσουμε τη φύση των όντων που είναι φορείς και δημιουργοί αυτών των σχέσεων»;

Αυτή η συλλογιστική οδηγεί τον Ε.Μ. να μη δέχεται την ταύτιση της έννοιας «φύση του ανθρώπου» με την έννοια «ουσία του ανθρώπου» και εφιστά την προσοχή του αναγνώστη στο ζήτημα αυτό. «Ο Μαρξ μιλάει για την ανθρώπινη ουσία, ταυτίζοντας γενικά αυτή την έννοια με την έννοια ανθρώπινη φύση». Στην 6η θέση για τον Φόιερμπαχ, ο Μαρξ θα υποστηρίξει πως η ουσία του ανθρώπου είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων. Μια τέτοια διατύπωση, όμως, «αποκόπτεται από τη βιολογική του υπόσταση και από την ιστορία του: Η φύση του ανθρώπου που αποκόπτεται από ολόκληρη την ιστορία της φυλογένεσης και από τη βιολογική προϊστορία του ανθρώπινου είδους». (Ανθρώπινη φύση, σελ. 98).

Αυτός είναι ο λόγος που ο Ε.Μ. επιμένει στη διαφοροποίηση των δύο εννοιών. Μάλιστα, θα δώσει ιδιαίτερο βάρος στην ιστορική διαδικασία ανθρωπογένεσης, ψυχισμού, νοογένεσης στο έργο του Η ύλη και το πνεύμα, κυρίως στα τρία τελευταία κεφάλαια.

Ο Ε.Μ. προτιμά να ορίζει ως ουσία του ανθρώπου το σύνολο του ψυχικού και πνευματικού του περιεχομένου, όπως αυτά πραγματώνονται στο εσωτερικό των σχέσεων στις οποίες είναι ενταγμένο το άτομο, καθώς και το σύνολο των λανθανουσών δυνατοτήτων του. Έτσι, «η έννοια της ουσίας συναρτάται, αλλά δεν ταυτίζεται με την έννοια της ανθρώπινης φύσης».

Θεωρώντας ως δεδομένο την ύπαρξη σχετικά αμετάβλητων στοιχείων της ανθρώπινης φύσης, «και αν, χωρίς να αγνοήσουμε την ενδογενή τους συσχέτιση, δεν ταυτίσουμε την ανθρώπινη φύση με την ανθρώπινη ουσία, τότε θα ήταν δυνατόν να ορίσουμε την ανθρώπινη ουσία ως την ολότητα του ψυχικού και πνευματικού περιεχομένου της ζωής του ατόμου, όπως αυτό πραγματοποιείται εν κοινωνία και στην πορεία της Ιστορίας. Η ουσία μετατρέπεται τότε σε ιστορική κατηγορία, η οποία σχετίζεται κυρίως με το πνευματικό, ηθικό και πολιτισμικό περιεχόμενο του ανθρώπου στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες».

Ο Ε.Μ. θα συνεχίσει να θέτει ερωτήματα στα οποία ο ίδιος επιχειρεί απαντήσεις: «Το ανθρώπινο ον είναι προσωρινή, εξαρτημένη, εύθραυστη, αντιφατική, τραγική, από μια άποψη, ύπαρξη. Πώς εκδηλώθηκαν οι αντιφατικές του δυνατότητες στην Ιστορία; Ποιος ήταν ο ρόλος των αντικειμενικών συνθηκών και ποιος ο ρόλος της ανθρώπινης φύσης; Και ποια ήταν η μοίρα της ανθρώπινης ουσίας, αν αυτή την έννοια δεν την ταυτίσουμε με την ανθρώπινη φύση;» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 108).


Η επικαιρότητα των ζητημάτων αυτών

Αν η ανθρώπινη φύση «συγκροτείται από έναν αριθμό βιολογικών και ψυχολογικών, σχετικά σταθερών στοιχείων και, επίσης, από έναν αριθμό περισσότερο μεταβλητών χαρακτηριστικών, τα οποία αντανακλούν, διαμεσολαβημένα, κοινωνικές σχέσεις». Αν «η ανθρώπινη φύση είναι ιστορική κατηγορία», επομένως «σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, είναι πεδίο αντιφατικών δυνατοτήτων και η κοινωνική πραγματικότητα καθορίζει ποιες από αυτές θα πραγματοποιηθούν». Τότε «η ιστορικότητα της ανθρώπινης φύσης αντιστοιχεί στις ιστορικές μορφές της κοινωνίας, χωρίς να είναι μια παθητική και γραμμική συνέπειά τους».

Το ερώτημα που τίθεται είναι ποια η επίδραση της ταξικής κοινωνίας στην ουσία του ανθρώπου (νοούμενης ως την ολότητα του ψυχικού και πνευματικού, ηθικού και πολιτισμικού περιεχομένου της ζωής του ατόμου) στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες εν γένει, και πιο ειδικά στην εποχή του γερασμένου πλέον καπιταλισμού και της εμπορευματοποίησης όλο και περισσότερων σφαιρών της κοινωνικής ζωής;

Στο ερώτημα αυτό προστίθεται και ένα επόμενο, υπό ποίες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις είναι δυνατόν να καλλιεργηθούν και να εμπλουτισθούν οι θετικές δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης και ουσίας.

Σε αυτά πρέπει να προστεθούν ακόμα δύο αναπόφευκτα ερωτήματα με βάση τη συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη του 20ού αιώνα: «της επιστημονικής αξίας του μαρξισμού και της δυνατότητας των ανθρώπινων κοινωνιών να ελέγξουν το ιστορικό γίγνεσθαι».

Τα ερωτήματα αυτά δεν απαντιούνται με συνθήματα ή ταυτολογίες.

Στη βάση της σύγχρονης βαρβαρότητας βρίσκονται η ματαιοδοξία, η κενότητα, ο ψυχρός ατομισμός, η αλλοτρίωση. Οι ταξικές κοινωνίες ανέδειξαν, κυρίως, τις αρνητικές δυνατότητες του ανθρώπου χωρίς να εξοστρακίσουν εντελώς θετικές δυνατότητες όπως η κοινωνικότητα, ο αλτρουισμός, η ανθρώπινη φιλία, η στοργή, οι καλλιτεχνικές τάσεις, οι δυνατότητες της νόησης. Στον καπιταλισμό επιχειρείται η πλήρης εκκένωση αυτών των θετικών δυνατοτήτων και η απογύμνωση του ανθρώπου, ως εγωιστικού ατόμου, μόνου εναντίον όλων.

«Στον καπιταλισμό εκκενώνεται από τα θετικά-ανθρωπιστικά στοιχεία της η ιστορικά κατακτημένη ανθρώπινη ουσία. Αλλά η Ιστορία δεν τελείωσε και η θετική ουσία του ανθρώπινου-κοινωνικού όντος θα ανακτηθεί και θα εμπλουτισθεί στην κοινωνία “των ελεύθερων και ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών” (Μαρξ). Εύλογη επιθυμία ή ιστορική δυνατότητα; Ίδωμεν» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 186).

Ο κομμουνισμός κατηγορείται ότι δεν έδωσε σημασία στο άτομο, ότι στερεί τις δυνατότητες ανάπτυξης του ανθρώπου, ότι στερείται ο ίδιος ανθρωπισμού. «Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια μεταβαλλόμενη αντίφαση, ανάμεσα στο θαυμαστό της ύπαρξης, την πνευματικότητα, τη δημιουργικότητα, τον αναπτυγμένο συναισθηματικό κόσμο, και στην επίσης διαφοροποιούμενη ανθρώπινη βαρβαρότητα. Ο “άνθρωπος των σπηλαίων” έφθασε στα άστρα. Αλλά η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο συνεχίζεται, και οι σύγχρονοι πόλεμοι με την επιστημονική τεχνολογία εξοντώνουν ολόκληρους στρατούς. Επίσης, η τερατώδης καταδίκη σε θάνατο ισχύει ακόμα σε “πολιτισμένες” και υπανάπτυκτες χώρες (από δηλητηριώδη ένεση, αγχόνη, τουφεκισμό, αποκεφαλισμό κ.ο.κ.). Το ίδιο και η φρίκη των βασανιστηρίων».Η ματιά του Ε.Μ. είναι και αυτοκριτική. Αναγνωρίζει με τόλμη «τις ελεεινότητες των πρώτων αποπειρών»: «Η φτωχή, οικονομίστικη, έκπτωτη μορφή του απολογητικού μαρξισμού περιόρισε τους ανοικτούς ορίζοντες της μαρξικής ανθρωπολογίας σε μια μίζερη αντίληψη, όπου ο καθένας θα απολάμβανε “τα λίγα γραμμάρια ευτυχίας του” υπό το άγρυπνο και “προστατευτικό” μάτι του κόμματος και της μυστικής αστυνομίας». Όχι για να υποκλιθεί στο υπάρχον σύστημα που εκκενώνει κάθε ουσία από τον κοινωνικοποιημενο άνθρωπο και τον αποκτηνώνει- αποβλακώνει. Αλλά για να σηκωθεί ψηλότερα ένας νέος κομμουνιστικός ανθρωπισμός που να στηρίζεται σε μια νέα ηθική (ο συγγραφέας απορεί που ενώ έχει δώσει τόσες σελίδες για το ζήτημα της ηθικής, αυτό περνά με μια σχετική άνετη αδιαφορία από τα διάφορα επιτελεία της Αριστεράς). Για να γίνει «βιώσιμη η ανθρωπότητα και αξιοβίωτη η ζωή» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 242).

Γιατί «η ζωή, “μέγα καλό και πρώτο καλό” (Σολωμός), μπορεί να γίνει αξία καθ’ εαυτήν και όχι οδυρμός στην κοιλάδα των δακρύων, ή αναμονή μιας δεύτερης, αιώνιας ζωής στο ανύπαρκτο υπερπέραν. Προϋπόθεση: σοσιαλισμός χωρίς βαρβαρότητα» (Ανθρώπινη φύση, σελ. 243).

 

Επίλογος: Τι χρειαζόμαστε περισσότερο από πριν

Σε τρία σημειώματα προσπαθήσαμε να κινήσουμε το ενδιαφέρον και να κατατοπίσουμε τον αναγνώστη για το πρόσφατο έργο ενός από τους μεγαλύτερους Eυρωπαίους μαρξιστές της δύσκολης εποχής μας. Έχουμε το προνόμιο ή την τύχη ο Ε.Μ. να είναι Έλληνας και τα έργα του να μπορούν να διαβαστούν από όλους που ενδιαφέρονται να κατανοήσουν και ίσως να δράσουν. Η κατανόηση είναι μια σημαντική λειτουργία, είναι μια μορφή πράξης και ίσως σπουδαιότατος όρος για να τεθούν σε κίνηση συνειδητά εγχειρήματα μετασχηματισμού του κόσμου. Θα κλείσουμε την παρουσίαση αυτή με ένα απόσπασμα ενός άλλου μεγάλου Ευρωπαίου μαρξιστή, του Ιστβάν Μεσάρος που, όχι τυχαία, παραθέτει και ο Ε.Μ. στην Ανθρώπινη Φύση: «Η αφηρημένη διαλεκτική της Ιστορίας δεν προσφέρει καμία εγγύηση για μια θετική κατάληξη. Αν θα περιμέναμε κάτι τέτοιο, θα σήμαινε ότι απαρνιόμαστε το ρόλο μας να αναπτύξουμε την κοινωνική συνείδηση, η οποία είναι εγγενής στη διαλεκτική της Ιστορίας. Η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνικής συνείδησης με ένα πνεύμα χειραφέτησης είναι αυτό που χρειαζόμαστε για το μέλλον. Σήμερα τη χρειαζόμαστε περισσότερο από πριν».


Περιεχόμενα του βιβλίου:

• Εισαγωγή
 Από το αγελαίο ζώο στην κοινωνική οργάνωση

Η ανθρώπινη νόηση: Δυισμός ή προϊόν της κοινωνικής ζωής;

Ο άνθρωπος κοινωνικό έλλογο ον

Η δουλεία

Από τις πρώτες μορφές ιδιοκτησίας στο κεφάλαιο

 • Κεφάλαιο πρώτο
Διακόσια χρόνια κεφαλαιοκρατικής «προόδου»

Οι πρώιμες αστικές αντιλήψεις για την πρόοδο

Η κριτική των κλασσικών του μαρξισμού

Διακόσια χρόνια κεφαλαιοκρατικής «προόδου»

Παγκοσμιοποίηση: Αντιφάσεις και δυνατότητες
• Κεφάλαιο δεύτερο
 Ανθρώπινη φύση: αντιφάσεις και δυνατότητες

Η μεταφυσική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση

Για την νομιμότητα και την εξηγητική λειτουργία της έννοιας

Ο άνθρωπος, βιολογικό

και κοινωνικό ον

Οι ταξικές κοινωνίες και το πρόβλημα της ουσίας του ανθρώπου

Η ανθρώπινη φύση και η σοσιαλιστική προοπτική

• Κεφάλαιο τρίτο
 Η ανθρώπινη φύση είναι συμβατή με τον σοσιαλισμό;

Ο άνθρωπος ως φυσικό

και κοινωνικό ον

Από την αισθητικο-κινητική δραστηριότητα στην εννοιακή σκέψη

Ο άνθρωπος, γενετικά κοινωνικό ον

Η ανθρώπινη φύση

Ανθρώπινη ουσία

Τελικές παρατηρήσεις

• Κεφάλαιο τέταρτο
 Ο τρομερός εικοστός αιώνας

Τα ιστορικά όρια του καπιταλισμού

Δύο βασικές θέσεις του μαρξισμού:

Και πρώτα, η πρώτη

Και τώρα η δεύτερη θέση: Η κατάρρευση

• Κεφάλαιο πέμπτο
 Για τον κομμουνισμό του πεπερασμένου

Η δομική κρίση του καπιταλισμού και η επιβίωση της ανθρωπότητας

Όταν «οι νεκροί βαραίνουν σαν βραχνάς…» (Μαρξ)

Το πρόβλημα της ηγεμονίας

Το πρόβλημα των συμμαχιών

Για τον κομμουνισμό του πεπερασμένου

Για μια ενδοκοσμική ηθική

Για μια ρεαλιστική κομμουνιστική κοινωνία


Tagged : / / / / /

Παραχάραξη μιας βαθιάς ανάγκης, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.224, 26/7/2014)

Τα συστημικά κόμματα, με τυπικό τρόπο, στις ανακοινώσεις τους για τα 40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, αποτίναξαν κάθε ενοχή τους, δηλώνοντας πάνω-κάτω τα ακόλουθα: Τιμούμε την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και όσους αγωνίστηκαν για αυτήν. Ξέρουμε ότι περάσαμε δύσκολα τα τελευταία 5 χρόνια, αλλά τώρα όλα θα πάνε καλά, φτάνει πια με το λαϊκισμό και τη δημαγωγία…

Σε άλλα αφιερώματα, αναλύσεις και άρθρα, βρίσκει κανείς πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία και παρατηρήσεις, αλλά λείπουν εμφανώς δύο στοιχεία: Πρώτα απ’ όλα, ο λαϊκός παράγοντας και ο ρόλος του μέσα στα 40 αυτά χρόνια (οι όποιες αναφορές σχετίζονται κυρίως με τις επιτυχημένες διαδικασίες αποχαύνωσης και απονεύρωσής του). Δεύτερον, η ανάγκη μιας νέας μεταπολίτευσης, μιας βαθιάς πολιτειακής αλλαγής που έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη, αλλά όλοι σφυρίζουν αδιάφορα, προσβλέποντας ίσως σε κάποια μικροβελτίωση της σημερινής κατάστασης.

40 χρόνια…

Σαράντα χρόνια δεν είναι καθόλου λίγα κι αν δει κανείς τι έγινε στον κόσμο, θα εντυπωσιαστεί από τις αλλαγές και τις ανατροπές, σε όλους τους τομείς. Για να εξετάσει κανείς τι έγινε αυτή την περίοδο στη χώρα, δεν αρκεί φυσικά ένα άρθρο. Είναι υπόθεση ιστορίας και μάλιστα ιστορίας σε εξέλιξη. Ωστόσο, κάποιες σκέψεις μπορούν να ειπωθούν.

Η Μεταπολίτευση του 1974, η πτώση δηλαδή ενός καθεστώτος και η εγκαθίδρυση ενός άλλου, έγινε σε συνθήκες γενικευμένης χρεοκοπίας και κατάρρευσης της αμερικανόπνευστης δικτατορίας, έντασης μιας κρίσης στην περιοχή (Μέση Ανατολή, Κύπρος, Τουρκία) και απαρχής μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, υπό την αρχική μορφή των πετρελαϊκών σοκ.

Στη βάση αυτών των εξελίξεων αναπτύχθηκε ένα μεγάλο κύμα λαϊκού ριζοσπαστισμού που έθετε τεράστια προβλήματα και έπρεπε με κάποιον τρόπο να συγκρατηθεί.

Αποτέλεσμα αυτών των τάσεων ήταν ο συμβιβασμός των δυνάμεων του συστήματος σε μια λύση που δεν θα ήταν απλώς η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» στην προ του 1967 κατάσταση, αλλά ένα νέο πολιτειακό καθεστώς που θα έπαιρνε υπ’ όψιν του και την ανάγκη ενσωμάτωσης ή συντριβής της λαϊκής ορμής. Τόσο η εξέγερση του Πολυτεχνείου, όσο και η απίστευτη κατάσταση ξεχαρβαλώματος του κράτους, κατά την επιστράτευση του 1974, δεν επέτρεπαν ολιγωρίες.

Υπό αυτό το πρίσμα, η μεταπολίτευση του Ιουλίου του 1974 ήταν μια επιτυχημένη κίνηση διάσωσης, κατευνασμού, αντιμετώπισης χειρότερων καταστάσεων. Όλες οι μαρτυρίες των σημαντικών παραγόντων της εποχής οδηγούν στο συμπέρασμα ότι καθόλου δεδομένος δεν ήταν αυτός ο κατευνασμός.

Από την άλλη, ήταν και μια επιτυχία του λαϊκού κινήματος που κατακτούσε μια σειρά από ελευθερίες και δικαιώματα που το μετεμφυλιακό κράτος και η χούντα είχαν στερήσει. Ανοίγονταν, δηλαδή, μια νέα φάση και μια νέα ισορροπία δυνάμεων, εσωτερικά και στην περιοχή.


Τρεις φάσεις

Υπάρχει ένα σχήμα σε τρεις φάσεις που θα μπορούσε να περιγράψει την επιτυχία του ελληνικού αστισμού στα 40, παρά κάτι, χρόνια μέχρι το 2008. Ο Κ. Καραμανλής έθεσε τις βάσεις της «ευρωπαϊκής πορείας της χώρας», έδιωξε το παλάτι, έβαλε φυλακή τους χουντικούς και φυσικά ξεκίνησε τις πολιτικές λιτότητας που δεν έχουν σταματημό από τότε – με ένα μικρό διάλειμμα στην πρώτη ΠΑΣΟΚική περίοδο. Ο Α. Παπανδρέου εγκαινιάζει μια περίοδο που «φέρνει στην εξουσία» την άλλη μισή Ελλάδα που μέχρι τότε αποκλείονταν, ολοκληρώνοντας μια ατελή διαδικασία εκδημοκρατισμού και τερματισμού ενός μονοκομματικού κράτους της Δεξιάς. Τέλος, η Σημιτική περίοδος, μπορεί να θεωρηθεί η ολοκλήρωση της διαδικασίας, αφού η Ελλάδα μπαίνει στο ευρώ, επεκτείνεται στο Βαλκανικό «Ελντοράντο», αναλαμβάνει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το έθνος, υπό την αστική ηγεμονία, ολοκληρώνεται…

Λέει αλήθεια ή ψέματα το σχήμα αυτό; Λέει αλήθεια στο βαθμό που περιγράφει το ατέλειωτο πάρτι που έστησαν οι τοπικές ελίτ όλες αυτές τις δεκαετίες. Εκμεταλλεύτηκαν την κρίση του 1973-75, αξιοποίησαν πλεονεκτήματα από την κατάσταση στην περιοχή και ειδικά την καταστροφή του Λιβάνου, άρχισαν πολύ νωρίς την καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων και την περιστολή των λαϊκών ελευθεριών.


Ο καραμανλικός αυταρχικός κυματοθραύστης αγώνων και κινητοποιήσεων βρέθηκε σε πλήρη εξέλιξη. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μπήκαν οι βάσεις ενός δικομματικού συστήματος που έμελλε να εγκλωβίζει πάνω από το 80% του εκλογικού σώματος για πολλές τετραετίες. Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, στήθηκε μια τεράστια μηχανή ενσωμάτωσης και εξαγοράς συνδικαλιστών, συνεταιρισμών, λαϊκών ενώσεων κ.λπ., ενώ νέα τζάκια με αρπακτικό τρόπο αναρριχήθηκαν και διεκδίκησαν γερό μερίδιο.

Και μετά την «παρένθεση» του 1989-’90 και τη μητσοτακική τριετία, ήρθε πάλι ο ΠΑΣΟΚισμός, πρώτα με την μορφή ενός αδύναμου Ανδρέα και μετά με τον Σημίτη, για να ισοπεδώσει ό,τι είχε απομείνει: Ο ωφελιμισμός και ο άκρατος ατομικισμός στο τιμόνι, σε ένα μετανεωτερικό πλαίσιο ξαναγραψίματος της Νεοελληνικής Ιστορίας. Ο περίφημος «εκσυγχρονισμός» της ελληνικής κοινωνίας ολοκληρώνεται μέσα στο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου και την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων…

Γεγονότα που ξεχνιούνται

Πολλοί εμφανίζουν μια ψευδή εικόνα όταν «ξεχνούν» ορισμένα σημαντικά στοιχεία: Η τιθάσευση του ριζοσπαστισμού δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Για να αντιμετωπιστεί έπρεπε να συναφθούν νέα «κοινωνικά συμβόλαια» με περισσότερους εταίρους από άλλες φορές, να συναινέσουν σε αυτά ευρύτερες δυνάμεις, να μην ξεπερνιούνται ορισμένα όρια και βεβαίως η καταστολή να συμπληρώνει το έργο.

Ειδικά, τα χρόνια 1974-’76 ήταν περίοδος μεγάλων αγώνων και ριζοσπαστισμού και τεράστιων αποπειρών καταστολής τους. Στη νεολαία, τα εργοστάσια, τον αγροτικό χώρο, η περίοδος αυτή σήμαινε κινητοποιήσεις, οργάνωση, αγώνες. Μόνο ο συνδυασμένος ρόλος του νέου κοινωνικού-πολιτικού συμβιβασμού που υπηρετήθηκε από όλες τις πολιτικές δυνάμεις έδωσε καρπούς στην τιθάσευση του κύματος αυτού.

Δύο χαρακτηριστικές στιγμές: Ο Καραμανλής ακύρωσε νόμο που είχε ψηφιστεί μετά τις πρώτες φοιτητικές καταλήψεις (1979) και αυτή ήταν μια πρώτη, τέτοιου είδους, νίκη του λαϊκού κινήματος. Δεύτερον, το 1980, το χτύπημα της πορείας του Πολυτεχνείου με δύο νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες απαντήθηκε συνδυασμένα από όλο το πολιτικό φάσμα με την καταδίκη των «εξτρεμιστών»…

Η αστική αφήγηση συνεχίζει, ξεχνώντας και άλλα γεγονότα… Την κρίση του 1985 και τα ροζ ψηφοδέλτια για την εκλογή Σαρτζετάκη. Την κρίση του 1989, όταν όλα τα εκδοτικά συγκροτήματα έβαλλαν κατά του Α. Παπανδρέου, κρίση που ολοκληρώνεται με την συγκυβέρνηση Δεξιάς- Αριστεράς, μέσα στο νέο διεθνές πλαίσιο (απόγειο της περεστρόικα, κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού) που διασώζει τον λαβωμένο ΠΑΣΟΚισμό.

Αλλά και πάλι ξεχνιούνται πολλά και ειδικά όλα τα γεγονότα και οι κρίσεις έως και πράξεις μειοδοσίας σε λεγόμενα ή υπαρκτά εθνικά ζητήματα: Κρίση στο Αιγαίο με την Τουρκία (1976), ανακήρυξη τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους, επιστράτευση και κίνδυνος πολέμου με την Τουρκία (1987), διάλυση Γιουγκοσλαβίας και Μακεδονικό, κρίση στα Ίμια, βομβαρδισμός της Σερβίας και ρόλος της Ελλάδας, συμμετοχή σε πολέμους (Αφγανιστάν, Κόσσοβο) κ.λπ.

Κοντά σε αυτά, ένα μόνιμο αγκάθι που λέγεται νεολαία, αφού διαδοχικές γενιές νέων ανθρώπων είδαν να ρημάζεται το μέλλον τους. Καταλήψεις σχολείων σε όλη τη χώρα, απανωτά κινήματα και ξεσπάσματα των νέων. Από το φοιτητικό κίνημα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης -το πιο οργανωμένο και πολιτικοποιημένο τμήμα του λαϊκού κινήματος- έως τις εξεγέρσεις ενάντια στην καταστολή με αποκορύφωμα τις δολοφονίες των Καλτεζά (1985) και Γρηγορόπουλου (2008).

Τέλος, δεν μπορεί να προσπεραστεί το φαινόμενο της μετατροπής της χώρας σε πλατφόρμα «υποδοχής» μεγάλων κυμάτων μετανάστευσης, είτε σαν αναγκαστικό πέρασμα, είτε σαν ανθρώπινη αποθήκη. Φαινόμενο που, με τόσο απότομο τρόπο, δεν παρουσιάστηκε σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα και οδήγησε στην πολύπλευρη εκμετάλλευση αυτού του δυναμικού σε μια πρώτη φάση (ολυμπιακά έργα, ύπαιθρος κ.λπ.) για να πυροδοτήσει άλλου είδους φαινόμενα και καταστάσεις στη συνέχεια.

Και η Αριστερά;

Ποιος ο ρόλος της Αριστεράς στις δεκαετίες αυτές της Μεταπολίτευσης; Επέδρασε για μια διαφορετική πορεία ή, αντίθετα, είδε την πορεία που περιγράφεται με θετικό, κυρίως, πρόσημο, συμμετέχοντας στα συμβόλαια που συνάφθηκαν σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο;

Βοήθησε να στηθούν υγειονομικές ζώνες απέναντι σε μεγάλους αγώνες την πρώτη περίοδο, πίεσε για υπεύθυνη συμπεριφορά, συμμορφώθηκε σε όλες τις απαγορεύσεις, έκανε τη «δεύτερη φωνή» σε όλες τις καντάδες περί «αριστεροχουντισμού». Θεώρησε την «αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ σαν θαύμα και τη στήριξε όσο μπορούσε, ενιαία μέχρι το 1985 και κατά περίπτωση μετά. Μέχρι που μέρος της παραδόθηκε στη σημιτική εκσυγχρονιστική λαίλαπα. Αφού, στο μεταξύ, είχε «αμαρτήσει» με τις συγκυβερνήσεις του 1989-’90, δίχρονο κατά το οποίο η ελληνική Αριστερά βρέθηκε στην πρωτοπορία των αντίστοιχων εγχειρημάτων «μετάβασης στην νέα εποχή».

Κάτι άρχισε να κινείται μόνο μετά το 2000, όταν η «κυβερνώσα Αριστερά» στην Ευρώπη είχε… σπάσει τα μούτρα της (μέχρι και τον βομβαρδισμό της Σερβίας είχε ψηφίσει) και παρουσιάστηκαν νέα κινήματα όπως αυτό της αντιπαγκοσμιοποίησης. Εκεί, αρχίζει να υπάρχει μαζί με μια Αριστερά της κοινωνίας και μια μερική διαφοροποίηση της επίσημης Αριστεράς. Το τμήμα εκείνο που ήταν πιο κοντά στους πραγματικούς αγώνες ανταμείφτηκε απλόχερα από την κοινωνία, ενώ το άλλο που ήταν εχθρικό και, στην πραγματικότητα, συστημικό και συντηρητικό (παρά τα παχιά ταξικά λόγια), περιθωριοποιήθηκε.

Όλα τα παραπάνω, πάντως, δεν συνθέτουν μια εικόνα επιτυχίας της μεταπολίτευσης. Η μόνη επιτυχία της είναι ότι περιόρισε ορίζοντες, κατέστειλε τον ριζοσπαστισμό και εμπέδωσε την αστική και ιμπεριαλιστική κυριαρχία στη χώρα, εξάπλωσε έναν ωφελιμισμό, δημιούργησε τον εκσυγχρονισμένο μεταπρατισμό. Έως εκεί όμως. Δεν αντιμετώπισε κανένα ουσιαστικό πρόβλημα της χώρας, της κοινωνίας, του λαού.

Η τετράχρονη αποκάλυψη…

Όσα ζούμε στη νέα καθεστωτική φάση, αυτήν της τρόικας και των μνημονίων, αποτελούν μια αποκάλυψη των όσων σερβίρονται σήμερα σαν επιτυχίες της Μεταπολίτευσης. Δεν ζούμε την απλή συνέχεια της μεταπολίτευσης, αλλά ένα ειδικό καθεστώς επιτροπείας . Είναι εντελώς παράξενο που αυτό δεν το βλέπουν αρθρογράφοι, κόμματα και πολιτικοί αναλυτές. Μία απλή λεπτομέρεια; Πώς καταπίνουμε τέτοιες λεπτομέρειες…

Με τη σειρά της, όμως, αυτή η «λεπτομέρεια» δείχνει τη χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης στο σύνολό της: Τι ήταν, τελικά, αυτό που χτίζονταν; Πού στηριζόταν το πάρτι της άρχουσας τάξης και άλλων στρωμάτων που κονομούσαν ασύστολα μέσα στο καθεστώς της μίζας, της ρεμούλας, της υποδούλωσης του κρατικού και κομματικού μηχανισμού σε κλίκες ρουσφετολόγων και πλιατσικολόγων, που νομοθετούν, αρπάζουν, κλέβουν και τιμωρία δεν έχουν;

Τα δισεκατομμύρια καταθέσεων σε ξένες τράπεζες, οι λίστες Λαγκάρντ και άλλες που δεν έχουν ανοιχτεί, τα σκάνδαλα της Siemens, τα υποβρύχια που γέρνουν, δεν σβήνουν με μια φυλάκιση του Τσοχατζόπουλου… Η κοινωνική σύνθεση του Κορυδαλλού, δεν έχει αλλάξει, παρ’ όλο που κάποιοι πολιτικοί και επιχειρηματίες τον επισκέπτονται πού και πού…

Ήταν τέτοιο το ξεχαρβάλωμα που η τρόικα απαιτεί επιτόπια παρουσία και έλεγχο όλων των συναλλαγών, με αντίτιμο για τις υπηρεσίες να υποθηκεύσει την χώρα, να πάρει ρεγάλο ό,τι νομίζει. Χώρα-αποικία χρέους, χώρα περιορισμένης ευθύνης και κυριαρχίας, χώρα-μπανανία που κυβερνάται με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και μνημόνια που, πριν ψηφιστούν, κανείς δεν τα διάβασε ή ούτε καν μεταφράστηκαν στην ελληνική γλώσσα…

Τόση επιτυχή κατάληξη είχε η μεταπολίτευση. Πάλι, όμως, σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων: Μια τεράστια αναδιανομή προς όφελος των πλουσίων και των χρηματιστηριακών ομίλων και σε βάρος των εργαζομένων και των μεσοστρωμάτων που διαλύονται βάναυσα. Ο πρωθυπουργός είναι αισιόδοξος, γιατί σε κάθε Έλληνα αντιστοιχούν δύο τουρίστες! Πού μπορεί να καταντήσει κάποιος που υπηρετεί την εξουθένωση και διάλυση της χώρας…


…και ο ριζοσπαστισμός

Αυτό είναι το αποτέλεσμα της χρεοκοπίας της Μεταπολίτευσης: Η διάλυση και το βούλιαγμα της χώρας. Και ποιος αντέδρασε σε αυτή την τεράστια οπισθοδρόμηση; Η πολιτική ηγεσία; Η διανόηση; Όχι. Ο «απλός κοσμάκης», ο «λαουτζίκος» που τόσο περιφρονούν όσοι μπούκωσαν από τα καλά της μεταπολίτευσης. Όλοι εκείνοι που δεν μπορούν το «λαϊκισμό», τις αντιδράσεις του όχλου, τις μούντζες που έπεφταν βροχή προς το σύμβολο της διαφθοράς του πολιτικού κόσμου.

Για τέσσερα χρόνια, αναπτύχθηκε ένας ριζοσπαστισμός που απαίτησε σε όλες τις πλατείες της χώρας μια νέα μεταπολίτευση, μια μεταπολίτευση του λαού: Τιμωρία όσων έφεραν τον τόπο σε αυτό το σημείο, τέλος μνημονίων και τρόικας, πραγματική δημοκρατία και όχι κομματοκρατία, παραγωγική ανασυγκρότηση, εθνική ανεξαρτησία, νέες αρετές και αξίες.

Ποια απάντηση πήρε; Καταστολή (ακόμα οι καθαρίστριες τρώνε ξύλο κάθε τόσο, έτσι συμβολικά, για να μην ξεχνιόμαστε), δολοφονίες (τι άλλο είναι η περίπτωση της τετραπληγικής που χρωστούσε στην ΔΕΗ;), μαύρο στην ΕΡΤ, λόγια παρηγοριάς για καλυτέρευση της ζωής όλων. Όλων; Ε, μη λέμε και υπερβολές, δεν μπορούν να γίνουν θαύματα για 1.600.000 ανέργους! Κάποια προσδοκία θα πουλήσουμε, κάποια φιέστα θα ετοιμάσουμε μετά τα ξεπουλήματα και βλέπουμε…

Ο «λαουτζίκος», όμως, γκρέμισε δύο κυβερνήσεις, διέλυσε τον δικομματισμό, εκτίναξε μια δύναμη της Αριστεράς σε πρώτο κόμμα και διατύπωσε το αίτημα μιας νέας μεταπολίτευσης, χωρίς να έχει τα αποθέματα και την προετοιμασία να τη φέρει στο φως. Αναδιπλώνεται αλλά δεν εξαφανίζεται. Τμήματά του στρέφονται και σε επικίνδυνους δρόμους, όπως αυτός του χρυσαυγιτισμού ή της υποδούλωσης σε ολιγάρχες που τάζουν κάποιο μεροκάματο.

Με τον χαοτικό τρόπο που εκδηλώνεται, με τους απολογισμούς που με το δικό του τρόπο κάνει, ο Κανένας, με τα χιλιάδες πρόσωπα και σε σύγχυση μεταξύ εύκολης τιμωρίας και ουσιαστικών λύσεων, θα ξανακάνει την εμφάνισή του. Μια νέα λαϊκή μεταπολίτευση θα είναι ο μικρότερος στόχος που θα έχουν οι εξεγέρσεις που έρχονται, που προετοιμάζονται με περίεργο τρόπο, υπόγεια ή φανερά, κάτω από την μύτη μας ή δίπλα μας. Για τις δυνάμεις που συνειδητά θα εργαστούν για τη μεταπολίτευση του λαού δύο μόνο στόχοι: Πολιτικός αγώνας-φρόνημα του λαού! Όλα τα άλλα έπονται…

Και η Αριστερά; Οι ευθύνες που αναλαμβάνει μέσα στο μνημονιακό σκηνικό είναι τεράστιες: Ή θα ηγηθεί σε μια απελευθερωτική διαδικασία, στηριγμένη στο λαό και όχι σε δυνάμεις του χτες ή θα γίνει μέρος του προβλήματος, εισπράττοντας το χλευασμό των λαϊκών στρωμάτων. Τρίτη επιλογή δεν υπάρχει.

Υ.Γ.: Ο ΣΥΡΙΖΑ στα συνεδριακά κείμενά του κάνει λόγο για μια νέα λαϊκή μεταπολίτευση. Θέση που μπορεί να γίνει προωθητική αν η πολιτική συμπεριφορά ξεφύγει από την ατζέντα που θέτει το μνημονιακό κράτος και οι επικοινωνιακές παραφυάδες του.
Tagged : / / /

Πολιτική, ηθική, Αριστερά…, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.217, 6/6/2014)

Στη συνεδρίαση της Kεντρικής Eπιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ για τον ορισμό υποψηφίων για τις περιφέρειες (1/4/2014), αμέσως μετά τη δήλωση της σ. Ελένης Πορτάλιου, είχα αναφέρει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

«Γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή η απαίτηση να ξανασυνδεθεί η πολιτική με την ηθική, να ηθικοποιηθεί η πολιτική. Στην πραγματικότητα, το αίτημα αυτό μας έχει έρθει από πολλά μαζικά κινήματα, αλλά και με την αυθόρμητη απόρριψη της πολιτικής “ως τέχνης του εφικτού”, του ωφελιμισμού, του πραγματισμού.

Η έλλειψη της ηθικής, όπως τονίζει ο φιλόσοφος Κάρελ Κόσικ, οδηγεί σε ένα κενό: το άτομο-πολίτης δεν έχει κανένα κριτήριο για το τι είναι θετικό και τι αρνητικό, τι είναι σωστό και τι λάθος» (1/2/2014).

Λίγο καιρό μετά ξανααναφέρθηκα στα λόγια αυτά στη δήλωσή μου για το ατυχές δημοσίευμα της Αυγής και την εύκολη πρακτορολογία που αναπαρήγαγε (24/4/2014).

Τούτες τις μέρες, λίγες μόνο μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, νομίζω ότι έχουν πάλι την ίδια και ίσως περισσότερη σημασία.

Η βαθιά ανησυχία, η απέχθεια που προκαλούν σε κάθε δημοκρατικό πολίτη οι εικόνες των χρυσαυγιτών που παρελαύνουν μέσα στη Βουλή ή φωνασκούν έξω από αυτήν πρέπει να μας θέσει όλους σε εγρήγορση. Και μάλιστα όχι μόνο κινηματική ή γενικά πολιτική εγρήγορση, αλλά σε μια επίμονη αναζήτηση των αιτιών για τις οποίες πάνω από 500.000 συμπολίτες μας καταλήγουν να ψηφίζουν αυτό το κόμμα-όνειδος για το λαό μας.

Αν εμβαθύνουμε σε αυτές τις αιτίες, θα διακρίνουμε ότι μια βασική είναι η δυσπιστία, η αγανάκτηση για το πολιτικό σύστημα. Ο μέσος πολίτης δεν δείχνει καμιά εμπιστοσύνη στους πολιτικούς, γιατί τους ταυτίζει με τον εμπαιγμό και την κοροϊδία των απλών ανθρώπων, τους ταυτίζει με την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων, δηλαδή, τους θεωρεί θεμελιακά ανήθικους.

Δεν φτάνει, επομένως, η Αριστερά να διακηρύσσει τη διαφορετική ηθική της, χρειάζεται οπωσδήποτε να αποδεικνύει έμπρακτα ότι διαθέτει άλλη ηθική, γιατί η ηθική αποδεικνύεται πρωτίστως στις στάσεις και τις συμπεριφορές και όχι στις διακηρύξεις.

Κι εδώ η ριζοσπαστική Αριστερά, που θέλει να πείσει όσο το δυνατόν ευρύτερα τμήματα του ελληνικού λαού, πρέπει να προσπαθήσει ακόμη πολύ. Εκπτώσεις σε ζητήματα αξιών, όπως είναι η προτεραιότητα της ζωής και της φύσης έναντι των επιχειρηματικών συμφερόντων, δεν επιτρέπονται. Προσαρμοστικότητα και ανοχή σε παρα-πολιτικά φαινόμενα εισβολής των επιχειρηματιών του ποδοσφαίρου στην διαχείριση των δήμων (και των κονδυλίων του ΕΣΠΑ) δεν νοείται.

Αμήχανες συμπεριφορές που δεν μπορούν να υποστηρίξουν δημόσια τις προσωπικές επιλογές δεν αντιστοιχούν στην Αριστερά που εμπνεύστηκε από τα συνθήματα του Μάη «το προσωπικό είναι πολιτικό».

Η μεγάλη δύναμη της κυρίαρχης ιδεολογίας και του κυρίαρχου λόγου περί ηθικής είναι ότι είναι εμπεδωμένη σε όλους τους ανθρώπους και όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το καθήκον της Αριστεράς είναι, αφού συνειδητοποιήσει αυτήν την πραγματικότητα, να δημιουργήσει βήμα-βήμα (αλλά και με άλματα) μια ανταγωνιστική ηθική που να αφορά το σύνολο των καταπιεσμένων ανθρώπων.

Εκεί θα κριθεί τελικά η νίκη της, είτε πριν είτε μετά την όποια εκλογική επικράτηση. Γιατί, διαφορετικά, η κυρίαρχη επίπλαστη ηθική έχει τρόπο να ενσωματώνει όλες τις «φωνές». Αυτή άλλωστε δεν είναι η μεταμοντέρνα συνθήκη;
Tagged : / / /

Κεντροαριστερό… μαγαζί γωνία, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.217, 6/6/2014)

Ορισμένες σκέψεις για το μετεκλογικό τοπίο
Ένα κόμμα της Αριστεράς επιβεβαιώνει το ρόλο του όταν εμποδίζει γεγονότα που επιδιώκουν οι από πάνω ή όταν προωθεί γεγονότα που ευνοούν τα συμφέροντα των από κάτω. Μόνο τότε μιλάμε για τον ιστορικό ρόλο ενός κόμματος (Γκράμσι). Την αξιολόγηση αυτήν ας την έχουμε υπ’ όψιν μας σε όλες τις κρίσεις για την πορεία και το ρόλο ενός κόμματος της Αριστεράς, ιδιαίτερα όταν δρα στις κλίμακες της «αξιωματικής αντιπολίτευσης» και συσπειρώνει έναν αξιόλογο κοινωνικό και πολιτικό πόλο.

Αυτό που παρήγαγε το εκλογικό αποτέλεσμα είναι, στην ουσία, ένα μπλοκαρισμένο πολιτικό σκηνικό ή αλλιώς την παράταση μιας παραλυτικής ισορροπίας. Δηλαδή, ούτε δυναμική ανατροπής της υπάρχουσας κατάστασης ούτε δυναμική επικράτησης του μνημονιακού τόξου. Βέβαια, η τέτοια «ακινησία» ευνοεί τις συστημικές δυνάμεις.

Το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι θετικό γιατί καταγράφει μια πρωτιά μέσα σε αυτό το μπλοκαρισμένο σκηνικό. Είναι, επιπλέον, ισορροπημένο κοινωνικά και γεωγραφικά και εμφανίζει έναν υπολογίσιμο βραχίονα απόκρουσης του μνημονιακού καθεστώτος. Η εμπέδωση του καθεστώτος αποικίας χρέους περνά μέσα από την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα πεδία, την συρρίκνωσή του, την ακύρωσή του.

Όμως, κάτι λιγότερο από το 1/3 ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ και 2/3 ψήφισαν είτε μνημονιακές δυνάμεις είτε κάτι άλλο, πάντως όχι μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση. Ο διπολισμός Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ είναι αναιμικός (κάτω από 50%) και συνεπώς υπάρχει μια τεράστια περιοχή του εκλογικού σώματος που συμπεριφέρεται διαφορετικά.

Η κεντροαριστερή ανασύνθεση
Στο πολιτικό προσκήνιο εμφανίζεται δυναμικά ως πρόταση προς την κοινωνία, η κεντροαριστερή ανασύσταση σαν ρεαλιστική, διαχειριστική, εναλλακτική πρόταση και είναι ζήτημα χρόνου να εμφανιστεί ως βασικός πυλώνας της πολιτικής ζωής, αφού η Δεξιά του Σαμαρά πνέει τα λοίσθια. Ελιά-Ποτάμι-ΔΗΜΑΡ θα συναγωνιστούν ή θα ανταγωνιστούν για να δημιουργήσουν αυτόν τον πυλώνα.
Το προχώρημα της κεντροαριστερής ανασύστασης δεν μπορεί να γίνει αγνοώντας τον ΣΥΡΙΖΑ. Αμέσως μετά τις εκλογές ο λόγος που αρθρώνεται άλλαξε και ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται ως μια σημαντική δύναμη για συνεργασία και συνεννόηση. Ακόμα και ο Βενιζέλος καλεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε πιο υπεύθυνη στάση. Από την πλευρά των κεντροαριστερών καθαρόαιμων δυνάμεων ο ΣΥΡΙΖΑ  παρουσιάζεται ως βασικός εταίρος μιας αντιδεξιάς εναλλακτικής δημοκρατικής λύσης.
Η διασπαση της ΔΗΜΑΡ σε δύο πτέρυγες, μία που θέλει συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι και μια άλλη που θέλει συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι ενδεικτική για τις εξελίξεις που περιγράφονται. Δεν αποκλείεται αύριο-μεθαύριο να ολοκληρωθεί η πρόταση για κάλεσμα συνεργασίας και των δύο καταστάσεων στη βάση μιας αντιδεξιάς ρητορικής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται σαν να μην έχει συμμάχους στο πολιτικό πεδίο και η μοναδική ρεαλιστική πρόταση που του προτείνεται να είναι οι παραπάνω συνεργασίες. Ήδη στρώνεται το έδαφος για ποικιλία τέτοιων συνεργασιών με σχετική αρθρογραφία, κινήσεις, διερευνήσεις κ.λπ.
Πρόκειται για μια πλαστή επιλογή. Το πρόβλημα των συμμαχιών έπρεπε να έχει αντιμετωπιστεί από τις εκλογές του 2012. Να έχει παραμεριστεί η αλαζονεία και η αυτοαναφορικότητα. Υπήρχαν αντιμνημονιακές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις για τη συγκρότηση ενός άλλου κοινωνικού μπλοκ. Επιλέχθηκε, όμως, η ποδηγέτηση όλων στο βωμό της ψήφου και μιας «υπεύθυνης» προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Υπάρχει διέξοδος;
Αντί να πανηγυρίζουμε για ό,τι εισπράξαμε στις εκλογές, πρέπει να αναλογιστούμε πώς θα βγούμε από το μονόδρομο της κεντροαριστερής ανασύστασης που προσπαθούν να μας επιβάλουν. Υπάρχει τέτοια διέξοδος;
Έχουν διατυπωθεί τρεις προτάσεις. Η πρώτη είναι να επιδιώξουμε την αυτοδυναμία και προβάλλεται με διαφορετικό τονισμό από κάθε πλευρά. Η δεύτερη είναι να προωθήσουμε μια αριστερή συμμαχία. Η τρίτη, να προωθήσουμε διεργασίες με την Κεντροαριστερά, δηλώνοντας πώς εμείς είμαστε η Αριστερά και έχουμε την ηγεμονία στη συνεργασία, μάλλον λόγω μεγέθους.
Τα περί αυτοδυναμίας είχαν ειπωθεί αρχικά πέρυσι τον Σεπτέμβρη, στη Θεσσαλονίκη, για να εγκαταλειφτούν στη συνέχεια. Τώρα επανέρχονται, όχι ως καθαρή λύση αυτοδυναμίας αλλά με δύο τρόπους: Ο ένας μέσα από μια «πορεία προς το λαό, διαβούλευση με το λαό», ώστε  «ο ΣΥΡΙΖΑ να βάλει μπροστά μια γιγάντια διαβούλευση για να μεταφερθεί το κέντρο βάρους της συνείδησης των πολιτών στα πραγματικά επίδικα μακριά από τη μιντιακή πραγματικότητα». Έτσι ώστε να επιτευχθεί η «μετατόπιση της κοινωνίας… αφού οι συμμαχίες στο πολιτικό επίπεδο δεν μπορούν να απαντήσουν στο ζητούμενο. Κεντρικό καθήκον: ΣΥΡΙΖΑ ηγεμονικός μόνο με απεύθυνση στην κοινωνία» (Ανδρέας Καρίτζης). Ο δεύτερος ως σχεδιασμένη προσπάθεια να ανακτηθούν εφεδρείες που υπήρχαν και χάθηκαν, αφού απογοητεύτηκαν από την πολιτική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά σε θέματα εθνικά-πατριωτικά και με αυτή τη συγκέντρωση δύναμης να επιτευχθεί, επιτέλους, η ηγεμονία (Νίκος Κοτζιάς).
Τα περί συμμαχιών με την Αριστερά, ως απάντηση στο πραγματικό πρόβλημα της έλλειψης συμμαχιών και πολιτικής για τις συμμαχίες, δεν προσδίδουν καμιά ρεαλιστική δυνατότητα: Το μεν ΚΚΕ αρνείται πεισματικά, ενώ οι άλλες «εξ αριστερών του ΣΥΡΙΖΑ» δυνάμεις δεν έχουν έναν σημαντικό ρόλο.
Η πρόταση να κινηθούμε με «ό,τι μας προσφέρεται», δηλαδή με τμήμα της ΔΗΜΑΡ που ενδιαφέρεται, με ολίγη από Οικολόγους που είναι σε κρίση και να δούμε όποια τακτική μας βοηθά στο «σχέδιο 121», δηλαδή στο να μην μπορέσει να εκλεγεί Πρόεδρος από την παρούσα Βουλή και άρα προσφυγή σε εκλογές, μοιάζει να κυριαρχεί χωρίς βέβαια να καλύπτει το ζήτημα.

Για ορισμένες απόψεις
Στις συζητήσεις που έγιναν αυτές τις μέρες, θεωρείται ότι κάθε αναφορά στο ζήτημα «πατρίδα» αποτελεί συντηρητική μετατόπιση. Υποστηρίζεται (από κύκλους της τάσης ΑΝΑΣΑ, εφημερίδα Εποχή και ορισμένα στελέχη της λεγόμενης πλειοψηφίας) ότι ο λόγος περί δημοκρατικού-πατριωτικού προσκλητήριου, οι αναφορές στον «μερκελισμό» ή στα θέματα των  γερμανικών επανορθώσεων κ.λπ., προκαλούν ζημιά και σύγχυση στο εγχείρημά μας. Όμως, η αλήθεια είναι πως χωρίς αυτόν ακριβώς τον τονισμό, χωρίς την επίκληση της εθνικής αξιοπρέπειας και κυριαρχίας μιας χώρας απέναντι στη γερμανική Ευρώπη (και στο ευρωπαϊκό debate αυτά ακριβώς θίχτηκαν) δεν θα είχαμε αυτό το αποτέλεσμα στις Ευρωεκλογές. Η απάλειψη αυτών των τοποθετήσεων ανοίγει διάπλατα τους δρόμους σε μια φιλοευρωπαϊκή-φιλοΔΗΜΑΡ, κεντροαριστερή κατεύθυνση. Εξουδετερώνει οποιαδήποτε, επί της ουσίας, ριζοσπαστική τοποθέτηση.
Ορισμένοι ανακαλύπτουν τώρα την ανυπαρξία κόμματος και τους παραγοντισμούς, ενώ βάλλουν για την αυτονόμηση του πρόεδρου, του γραφείου του κλπ. Τώρα αντιλήφθηκαν τέτοια φαινόμενα; Δεν είχαν προειδοποιήσεις όλη την προηγούμενη περίοδο; Αλλά και στην αξιολόγηση του αποτελέσματος των Ευρωεκλογών δεν είδαν τίποτα από τη δράση και τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα που να παίζει κάποιο ρόλο στο θετικό αποτέλεσμα; Δεν είδαν πως η καμπάνια που έκανε στο εσωτερικό και στο εξωτερικό να συμβάλει αποφασιστικά στο θετικό αποτέλεσμα, όταν όλο το κόμμα ήταν απορροφημένο στις αυτοδιοικητικές;

Τι έχουμε μπροστά μας;
Στην τελευταία πριν από τις εκλογές συνεδρίαση της Κ.Ε. (13/4/2014), είχα τονίσει:
«Τις εκλογές θα τις νικήσουμε με μια θαρραλέα πορεία προς το λαό, αυτόν τον ενάμισι μήνα που έχει μείνει αυτήν τη στιγμή. Εκεί είναι το κλειδί! Αυτό προϋποθέτει μια πορεία προς το λαό, τώρα αλλά και σταθερά. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σκεφθεί ο καθένας τι κάνει για αυτή την πορεία προς το λαό, τι δυνατότητες έχουμε, ποια είναι τα ισχυρά μας χαρτιά και ποια είναι τα χρήσιμα στοιχεία που έχουμε και μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να πάμε να μιλήσουμε και να συνδεθούμε με τον κόσμο».
Στην ίδια ομιλία, σχετικά με την πολιτική κατάσταση είχα υποστηρίξει:
«Δύο είναι τα κεντρικά θέματα που έχουμε μπροστά μας. Πρώτον, την υποστροφή της λαϊκής διαθεσιμότητας. Δεν πάμε με το κλίμα που υπήρχε το 2012 στις εκλογές. Ο κόσμος είναι πιο μουδιασμένος και δείχνει μια ορισμένη ανάθεση και απογοήτευση. Το δεύτερο είναι η κεντροαριστερή ανασύσταση που επιχειρείται και θα μας κάνει ζημιά αν δεν την υπολογίσουμε σοβαρά. Εάν κάνουμε μέτωπο προς τον Βενιζέλο και υπάρχει μόνο μια πόλωση απέναντι στον Βενιζέλο και στον Σαμαρά, ξεχνάμε ότι όλοι οι άλλοι δουλεύουνε για να καρπωθούν και να στήσουν ένα κεντροαριστερό “μαγαζί” στη χώρα και να μας πιέσουν να μετατοπιστούμε.

Τι λέει η Ιστορία; Το 1958 η Αριστερά παίρνει 24%, 79 βουλευτές και βρίσκεται στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το 1961 συγκροτείται η Ένωση Κέντρου. Από κομματίδια, από το τίποτα, που ήταν τσακωμένοι μεταξύ τους. Αυτή η σύσταση του Κέντρου και μια πολιτική της Αριστεράς προς το Κέντρο, που έλεγε ότι μόνο μέσω του Κέντρου μπορεί να πετύχει κάτι, μετέτρεψε την Αριστερά σε ουραγό του Κέντρου. Αυτήν την στιγμή τι γίνεται; Έχουμε το 27% του ΣΥΡΙΖΑ και θέλουν να το χαμηλώσουν, να το χτυπήσουν, να το εξαφανίσουν. Πάνε να δημιουργήσουν ξανά μια κεντροαριστερή δύναμη, από Ποτάμι, από Ελιά, από ΓΑΠ, από ΔΗΜΑΡ αν θέλετε, και από άλλους, άσχετους από όλο αυτό το πράγμα που έχει βγει και να μας πιέσουν να είμαστε σε συνεργασία με αυτή την κατάσταση και να μας βάλουν όρια.Να μας ευνουχίσουν πολιτικά.

Αυτό είναι το κεντρικό πολιτικό ζήτημα που έχουμε σήμερα. Και για τα επόμενα ένα-δύο χρόνια αυτό θα είναι το κεντρικό θέμα: αν θα πρωταγωνιστήσει η Αριστερά ή αν η Αριστερά θα μετατραπεί, θα πιεστεί προς πιο κεντροαριστερές θέσεις.

Αυτά, λοιπόν, είναι τα δύο βασικά σημεία που βλέπω. Δηλαδή, το πώς να σηκωθεί ο κόσμος, να χαμογελάσει και να υπάρξει εμπιστοσύνη και όραμα. Αυτό στην τακτική μας σημαίνει να δεσμευτούμε άμεσα σε μερικές θέσεις που να δείχνουν το σχέδιό μας για τη διέξοδο της χώρας και την αξιοπιστία μας. Και δεύτερον, αναμέτρηση με τα σενάρια της κεντροαριστερής ανασύστασης, γιατί αυτή μπορεί να λειτουργήσει σαν δούρειος ίππος για την προσπάθεια της Αριστεράς και να αποδειχθεί πιο μεγάλος εχθρός από το σημερινό κυβερνητικό μπλοκ».

Σήμερα, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα και με βάση το μπλοκαρισμένο, από την άποψη της δυναμικής, εκλογικό ποσοστό, θεωρώ πως η παραμονή στο σχέδιο ενός κυβερνητισμού (επίλυση των προβλημάτων από μια κυβέρνηση χωρίς στήριξη από λαϊκά κινήματα και μόνο διά της ψήφου) η ερωτοτροπία και το χάσιμο χρόνου με υπολείμματα του παλιού πολιτικού συστήματος για μια ορισμένη κεντροαριστερή ανασύνθεση ως μοναδική ρεαλιστική εναπομείνασα λύση, η υποτίμηση της λαϊκής παρέμβασης, μας οδηγούν να γίνουμε μέρος της κεντροαριστερής ανασύνθεσης, ακόμα και χωρίς να το πάρουμε είδηση.

Τα… ΠΑΣΟΚ και η μεταπολίτευση

«Είμαι ΠΑΣΟΚ, ψηφίζω Ελιά» μας έλεγε η πολιτική διαφήμιση. «Είμαι Ποτάμι και συμμετέχω στη σοσιαλιστική ευρωομάδα» μας δηλώνει το κόμμα του MEGA. «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ» ορκίζονται ο Τσούκαλης και ίσως ο κυρ Φώτης… Ίσως πρέπει να λύσουμε την άσκηση: «Πόσα ΠΑΣΟΚ υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα;».

Η υπέρβαση αυτής της κατάστασης είναι δύσκολη. Γίνεται μόνο με πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους. Με τομές και ρήξεις με πολλά στερεότυπα. Με πολιτικές για τη συγκρότηση της κοινωνίας, των κοινωνικών χώρων, με πολιτικές για τη διέξοδο της χώρας κ.λπ. Ένα χρόνο μετά το 1ο Συνέδριο χρειάζεται επανίδρυση του κόμματος.

Κλείνουν 40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση. Πρέπει να γίνουν ουσιαστικοί λογαριασμοί με την εποχή αυτών των 40 χρόνων. Διαφορετικά, η Μεταπολίτευση του λαού δεν μπορεί να έρθει!

Tagged : / / / /

Σκέψεις μπροστά στην Ευρώπη που κλυδωνίζεται, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.214, 16/5/2014)

Αναζητώντας μια στρατηγική και εφευρίσκοντας μια πολιτική που να την υλοποιεί

“Το φταίξιμο αγαπητέ Βρούτε, δεν βρίσκεται στα άστρα μας, αλλά μέσα σε εμάς τους ίδιους, όσο παραμένουμε υποτακτικοί” 
Ιούλιος Καίσαρας, Ουίλιαμ Σαίξπηρ

Ελάχιστη συζήτηση διεξάγεται στη χώρα μας για την πορεία και τις προοπτικές της Ευρώπης και της Ε.Ε. Παρ’ όλο που βρισκόμαστε στις εμπροσθοφυλακές μιας ρήξης που θα έρθει (κυρίως με τη μερκελική πολιτική), συζητάμε ελάχιστα για το τι συμβαίνει και το τι γίνεται στην Ευρώπη. 
Οι Ευρωεκλογές θα αποτυπώσουν, σε ένα βαθμό, τι εντύπωση δημιουργείται στους Ευρωπαίους πολίτες αναφορικά με την οικοδόμηση και την πορεία της Ε.Ε. Μάλιστα, θα διεξαχθούν σε συνθήκες που οι αρνητικές γνώμες αποκτούν πλειοψηφικά χαρακτηριστικά σε ορισμένες χώρες. Ο ευρωσκεπτικισμός κερδίζει έδαφος στο διαμορφούμενο ευρωπαϊκό οικονομικό στρατόπεδο.
Το τοπίο μετά τις Ευρωεκλογές θα αλλάξει. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε ούτε σε τι βαθμό, ούτε τι νέες πιθανές πολιτικές θα εφαρμόσουν οι βασικές δυνάμεις. Φαίνεται, πάντως, ότι θα είναι δυσμενέστερο προς την ευρωκρατία. Η γερμανική ηγεμονία βρίσκεται απέναντι σε πολλαπλές αντιθέσεις και με ποικίλες αμφισβητήσεις: Δεξιού, λεπενικού, ευρωσκεπτικιστικού, δημοκρατικοριζοσπαστικού κ.λπ. τύπου.

Πολιτικά δεν έχει οικοδομηθεί ένα μέτωπο ενάντια στην μερκελική Ε.Ε., ούτε στη γερμανοποιούμενη Ευρώπη. Τέτοιες φωνές και στόχοι υπάρχουν σε Ελλάδα και Ιταλία. Αλλού, η αντίθεση στο γερμανικό εναγκαλισμό εκφράζεται με την αντίθεση στο ευρώ και η συζήτηση για το ρόλο του, την ανάγκη του, την απόρριψή του κ.λπ. έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, καθώς το σκέφτονται σοβαρά και τμήματα του κεφαλαίου στην Ευρώπη. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, όλα δείχνουν ότι η αντίθεση προς το ευρώ θα ισχυροποιηθεί και η επιτυχία της Λεπέν θα τραντάξει σοβαρά τις υπάρχουσες σχέσεις. Επομένως, η ευρωκρατία, και ιδίως η μερκελική πτέρυγά της, είναι πλέον αντιμέτωπη όχι με περιθωριακές ακραίες αμφισβητήσεις. Βλέπει να πιέζεται από μεγάλα κόμματα που πλέον εγκαθίστανται στην καρδιά του πολιτικού συστήματος μεγάλων χωρών: Στη Βρετανία (Φάρατζ) στη Γαλλία (Λεπέν), στην Ιταλία (Γκρίλλο), στην Ελλάδα (ΣΥΡΙΖΑ). 

Η κρίση, όμως, αρχίζει να μετατοπίζεται από την στενή οικονομική σφαίρα και αποκτά εντονότερα γεωπολιτικές διαστάσεις. Παράδειγμα, η Ουκρανία – αλλά όχι μόνο. Τα σύνορα της Ευρώπης ρευστοποιούνται. Και προς Ανατολάς έχουμε το δεύτερο πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος όπου ο διαμελισμός ή η ομοσπονδοποίηση της Ουκρανίας δίνει τον τόνο (ο πρώτος πόλεμος οδήγησε στην εξαφάνιση της Γιουγκοσλαβίας πριν από 15 χρόνια). Στο Νότο, η Μέση Ανατολή «εισβάλλει» στην Ευρώπη. Εν ολίγοις, η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με γεωπολιτικές επιλογές.

Μπροστά σε αυτές τις γεωπολιτικές διαστάσεις φαίνεται πόσο «μικρή» είναι η ευρωκρατία σήμερα: Εθισμένη σε μεθόδους οικονομικής κυριαρχίας ή οικονομικού εξαναγκασμού, διασπασμένη πολιτικά όσον αφορά προσανατολισμούς και στρατηγικές, με πρωτόγνωρη αντιφατικότητα, όλοι εναντίων όλων για την παραμικρή ντιρεκτίβα, με έντονη καθοδηγητική ανεπάρκεια σε γεωπολιτικά παιχνίδια, αφήνεται να παρασυρθεί στις αγκαλιές του ευρωατλαντισμού. Η κοινή πλεύση με τις ΗΠΑ και οι υποχωρήσεις απέναντί τους δημιουργούν ένα νέο «ευρωαμερικανικό» τοπίο επί της Γηραιάς Ηπείρου, που ίσως τροφοδοτήσει ένα γύρο «ψυχρού πολέμου» με τη Ρωσία του Πούτιν και έτσι οριστούν γραμμές αντίστασης της «Δύσης που δύει» υπό την απειλή των BRICS. 

Σε αυτό το πλαίσιο προωθείται η περίφημη Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων ή άλλως TTIP ή άλλως Μεγάλη Διατλαντική Αγορά, που αφαιρεί από τα κράτη βασικές αρμοδιότητες ελέγχου και νομοθεσίας σε καίρια θέματα. Περιορίζεται η κυριαρχία σε ζωτικούς τομείς: Η ασφάλεια των τροφίμων, τα στάνταρτ για τις χημικές και τοξικές ουσίες, οι τιμές στην υγειονομική περίθαλψη και στα φάρμακα, η ελευθερία του Διαδικτύου και η ιδιωτική ζωή των καταναλωτών, η ενέργεια και οι «υπηρεσίες» πολιτισμού, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα πνευματικά δικαιώματα, οι φυσικοί πόροι, οι επαγγελματικές άδειες, οι δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, η μετανάστευση, ο κυβερνητικός εφοδιασμός: δεν υπάρχει ούτε μια σφαίρα δημοσίου συμφέροντος που δεν θα υπόκειται στο θεσμοθετημένο «ελεύθερο εμπόριο». Η συμμετοχή των πολιτικών εκπροσώπων θα περιοριστεί σε διαπραγμάτευση με τον ιδιωτικό τομέα για τα λίγα ψίχουλα της κυριαρχίας που είναι πρόθυμος να τους αφήσει. Και όπως είχε αναφέρει ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ, «…κάποιο πράγμα πρέπει ν’ αντικαταστήσει τις κυβερνήσεις και η ιδιωτική εξουσία μου φαίνεται η πιο πρόσφορη οντότητα για να το πραγματοποιήσει»… 

Γενικά, η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας πρέπει να εξοβελιστεί και με πρακτικούς τρόπους. Προς τα εκεί τείνει η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. Τώρα εξετάζεται να θεσμιστεί ένα νέο εργαλείο: Οι «δεσμευτικές συμφωνίες» που θα υπογράφονται μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών-μελών. Αυτές οι δεσμευτικές συμφωνίες θα τείνουν να εκθεμελιώσουν όλες τις εθνικές κοινωνικές πολιτικές. Η έγκριτη Μοντ Ντιπλοματίκ τις χαρακτηρίζει ως «νέο φονικό όπλο».

Όλες αυτές οι διαστάσεις δεν φαίνεται να πολυαπασχολούν την ευρωπαϊκή Αριστερά. Αποσπασματικά, όμως, θίγονται και τέτοια ζητήματα. Το Μέτωπο της Αριστεράς στη Γαλλία (μέτωπο που αποτελείται από το Κόμμα της Αριστεράς, το Κ.Κ. Γαλλίας, το Κ.Κ. Εργαζομένων της Γαλλίας, Εναλλακτικοί, Κοινωνική και Οικολογική Εναλλακτική, δυνάμεις που αποχώρησαν από το NPA κ.λπ.) κατεβαίνει στις εκλογές με δύο βασικά συνθήματα: “Να βάλουμε τέλος στην λιτότητα, να ανοίξουμε το δρόμο για μια δημοκρατική, οικολογική, κοινωνική ανάκαμψη”. Το δε Kόμμα της Αριστεράς δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της TTIP. 

Η Ελλάδα και η ευρωπαϊκή διάσταση

Προβάλλοντας το σύνθημα Για μια άλλη Ελλάδα σε μια άλλη Ευρώπη, υποδεικνύουμε ότι όχι απλά δεν αδιαφορούμε, αλλά αντίθετα δίνουμε μεγάλη σημασία στην ευρωπαϊκή διάσταση της χώρας. Γιατί, στις σημερινές συνθήκες, ο εθνικός δρόμος από τον οποίο και εκκινούμε, οφείλει να τροποποιεί το διεθνή συσχετισμό, εάν θέλει να υπάρξει και να προωθηθεί. Αυτό απαιτεί πολλά και σε διαφορετικά επίπεδα: Κοινούς στόχους των ευρωπαϊκών κινημάτων, δυνατότητα για ευρωπαϊκές πολιτικές σε διαφορετική κατεύθυνση από τη σημερινή, άρνηση των εκβιασμών από το ευρωπαϊκό κέντρο (με την αντίστοιχη όμως προετοιμασία και χωρίς εύκολες αναγνώσεις περί «ντόμινο», όταν μάλιστα έρχονται στην επιφάνεια σχεδιασμοί όπως το σχέδιο «Ζ») συνεργασίες κρατών, συμμαχία Νότου, αλληλεγγύη κινημάτων ή χωρών με πιθανές αριστερές κυβερνήσεις κ.ά. 

Πιο συγκεκριμένα, η ευρωπαϊκή αναγκαιότητα στην παρούσα ιστορική συγκυρία και ενταγμένη σε μια πολιτική διεξόδου της Ελλάδας, βρίσκεται σε αντιδιαστολή:

Με την Ευρωκρατία. Δηλαδή με όλο το πλαίσιο, τις ρυθμίσεις, τους νόμους, τις δομές που χτίζονται και καθοδηγούν την Ευρώπη υπό την ηγεμονία του μερκελισμού, οδηγώντας χώρες σε λεηλασία και αποικιοποίηση και λαούς σε εξαθλίωση. 

Με την Ευρώπη του κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού, ως μια γενικώς ταξική επίθεση σε όλες τις χώρες. Η αντίθεση Βορρά-Νότου δεν μπορεί να ξεχνιέται ή να κρύβεται. Αντίθετα, οξύνεται και αποτελεί στοιχείο μιας ανατρεπτικής πολιτικής. 

Με τον κενολόγο, υποταγμένο και προσχηματικό Ευρωπαϊσμό. Τόσο με τις φαντασιώσεις για μια επαναθεμελίωση της Ε.Ε. στη βάση κάποιων αρχών που έχουν τάχα φθαρεί, όσο και με τον περιορισμό των στόχων έτσι ώστε να μην αμφισβητούν τις υπαρκτές θεσμίσεις. 

Με τον εκτεταμένο Ευρωσκεπτικισμό που φαντασιώνεται την επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση. Είτε με αφετηρία συντηρητικές έως και αντιδραστικές θέσεις (από το γαλλικό φαινόμενο Λεπέν μέχρι την ακροδεξιά) είτε ενταγμένο σε ριζοσπαστικές εθνολαϊκές προοπτικές που υποτιμούν την ανάγκη για την αλλαγή και των ευρωπαϊκών συσχετισμών. 

Με τη γραμμή για τις Σοσιαλιστικές, Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Γιατί ακόμα κι όταν αναγνωρίζει τις νέες πραγματικότητες και ανάγκες που γεννά η διεθνοποίηση του κεφαλαίου, καταλήγει τελικά σε μια εκδοχή παγκόσμιας επανάστασης, αρνούμενη με απόλυτο τρόπο εθνικούς δρόμους, ιδιομορφίες και ανισομετρίες. Αλλά και από την εκδοχή που βλέπει διαδοχικά την ντόπια κατάληψη της εξουσίας, την απόσυρση και το χτίσιμο του σοσιαλισμού σε διάφορες και ξεχωριστές χώρες που στη συνέχεια συνενώνονται. 

Από την άλλη μεριά βρισκόμαστε σε συμπόρευση:

Με μια ανατρεπτική και συγκρουσιακή λογική, όπου ένας πολυπολικός, πολυκεντρικός κόσμος θα αποτελεί ευνοϊκή εξέλιξη και στόχο. Αυτό δεν θα λύσει το ζήτημα όσων παλεύουν για ανατροπές, αλλά θα δώσει περισσότερο χώρο τόσο σε προσπάθειες εντός των χωρών (κινήματα) όσο και σε έθνη-κράτη-οντότητες για να κρατηθούν και να αναπνεύσουν. Αυτό δεν σημαίνει «ηρεμία» αλλά νέες αντιθέσεις, στρατόπεδα, συμμαχίες, αναδιατάξεις, γεωπολιτικές «σφαίρες» και άρα συγκρούσεις. 

Με μια εθνική και δημοκρατική οπτική ενάντια στο στραγγάλισμα, τους καταναγκασμούς, την ισοπέδωση και όπου οι περιφερειακές δομές είναι αναγκαίες και επιβεβλημένες για μια πορεία στην παγκόσμια πραγματικότητα. Για λόγους οικονομικούς αλλά και πολιτικής δύναμης. 
Το άθροισμα όλων αυτών των συγκρουσιακών, δημοκρατικών, εθνικών λόγων συνιστά μια σύγχρονη κομμουνιστική στρατηγική υπό διαμόρφωση.

Μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή

Πρωτίστως, μέσα από έναν διαφορετικό πολιτικό δρόμο. Όχι δηλαδή στενά μέσα από κάποιες οικονομικές επιλογές και αποφάσεις. Οι αντινεοφιλελεύθερες ρητορείες και οι κάθε είδους διεκδικητισμοί -είτε για τον Νότο είτε για τους εργαζόμενους- αντιμετωπίζουν και εγκλωβίζουν το πρόβλημα -άρα και τη διέξοδο- στο «πού θα βρεθούν τα λεφτά». Ενώ το βασικό αιτούμενο είναι ένας νέος καταστατικός χάρτης δημοκρατικής πολιτικής συμμετοχής. Ένας δρόμος πολιτικής συγκρότησης της Ευρώπης που θα ορίσει αντίστοιχες διαδικασίες, διαπραγματεύσεις, συγκλίσεις. Και αυτό είναι αναγκαίο και εφικτό, τώρα. 

Η νεοφιλελεύθερη, γερμανική, τραπεζική κ.λπ. Ευρώπη δεν είναι μια απλή πολιτική ηγεμόνευση που αλλάζει με την αλλαγή συσχετισμών. Η υπαρκτή Ε.Ε. είναι μορφή ενός σκληρά διαμορφωμένου ιμπεριαλιστικού υπερκράτους με αντίστοιχους θεσμούς. Ενώ και οι «αγορές», οι «οίκοι», τα «ιδρύματα» έχουν αυξήσει κατά πολύ το ρόλο τους. Ακόμα π.χ. κι αν τα ισχυρά κέντρα της Ε.Ε. επέλεγαν ενός είδους επιστροφής του συστήματος από την χρηματοοικονομική του διάσταση στην πραγματική οικονομία, όλοι αυτοί οι «μη θεσμικοί» παίκτες θα δημιουργούσαν εμπόδια. Άρα, η διαμόρφωση μιας άλλης Ευρώπης προϋποθέτει ρήξεις ευρέως και κλασικού τύπου, ένα είδος γκρεμίσματος που δεν τελειώνει στην αλλαγή κάποιων συσχετισμών και μάλιστα μέσω εκλογών, όπως πρεσβεύει ο ευρωπαϊσμός. 

Από τη σκοπιά της Ελλάδας
(Αν και υπάρχουν πολλοί που ακόμα δεν καταλαβαίνουν τις έννοιες «χώρα», «Ελλάδα» κ.λπ. και τους μυρίζουν εθνικιστική παρέκκλιση…)

Η χώρα πρέπει να πάρει θέση με το μικρό της βάρος στο παγκόσμιο πρόβλημα. Να πάρει θέση για λογαριασμό της. Όχι, όμως, από εθνοκεντρική-επαρχιώτικη σκοπιά και αντίστοιχη μονομερή, ιδιοτελή θέση. 
Πρέπει να εφεύρουμε μια θέση ευρωπαϊκή, αντιμερκελική, όπως την περιγράψαμε αχνά πιο πάνω. Οι επιλογές να συμβαδίσουμε με τις ΗΠΑ ή με την Ρωσία -όσο μας προσφέρονται και αν μας προσφέρονται- είναι επικίνδυνες και μπορούν εύκολα να μας οδηγήσουν μέσα από κάποια ίσως «αναγκαία ανοίγματα» ή «προσωρινούς συμβιβασμούς» στον εγκλωβισμό της χώρας σε διαμορφούμενες νέες «σφαίρες επιρροής». 
Ταυτόχρονα, η ρήξη με την ευρωκρατία -ό,τι μορφή κι αν πάρει- υπόκειται στους περιορισμούς εθνικών και οικονομικών κινδύνων. Δεν είμαστε στο Λουξεμβούργο, υπάρχει σαφέστατη τουρκική απειλή, ενώ διαμελιστικές επιλογές (τύπου Γιουγκοσλαβίας;) δεν μπορούν να αποκλείονται. Με αυτό το δεδομένο, το σενάριο «έξοδος από το ευρώ και ταχεία μετάβαση στο σοσιαλισμό», φαίνεται απελπιστικά ρηχό και μετέωρο. 

Επομένως η «εφεύρεση» μιας εναλλακτικής πολιτικής που λαμβάνει υπ’ όψιν την ευρωπαϊκή διάσταση, αλλά και τις γεωπολιτικές μετατοπιζόμενες τεκτονικές πλάκες, οφείλει να εξασφαλίζει την ελλαδική υπόσταση, στηριζόμενη κυρίως στις πλάτες του λαϊκού παράγοντα (οι λαοί κουβαλούν βουνά στους ώμους…) και να πατά γερά στη δημιουργία ενός κοινωνικού πολιτικού ρεύματος διεξόδου. Δεν πρόκειται για απλή «διαπραγμάτευση», αλλά για διαδικασία μετασχηματισμού μιας χώρας, μετάβασης και ρήξεων, μια διαδικασία κατεξοχήν πολιτική.
Μια τέτοια «εφεύρεση» δεν μπορεί παρά να έρθει σε ρήξη και με όλα τα στερεότυπα του χτες. Ο γενικόλογος ευρωπαϊσμός μιας παρωχημένης εποχής δεν μπορεί να δώσει καμιά προωθητική ιδέα. Αντίθετα, καθηλώνει και γίνεται νοσταλγικός-ρομαντικός. Η χθεσινή Ευρώπη κλυδωνίζεται, μεταμορφώνεται, αδειάζει από κάθε δημοκρατικό και κοινωνικό στοιχείο, το εποικοδόμημά της, οι θεσμοί της, οι νομοθεσίες της, καταργούν κάθε έννοια πολιτικής ως αποφασιστικού πεδίου συμμετοχής και παρέμβασης. Κι όχι μόνο κλυδωνίζεται, ακροβατεί, αλλάζει προσανατολισμούς, αναζητεί νέες στρατηγικές. Χτεσινοί άξονες, στυλοβάτες του εγχειρήματος, έχουν καταρριφθεί, το ευρώ τρεμοσβήνει, ξαναπαίρνει ώθηση ο ευρωατλαντισμός, ανατέλλει η Ευρώπη των σπαρασσόμενων εθνικισμών, ο φασισμός ξανασηκώνει κεφάλι, ο πόλεμος ξαναφουντώνει στη Γηραιά Ήπειρο.

Μόνο μια δημοκρατική επανάσταση, μόνο μια επανάσταση της Δημοκρατίας μπορεί να ανοίξει άλλο δρόμο. Κάτι ανάλογο και αντίστοιχο της επανάστασης του 1848. Δύο μεγάλοι πολιτικοί στόχοι μπορούν να ανοίξουν το δρόμο μιας μεγάλης ευρωπαϊκής, πανευρωπαϊκής στροφής (επανάστασης-ριζικής αλλαγής) που να φέρει τη σφραγίδα του κόσμου της εργασίας και των λαών της Ευρώπης:
Να γκρεμιστεί η γερμανική Ευρώπη, η κυριαρχία του μερκελισμού. Αυτός ο πολιτικός στόχος μπορεί σήμερα να συνενώσει πολλές δυνάμεις και να δημιουργήσει άλλους όρους.

Να προωθηθεί η ενότητα του Νότου ενάντια στον Βορρά της Ευρώπης. Δεν πρόκειται για απλά γεωγραφικούς όρους. Πρόκειται κυρίως για διαδικασίες συντονισμού, κοινών στόχων, κοινών διεκδικήσεων, ενότητας ανάμεσα σε δυνάμεις που αντικειμενικά (και υποκειμενικά στην συνέχεια) έχουν πρωταρχικό συμφέρον (για να επιζήσουν) να συμπαραταχθούν ενάντια στον «Βορρά».

Τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και σε τοπικό (ελλαδικό) επίπεδο η εναλλακτική προοπτική είναι κυρίως πολιτικής φύσης και δευτερευόντως ζήτημα οικονομικών μέτρων ή οικονομικής πολιτικής. Η υπαγωγή της πολιτικής στη σφαίρα της αγοράς και της οικονομίας, η γενικευμένη αποπολιτικοποίηση που θέλουν να επικρατήσει είναι ένα είδος ευνουχισμού κάθε δυνατότητας χειραφέτησης που δεν μπορεί παρά να εκκινήσει από την σφαίρα της πολιτικής και διά της πολιτικής. Η επανεισαγωγή της πολιτικής στο κέντρο, στο τιμόνι, θα απελευθερώσει δυνατότητες και θα ακυρώσει την αυτοκτονία της σκέψης που έχει επιβάλλει ο νεοφιλελεύθερος οικονομισμός.




Tagged : / / / /