«Το θεριό κι ο Γιάννης», άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.181, 28/9/2013)

εικόνα: Δημήτρης Θ. Αρβανίτης
(δρόμος της αριστεράς φ.177)
Οι ανεπαρκείς αναλύσεις της Αριστεράς και η επιχείρηση «απεγκλωβισμού».

«Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη» λέει η παροιμία. Πώς μπορούν να οριστούν δυο τέτοιες πλευρές σε όσα συμβαίνουν σήμερα; Οι διαστρεβλωτικές και παραμορφωτικές παρεμβάσεις είναι πολλές και έτσι οι πρωταγωνιστές δεν διακρίνονται καθαρά και η εικόνα μένει σκόπιμα θολή.
Πώς βλέπει η Αριστερά το γενικό κάδρο των εξελίξεων και πώς αντιλαμβάνεται το δικό της ρόλο μέσα σε αυτό; Για να αρχίσουμε να γινόμαστε πιο σαφείς, είναι το μνημονιακό σύστημα και οι παραφυάδες του η μια πλευρά και η Αριστερά, ο αγωνιζόμενος λαός η άλλη; Ή μήπως από τη μια βρίσκονται όλες οι δυνάμεις ενός «συνταγματικού τόξου» και η Χρυσή Αυγή με όλες τις διασυνδέσεις της από την άλλη;
Ήταν και είναι επαρκής, η ανάλυση της Αριστεράς για την κατάσταση που εκτυλίσσεται; Είναι αποτελεσματική η στάση και η συμπεριφορά της; Μέσα από ποια σχήματα ερμηνεύτηκαν τα όσα έγιναν από την δολοφονία του Παύλου Φύσσα ως τώρα και ποιο ρόλο διαδραμάτισε μέχρι στιγμής η Αριστερά στο νέο σκηνικό που στήνεται με δυναμικότερους παράγοντες την Ν.Δ. και την Χ.Α.;
Οι πρώτες αναγνώσεις έκαναν λόγο για ύπαρξη ενός ευρύτερου σχεδίου αποσταθεροποίησης και άρα για την ανάγκη προσεκτικών βημάτων. Πολιτικά καταγγέλθηκε η επικίνδυνη και ανιστόρητη θεωρία των «δύο άκρων» -που ειρήσθω εν παρόδω δεν έχει εγκαταλειφτεί, ούτε ηττηθεί- και επιδιώχθηκε η αποφυγή κάθε ενέργειας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση ή εφαρμογή αυτού του σχεδίου.

Σχεδιασμοί και ελλείμματα
Για το μεγαλύτερο σχηματισμό της Αριστεράς, το γεγονός και όσα ακολούθησαν θα μπορούσαν να τραυματίσουν την ανοδική πορεία που είχε αρχίσει να καταγράφει από τις αρχές Σεπτέμβρη και τους ειδικούς σχεδιασμούς κυρίως για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια παγίδα ή να οδηγήσουν σε μια εμπλοκή και ένταση που δεν θα τον βοηθούσαν. Αλλά από τη στιγμή που εκδηλώθηκε το «συμβάν» και η διαχείριση του συμβάντος, έπρεπε πάση θυσία να ακυρώσει το σχεδιασμό του Σαμαρά γύρω από τη θεωρία των δύο άκρων. Αυτό οδηγούσε και σε τακτικού τύπου και κυρίως θεσμικού χαρακτήρα κινήσεις με συγκράτηση στο επίπεδο της κινητοποίησης και συνεχή επανεκτίμηση της κατάστασης.
Η στάση αυτή πρακτικά είχε ένα έλλειμμα: Δεν πρόβαλε μια αποφασιστικότητα και δεν θωράκισε το λαϊκό κίνημα με μια πολιτική «αγωνιστικής δημοκρατίας» και σφοδρής απαίτησης να
συλληφθούν όλοι οι υπεύθυνοι της δολοφονίας και να αποκαλυφθούν όλες της οι «άκρες». Σημειώνεται ότι τα λόγια περί αποτελεσματικής αντίδρασης του κράτους δεν μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι στην επίθεση πήραν μέρος τριάντα άτομα και συλλήφθηκε ένας μονάχα, ούτε τη σειρά ερωτηματικών για τη διαχείριση της υπόθεσης, ενώ ο Δένδιας πετά την μπάλα σκοπίμως σε 30 δικογραφίες και διάφορες έρευνες.
Οι προτάσεις για συζήτηση στη Βουλή και συνάντηση πολιτικών αρχηγών, η επίσκεψη στον πρόεδρο της δημοκρατίας, κινήσεις κορυφής και θεσμικής φύσης, δεν απαντούν από μόνες τους στο ζήτημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απάντησε αποφασιστικά, δεν πήρε μια κεντρική πρωτοβουλία για την έκφραση ενός μεγάλου δημοκρατικού αντιφασιστικού κινήματος, δεν τύπωσε, για παράδειγμα, 500 χιλιάδες προκηρύξεις με 4 προτάσεις – δεσμεύσεις με βάση το γεγονός που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία.
Η κύρια κατεύθυνση που υιοθετήθηκε συμπληρώνονταν και από μια στάση διαχείρισης αγωνιστικών διαθέσεων ή και κινήσεων και αντιδράσεων που θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς. Στάση «απεγκλωβισμού» από μια σχεδιασμένη αποσταθεροποίηση ώστε να μην επηρεαστούν οι εκλογικοί συσχετισμοί. Αντίληψη ότι το κίνημα των πολιτών είναι ενεργό δια της ψήφου και η ψήφος είναι η κύρια και αποφασιστική μορφή πάλης.  Ο απεγκλωβισμός, όμως, σαν επιδίωξη μπορεί να οδηγήσει σε άλλους εγκλωβισμούς.
Αυτά λέγονται γιατί ενώ η επίθεση συνεχίζεται, την ίδια στιγμή τόσο στο απεργιακό όσο και στο αντιφασιστικό πεδίο φαίνεται να πέφτει «αυλαία» και συναισθήματα ανάμεικτα να διαπερνούν τα πιο αγωνιστικά κομμάτια της κοινωνίας. Η ενδυνάμωση του «Κανένα» σημαίνει πως η εμπιστοσύνη προς τα κόμματα υποχωρεί, καθένας αισθάνεται πολύ μόνος και εγκαταλειμμένος (παρά τα λόγια) και η «ανάθεση» στην Αριστερά γίνεται πιο κριτική, πιο κυνική, με πάμπολλες επιφυλάξεις.
Μία πιο «αγωνιστική» πτέρυγα της Αριστεράς και της κοινωνίας -περισσότερο εγκλωβισμένη σε απλουστεύσεις και στερεότυπα- δεν μπορεί να διαβάσει καν το τι συμβαίνει και φυσικά δεν μπορεί να δώσει μια προοπτική στην ογκούμενη λαϊκή οργή.

Αδυναμίες ερμηνείας
Στις ελλείψεις της Αριστεράς εν γένει μπορεί κανείς να καταλογίσει και την αδυναμία να ερμηνευτεί σωστά το φαινόμενο της Χ.Α. μέσα στην ελληνική κοινωνία. Εγκληματική, δολοφονική, ναζιστική συμμορία; Ναι και αποκαλύφθηκαν πλατιά οι τέτοιες πλευρές του μορφώματος. Αλλά είναι και άλλα πράγματα που συναντώνται με την πραγματικότητα εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που δεν έγιναν ξαφνικά ναζιστές ή δολοφόνοι. Και αυτά είναι η συγκεκριμένη πολιτική και τοποθέτηση της Χ.Α., η ιδεολογία που διαδίδει και βεβαίως η σχεδιασμένη πρακτική της.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Χ.Α. είναι απλά η συσπείρωση χουντικών και φασιστικών στοιχείων που πάντα υπήρχαν αλλά δεν εκδηλώνονταν και τώρα έχουν οργανωθεί. Άλλοι ότι είναι απλά το μακρύ χέρι του κεφαλαίου και άλλοι μιλούν για σχέδιο σιωνιστικών κύκλων ή ότι σχεδόν στήθηκαν όλα από την Ν.Δ. για να προχωρήσει ο σχεδιασμός της. Οι απόψεις των Γ. Δελαστίκ  και Τ. Φωτόπουλου που προκάλεσαν αρκετές συζητήσεις εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία.
Δυσκολεύεται η Αριστερά να δει την σχετική αυτονομία που έχει μια ναζιστική οργάνωση, η οποία αποκτά μαζικό έρεισμα και όταν εκδηλώνεται μια επίθεση και απόπειρά περιορισμού της, τότε αντιδρά και αντιδρά με βάση το μαχητικό αντισυμβατικό χαρακτήρα που θέλει να προσδώσει στη δράση της. Η αντίδρασή της έχει και πολιτικά χαρακτηριστικά. Αποσκοπεί να αμυνθεί και να διατηρήσει θέσεις και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς πολιτική. Θα αντεπιτεθεί ξέροντας ότι ένα τμήμα του συστήματος έχει αποφασίσει να την περιορίσει, ξέροντας όμως και ότι η μικροπολιτική έχει κοντά ποδάρια για ένα τμήμα της κοινωνίας.

Αναγκαίες απαντήσεις
Το βασικό πρόβλημα είναι πως η Αριστερά δεν πρωταγωνιστεί στην πολιτική αντιπαράθεση όπως αυτή εξελίσσεται. Παρακολουθεί, αποφεύγει κακοτοπιές, δεν θέλει να κάνει «το μεγάλο λάθος», αλλά και δεν εκφράζει δυνάμεις και δυνατότητες για μια άλλη πορεία. Προσβλέπει στο να εισπράξει σε εκλογικό επίπεδο την δυσφορία για την συγκάλυψη που υπήρχε για την Χ.Α. Ή να αξιοποιήσει το γεγονός ότι η Αριστερά ήταν ιστορικά ο χώρος που δέχτηκε τις μεγαλύτερες προβοκάτσιες και έχει ιστορικό δημοκρατικών και αντιφασιστικών αγώνων. Μόνο που έτσι, δεν δίνει αυτή το «τέμπο», το ρυθμό, δεν στριμώχνει την αντίπαλη πλευρά (μνημονιακό – τροϊκανό τόξο και θεωρία των δύο άκρων), ούτε και ηγείται εκείνη σε μια μάχη για να διαλυθεί η ναζιστική φασιστική συμμορία.
Τα ερωτήματα παραμένουν: Ποιος ή ποια τα «θεριά» και ποιος ο «Γιάννης»; Ποιος και γιατί φοβάται τον άλλον και τι κάνει για να τον αντιμετωπίσει; Και ακόμα: Ο φόβος και ο τρόμος που ενστάλαξε στην κοινωνία το ναζιστικό μόρφωμα, πόσο μεγάλος είναι ή πόσο έχει υποχωρήσει κα σε ποιο βαθμό; Η απέχθεια προς το πολιτικό σύστημα πόσο βάζει και την αριστερά στο κάδρο και σε τι αντιδράσεις οδηγεί; Οι απαντήσεις πρέπει να δοθούν μέσα σε μια εξαιρετικά δύσκολη, ρευστή και πυκνή σε γεγονότα κατάσταση, όπου οι δυνάμεις που επενεργούν είναι περισσότερες από δύο.
Tagged : / / /

Τοποθέτηση στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, 1/9/2013

Δεν υιοθέτησα την εισήγηση της γραμματείας προς την Κ.Ε. Για τρεις λόγους ουσιαστικούς.

Ο πρώτος λόγος είναι ότι ξεκινάμε την δουλειά με λάθος τρόπο, με τρόπο συνηθισμένο από τα παλιά, με την «πεπατημένη»  και την δύναμη της συνήθειας, με αρκετή προχειρότητα. Και εξηγούμαι: Η εισήγηση είναι ένας «κουβάς» θεμάτων διαφορετικών, που το καθένα έχει την σημασία του, για τα οποία όμως δεν μπορούμε σχεδόν ποτέ με επάρκεια να εξετάσουμε ή να συζητήσουμε, με αποτέλεσμα στο τέλος να μη βγαίνει συμπέρασμα για το ποια είναι η κεντρική μας κατεύθυνση. Έχει ξαναγίνει –σε συνεδριάσεις της Κ.Ε- να καταλήγουμε σε τέτοια κείμενα που μετά παρουσιάζονται και στις οργανώσεις με τις τρεις συνηθισμένες τροποποιήσεις, με αποτέλεσμα η συζήτηση που ακολουθεί στις οργανώσεις μελών να είναι γενική, επί παντός του επιστητού, όπου ο καθένας λέει ό,τι του έρθει εκείνη την στιγμή. 
Στην συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε ως σύνολο θεμάτων: τον πόλεμο στην Συρία, την κινητοποίηση για την ΔΕΘ, την παρέμβαση στους αγώνες που γίνονται αυτήν την περίοδο, τον στόχο να φύγει η κυβέρνηση, το ζήτημα των συμμαχιών και την δημιουργία επιτροπών για την ανατροπή της κυβέρνησης ή για την υπεράσπιση της δημόσιας περιουσίας, τις εσωτερικές διαδικασίες για εκλογή νέων οργάνων, την προετοιμασία του κόμματος για τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές. Είναι πάρα πολλά θέματα και δύσκολα, λίγο επεξεργασμένα λίγο συζητημένα και με πρόχειρο τρόπο ριγμένα στο χαρτί.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αυτή η αντιμετώπιση οδηγεί σε αδυναμία κεντρικού προσανατολισμού για τα μέλη και τις οργανώσεις μελών. Τα καλούμε σε όλα και θα προσανατολιστούν σε ό,τι νομίζουν ότι μπορούν και σε ό,τι τα πιέζει περισσότερο. Άλλοι θα
δουλεύουν από τώρα για τις αυτοδιοικητικές, άλλοι για τις ευρωεκλογές, άλλοι για την ιδιωτικοποίηση του νερού, άλλοι για την αντιμετώπιση των φασιστών, άλλοι για τα μέτωπα που ανοίγουν σε παιδεία, υγεία κ.λπ., άλλοι θα προσπαθούν να φτιάξουν μια επιτροπή, οι νεολαίοι θα κάνουν το φεστιβάλ τους και όλοι μαζί θα λέμε να φύγει η κυβέρνηση. Όλα αυτά δεν είναι προσανατολισμός και δεν είναι σοβαρή στάση.
Κοντολογίς απαιτείται αξιολόγηση και ιεράρχηση των στόχων μας και ανάδειξη των κεντρικών στόχων.
Στην παρούσα συγκυρία ο ριζοσπαστισμός δεν έγκειται στο αν ένας σχηματισμός έχει τη ριζοσπαστικότερη των αντιλήψεων σε όλα τα θέματα, αλλά στο αν μπορεί να υπηρετήσει με ριζοσπαστικό και ρηξικέλευθο τρόπο τις βασικές ανάγκες που αυτή τη στιγμή έχει ανάγκη η χώρα και ο λαός, δηλαδή  σταμάτημα της καταστροφής, μίνιμουμ επίπεδο διαβίωσης για όλους, συγκράτηση των οικονομικών και κοινωνικών δομών της χώρας και προώθηση μιας παραγωγικής ανασυγκρότησης. Αυτό μπορεί να ακούγεται «λίγο», αλλά η υπηρέτησή του μπορεί να γίνει μόνο με συγκρούσεις και ριζοσπαστισμό.

Ο τρίτος λόγος αφορά την έλλειψη σοβαρής στάσης. Ένας παλιότερος έγραφε: «Εκείνο που πραγματικά έχει αξία στον κόσμο, είναι η σοβαρή στάση, και ακριβώς σε αυτή τη στάση το κόμμα αφιερώνει τη μεγαλύτερη προσοχή». Το ερώτημα που τίθεται είναι η σχέση μας με την σοβαρή στάση και πόση προσοχή της αποδίδουμε. Σε όλους τους τομείς και σε όλα τα ζητήματα μικρά και μεγάλα. Το κεντρικό σύνθημα του ιδρυτικού μας συνεδρίου ήταν «ισχυρός ΣΥΡΙΖΑ – αυτοδύναμος λαός». Σωστό σύνθημα. Πώς το εννοούμε όμως; Πόσο κοντά είμαστε σε αυτό; Πόσο μοχθούμε για να τα προωθήσουμε; Πώς θα γίνει ισχυρός ο ΣΥΡΙΖΑ; Πώς ο λαός θα γίνει πραγματική αυτοδύναμος με αυτοπεποίθηση, ιδανικά, οράματα για μια άλλη Ελλάδα; Τι βήματα έχουμε κάνει σε αυτήν την κατεύθυνση; 
Στις δεδομένες συνθήκες χρειαζόμασταν μια σύνοδο της Κ.Ε. που να εξέταζε άμεσα δύο ζητήματα: Πρώτο το θέμα του πολέμου στην Συρία και τον καθορισμό μιας στάσης και γραμμής για αυτόν. Δεύτερο να εκτιμούσαμε την κατάσταση του κόσμου μετά την καλοκαιρινή επέλαση της κυβέρνησης και να επεξεργαζόμασταν την τρέχουσα γραμμή του κόμματος με στόχο την κοινωνική ανασυγκρότηση και την δημιουργία ενός πολιτικού ρεύματος διεξόδου της χώρας. Να εκτιμούσαμε το γιατί παντού μας λένε «πού είναι και τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ », γιατί υπάρχει αυτό το ερώτημα, ποιοι και γιατί το θέτουν, τι ουσιαστικά ζητούν από εμάς. Να σκύβαμε με σοβαρότητα πάνω στα προβλήματα της κοινωνίας και να δεσμευόμασταν για 3-4 ρεαλιστικά και συγκεκριμένα πράγματα και να βλέπαμε πώς θα σπάγαμε την καθήλωση και την ανάθεση που επιβάλλεται σε μια κοινωνία που αποσυντίθεται, που κονιορτοποιείται μέρα με την μέρα, που γίνεται ασώματη. Από αυτές τις γενικές διαπιστώσεις να καθορίζαμε μια κεντρική γραμμή τόσο για την περίοδο όσο και για την ανασυγκρότηση των κοινωνικών χώρων και μετώπων. Για τις εκλογικές αναμετρήσεις θα έφτανε μια και μόνο παράγραφος που να τόνιζε την ιδιαίτερη προεκλογική χροιά της περιόδου και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτήν, με την υπογράμμιση ότι άμεσα τα αρμόδια τμήματα, η γραμματεία κ.λπ. θα πρέπει να εφοδιάσουν το κόμμα με εισηγήσεις και κατευθύνσεις.

Ξέρω ότι είμαστε ένα νέο κόμμα. Τείνουμε όμως να λειτουργούμε με παλιές συνήθειες και με λιγοστή τόλμη. Κηρύσσουμε τον παραγοντισμό εκτός νόμου, αλλά αυτός κυριεύει τις γραμμές μας. Δεν έχουμε μια οργανωτική πολιτική που να είναι αντίστοιχη του στόχου της μετάβασης και της οικοδόμησης ενός σύγχρονου πραγματικά αριστερού κόμματος και η νομή κάθε υποτιθέμενης ή πραγματικής μικροεξουσίας μετατρέπεται σε σαράκι.
Δεν ακούμε καλά την κοινωνία και επομένως δεν συγκλονιζόμαστε από τα βάσανά της. Προχωράμε βέβαιοι για την άκοπη διακυβέρνηση και ό,τι αυτή φέρνει. Κυρίως δεν προετοιμαζόμαστε για τις δυσκολίες που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Έτσι όμως γινόμαστε ευάλωτοι από πολλές απόψεις…
Φοβάμαι πως η κεντρική κατεύθυνση που ρητά ή υπόρρητα βγαίνει είναι η προετοιμασία για τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές και η ετοιμότητα να κερδίσουμε τις βουλευτικές όποτε αυτές γίνουν. Η ανατροπή υπάρχει σαν σύνθημα. Δεν υπάρχει η προετοιμασία των όρων μιας διεξόδου της χώρας και επομένως η προετοιμασία της κοινωνικής ανασυγκρότησης, ενός πολιτικού ρεύματος διεξόδου για τον στόχο αυτό. Ο πολίτης οφείλει κυρίως να ψηφίσει όταν έρθει η ώρα και η ώρα θα έρθει. Αυτή η γραμμή όμως είναι πιο πίσω από αυτό που χρειάζεται ο τόπος, ο λαός, η χώρα, αν θέλετε και ο ΣΥΡΙΖΑ. 
Το κόμμα χρειάζεται επειγόντως, σε όλα τα επίπεδα λειτουργία, διαδικασίες σαφείς στόχους και ρόλους κάθε επιπέδου, κάθε στελέχους, κάθε οργάνωσης μελών. Χρειάζεται σαφή πολιτική γραμμή και γείωση στην πραγματικότητα και την κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ των μελών, ο ΣΥΡΙΖΑ της μετάβασης, ο ΣΥΡΙΖΑ πρωταγωνιστής των εξελίξεων, ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίδα του λαού είναι τα μεγάλα ζητούμενα στα οποία όλοι μας πρέπει να συμβάλουμε.
Tagged : / / /

“Τι έδειξε η συζήτηση για το καταστατικό του νέου κόμματος και διάφορες αναφορές”, δευτερολογία στη συνεδρίαση της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, 18-19/5/2013

1. Δεν έχουμε θεωρία για το κόμμα, σύγχρονη θεωρία. Επομένως, ο βηματισμός μας πρέπει να γίνει με ανοικτό μυαλό και δημιουργική σκέψη, να δούμε τι μπορεί να σημαίνει κόμμα σύγχρονης εποχής, κόμμα της Αριστεράς του 21ου και του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα. Κόμμα που να ανταποκρίνεται στα καθήκοντα που η φάση ανάπτυξης ή η συγκυρία έχει θέσει στις ελλαδικές συνθήκες, στο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής συνείδησης και ιστορικής διαδρομής της ελληνικής αριστεράς.

2.  Δεν έχουμε λοιπόν επαρκή θεωρία, αλλά το χειρότερο είναι πως δεν έχουμε πολιτική για το κόμμα, δεν έχουμε κοινές βασικές αρχές στο πώς οικοδομείται ένα σύγχρονο κόμμα της αριστεράς, και δεν έχουμε εντοπίσει ποια είναι σήμερα τα κρίσιμα ζητήματα της πολιτικής για το κόμμα:

Για παράδειγμα από τα παρακάτω ποια είναι τα πιο κρίσιμα ζητήματα σήμερα; Που πρέπει να δοθεί άμεσα το κύριο βάρος;
  • Στην έντονη παρουσία του προέδρου έτσι ώστε να ρέπουμε στο προεδρικό κόμμα;
  • Στην διασφάλιση της δημοκρατίας και ποιανού, της δημοκρατίας ή των κανόνων διαμάχης των στελεχών ή της δημοκρατίας και της συμμετοχής των μελών;
  • Στο άνοιγμα στην κοινωνία και το ρίζωμα σε χώρους;
  • Στην πολυφωνία ή τον συνεκτικό πολιτικό λόγο και δέσμευση προς το λαό που δοκιμάζεται σκληρά;
  • Στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και του καριερισμού;
  • Στο βάρος για την λειτουργία και την πολιτικοποίηση των Οργανώσεων Μελών; Στο ανέβασμα του ιδεολογικού και πολιτικού επιπέδου του στελεχικού δυναμικού;
  • Ποια εκτίμηση έχουμε για το υπάρχον στελεχιακό δυναμικό; Είναι έτοιμο για τα καθήκοντα που μας μπαίνουν ή είναι βουτηγμένο σε συνήθειες του χτες; Κι αν είναι πώς τροποποιείται η κατάσταση;
Η απάντηση σε αυτά ή σε παρεμφερή ερωτήματα θα προσδιόριζαν μια πολιτική για το κόμμα στις τωρινές συνθήκες. Κάτι εντελώς αναγκαίο για να πάμε μπροστά.
Ακόμα και το πώς αντιμετωπίζουμε αυτό που αποκάλεσε ο Ν. Βούτσης «Διφυές κόμμα», απαιτεί για να απαντηθεί μια πολιτική για το κόμμα, θέλει πολιτική αντιμετώπιση. Τα οργανωτικά πρέπει να υπηρετούν την θεωρία (που λείπει) και την πολιτική για το κόμμα (που πρέπει να προσδιοριστεί).

3. Επομένως είναι φτωχή η συζήτηση που γίνεται μόνο για τις συνιστώσες και τις λίστες. Είναι ασφυκτικά περιορισμένο το πλαίσιό τους όταν δεν συνοδεύονται από στοιχεία που προανέφερα. Υπάρχει ένας οργανωτικός συντηρητισμός που συνίσταται να στηριζόμαστε στην υπάρχουσα στενή εμπειρία του καθενός και σε βολικές λύσεις, ενώ δεν υπάρχει αρκετή έμπνευση για να υιοθετηθούν οργανωτικά μοντέλα – προτάσεις – πολιτικές που να απαντούν στα μεγάλα προβλήματα που έθεσε η εκθετική εκλογική μας ανάπτυξη. Αν θέλαμε να δημιουργήσουμε έναν οργανισμό ικανό να συνδυάσει την εσωτερική ανάπτυξή του με την περισσότερο οργανωμένη σχέση του με το ρεύμα ψηφοφόρων και οπαδών που δημιούργησε η αντιμνημονιακή πάλη, θα ανακαλύπταμε πολύ πρωτότυπες αλλά αναγκαίες μορφές για την δομή και των δυο επιπέδων (κόμμα – σχέση με το ρεύμα ριζοσπαστισμού). Για παράδειγμα, πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες ανησυχούν
μήπως και ο πρόεδρος αποκτά υπερβολικές αρμοδιότητες, δεν ενημερώνει, μήπως γινόμαστε προεδρικό κόμμα. Έτσι καταθέτουν προτάσεις για το από πού θα εκλέγεται ο πρόεδρος από την ΚΕ ή το Συνέδριο. Υπάρχει μια πτυχή που δεν θίγεται: πώς θα δημιουργήσουμε όρους πιο συλλογικής ηγεσίας. Προτάσεις για αναπληρωτές/τριες συντονιστές παντού σε όλα τα όργανα, η καθιέρωση πιθανά αντιπροέδρου ή και αντιπροέδρων και βασικά η συλλογική λειτουργία δημιουργούν άλλες προϋποθέσεις. Τέτοιες προτάσεις σε αυτό το κλίμα έγινε προσπάθεια να υπάρχουν στο καταστατικό.

Μια μικρή αναφορά σε ορισμένα που λέχθηκαν κατά την συζήτηση και χρειάζεται ένας σύντομος σχολιασμός

«Μικρό ή μεγάλο κόμμα». Δηλαδή άλλα θα ισχύουν στο εσωτερικό μας αν είμαστε μικρό κόμμα και άλλα αν είμαστε μεγάλο. Μπαίνει λάθος το ζήτημα γενικά. Είναι άλλο ένα κόμμα αριστερής αντιπολίτευσης, ζύμωσης και καταγγελίας και είναι άλλο πράγμα ένα κόμμα που έχει μεγάλη εμβέλεια και πιθανή την προοπτική να παίξει σημαντικό ρόλο στην πολιτική κοινωνική οικονομική ζωή του τόπου. Αυτό με κάποιο τρόπο αποτυπώνεται και στην εσωτερική λειτουργία και στους κανόνες που την διέπουν.

«Ανοικτό κόμμα». Κάποιοι αναρωτήθηκαν δηλαδή κόμμα «είδα φως και μπήκα»; Όχι σύντροφοι. Αλλά μέλος επειδή «Συμφωνώ με πολιτικούς στόχους ΣΥΡΙΖΑ, θέλω να πάρω μέρος στην διαδικασία αυτή, καταλαβαίνω έστω και διαισθητικά την κρισιμότητα της αναμέτρησης, θέλω να συμμετάσχω, αντιλαμβάνομαι ότι με την συμμετοχή μου προωθώ μια άλλη διαδικασία και πολιτικό σχέδιο για τον τόπο, την χώρα, την Αριστερά». Η βάση για ένα πραγματικά μαζικό κόμμα υπάρχει, υποδομή και προετοιμασία για την υποδοχή δεν υπήρξε μέχρι τώρα. Επίσης υπήρξαν στενές αντιλήψεις που έδιωχναν κόσμο, υποτιμούσαν τον κόσμο. Να το ομολογήσουμε και μεταξύ μας: δεν είναι θελκτικές οι διαδικασίες μας ούτε βοηθούν στην εμπλοκή απλών ανθρώπων υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ που θα ήθελαν να γίνουν μέλη.

«Κόμμα – συνδικάτο και εκλογικά συστήματα ανάδειξης ηγεσιών». Άλλο το συνδικάτο και άλλο πράγμα το κόμμα. Στο κόμμα υπάρχει ένα μίνιμουμ πολιτικοϊδεολογικής συμφωνίας. Δεν αντιστοιχεί η λειτουργία του κόμματος στην δομή και τους τρόπους εκλογής στα συνδικάτα. Και δεν είμαστε ένας αθώος πολιτικά χώρος τόσο στην κομματική όσο και στην συνδικαλιστική πρακτική. Κουβαλάμε λάθη, λαθεμένες αντιλήψεις και πρακτικές. Μην υψώνουμε λοιπόν τόνους αλλά να προτείνουμε πολιτικές, συνολικές πολιτικές για το κόμμα. (Αλλά αν θέλουμε κάτι περισσότερο στο ζήτημα, έχει τεθεί από την ίδια την ζωή το θέμα της ανακάλυψης και εμπότισης ακόμα και των διαδικασιών συνδικάτων και κομμάτων από τις διαδικασίες της άμεσης δημοκρατίας κι όχι από την διαχείριση απλά του ζητήματος – σχέσης πλειοψηφίας/μειοψηφίας. Δεν εξαντλείται μόνο σε αυτό το ζήτημα της πραγματικής δημοκρατίας παρόλο που είναι βασικό).

«Κόμμα των μελών». Ορισμένοι το χαρακτήρισαν ως «καραμέλα». Έχουν έτσι τα πράγματα σύντροφοι και συντρόφισσες; Όχι. Στο σχέδιο καταστατικού υπάρχουν στοιχεία που δίνουν έμφαση και κατεύθυνση να υπάρξει μια σημαντική διόρθωση: από το κόμμα στελεχών και παραγόντων να γίνουμε ένα κόμμα με ρίζες στην κοινωνία, μαζικό κόμμα, με ιδιαίτερη έμφαση στην λειτουργία και ζωντάνεμα των Οργανώσεων Μελών. Κατατέθηκαν προτάσεις που είναι σε αυτή την κατεύθυνση και επίσης στην κατεύθυνση να κοπούν νοοτροπίες μηχανισμού και καριερισμού, να τεθούν στοιχεία πιο ριζοσπαστικής αντίληψης για την εσωτερική λειτουργία και την ανάδειξη στελεχών.

«Εσωτερικός εχθρός». Αναφέρθηκε, πως αντί να συζητάμε σοβαρά ζητήματα ή ελλείμματα δημιουργείται – ανακαλύπτεται ένας «εσωτερικός εχθρός» και μάλιστα χαρακτηρίστηκε ως προσφιλής αρνητική πρακτική στο χώρο της Αριστεράς σε κρίσιμες περιόδους. Μια πολιτική για το κόμμα πρέπει να προνοήσει και να δημιουργήσει πλαίσια που να μην λειτουργούν τέτοια σχήματα. Όμως μην ξεχνάμε ότι ο «εσωτερικός εχθρός» μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα: Ανακαλύπτεται ένας υπαρκτός ή ανύπαρκτος δεξιός κίνδυνος, που εκφράζει μάλλον η πλειοψηφία ή ο πρόεδρος και επομένως δικαιολογείται ο αγώνας για την καταπολέμηση αυτής της παρέκκλισης. Προέρχομαι από μια παράδοση της αριστεράς που έθεσε το ερώτημα «που βρίσκεται η αστική τάξη; Μέσα στο κόμμα», επομένως «Φωτιά στο γενικό επιτελείο». Έχουμε φτάσει σε τέτοιες εκτιμήσεις;

«Οι 66 νομαρχιακοί γραμματείς είναι του ΣΥΝ». Ακούστηκε από αρκετούς συντρόφους. Έχω κάνει και εγώ αναφορά στο φαινόμενο αυτό. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι το στοιχείο αυτό το ανέφερε ο σ. Βίτσας για να υποδηλώσει μια αρνητική κατάσταση. Το σταχυολογούμε λοιπόν και το κολλάμε σε πολλές τοποθετήσεις σαν στοιχείο χωρίς να έχουμε έναν βασικό μπούσουλα για το τι χρειάζεται. Το χειρότερο είναι πως για άλλα αρνητικά δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία. Πχ για το πώς έγιναν οι διαδικασίες για την ανάδειξη νομαρχιακών επιτροπών στην Αθήνα ή για το πώς αποκλείεται η μία από τις δύο συνιστώσες από μια οργάνωση περιφερειακής πόλης.

Συμπέρασμα:
Χρειαζόμαστε επειγόντως μια άλλη σχέση λειτουργίας στο εσωτερικό με έμφαση την πολιτική συζήτηση και χρειαζόμαστε επειγόντως μια άλλη σχέση με την κοινωνία, με μια πιο συνεκτική εκφορά πολιτικού λόγου και με την δημιουργία σχέσεων που να συσπειρώνουν την εμπιστοσύνη γύρω από το σχέδιό μας και την πολιτική μας.
Στην επιτροπή καταστατικού έγινε μια ορισμένη συζήτηση. Στο κόμμα πρέπει να γίνει ακόμα μεγαλύτερη και πλατύτερη. Δεν θα είναι εύκολο. Είναι εξαιρετικά δύσκολο μέσα στις προθεσμίες που έχουμε. Παρόλα αυτά θα πρέπει να παίξουμε έναν ρόλο σαν μέλη της ΚΕ σε αυτήν την συζήτηση.
Πρώτα με την καταγραφή των απόψεων των μελών και των προτάσεων.
Δεύτερο με την υπεύθυνη τοποθέτησή μας στον διάλογο αυτό. Με κείμενα, αρθογραφία, τοποθετήσεις, συζητήσεις κλπ.

Παράκληση προς όλες τις πλευρές και τους συντρόφους/σσες να αποφύγουμε όλοι μας τις απολυτότητες, τις υπερβολές, τα δάνεια από το παρελθόν. Αν χρειάζονται απαραίτητα τα «δάνεια» αυτά, να καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να τα αξιοποιήσουμε δημιουργικά στην ανακάλυψη και εφεύρεση του νέου κόμματος. Να μην μονοπωληθεί η συζήτηση από το μοντέλο κόμματος που είχε ο ΣΥΝ. Δεν βοηθάει στο σημερινό πρόβλημα, ούτε για την πολιτική που πρέπει να έχουμε για το κόμμα, ούτε εντοπίζει με σαφήνεια τις παθογένειες που μπορεί να υπήρχαν και κυρίως δεν δείχνει ότι πολλά πρέπει να αλλάξουν σε επίπεδο στελεχικό. Όπως είδατε δεν υψώνω τόνους, για Ιφιγένειες, θυσίες και άλλα. Τονίζω να διασαφηνίσουμε τις πολιτικές μας για το κόμμα.
Έχουν γίνει πολλές προτάσεις. Αυτές έχουν διπλό χαρακτήρα. Ορισμένες αφορούν συγκεκριμένα άρθρα, διατυπώσεις κλπ. Και άλλες είναι πιο συνολικές. Αρχίζω από τις δεύτερες. (Πρόκειται για δύο συμβολές. Μία του σ. Παναγιώτη Πάντου και μία των συντρόφων Μιχάλη Καστρινάκη και Κώστα Παπακώστα). Όλοι τους συμμετείχαν στην επιτροπή καταστατικού και είχαν δώσει σημειώματα κλπ. Τώρα ζητούν να συμπεριληφθούν στο εισηγητικό υλικό όπως η συμβολή του σ. Στέλιου Παππά. Νομίζω ότι πρέπει να γίνουν δεκτές και να συμπεριληφθούν. Άλλωστε δεν τροποποιούν τον όγκο του υλικού.
Άλλες είναι πιο ειδικές. Προτείνω όλες να τις δει η επιτροπή που πρότεινα να βγει από την ΚΕ άμεσα, να δει ποιες μπορούν να συμπεριληφθούν και πώς στο εισηγητικό υλικό και ποιες αφορούν την συζήτηση και να θεωρηθούν σαν προτάσεις που κατατίθενται στον εσωτερικό διάλογο για το καταστατικό. Μερικές από αυτές μπορεί να συμπεριληφθούν στην τελική πρόταση που θα φθάσει στο συνέδριο και τελικά εκεί να ξεκαθαριστούν τα πράγματα με τις αποφάσεις του συνέδριου.
Υπάρχουν δύο ειδικές που πρέπει να τις ξεκαθαρίσουμε τώρα:
Σχετικά με τον τίτλο. Παραμένει (και θα αναγράφεται έτσι) ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Αν κάποιος έχει άλλη άποψη ας την καταθέσει και στο συνέδριο μπορούμε να αποφασίσουμε.
Υπάρχει και η πρόταση που αναφέρει ότι καταρτίζουμε εσωτερικό κανονισμό και όχι καταστατικό. Νομίζω ότι δεν πρέπει να αλλάξουμε τώρα το χαρακτήρα της δουλειάς που έκανε η επιτροπή καταστατικού.

Παρέκβαση (δεν διαβάστηκε, λόγω έλλειψης χρόνου, στην ΚΕ αλλά υπήρξε δέσμευση να δοθεί γραπτά)

Ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένα σημεία ενός άλλου καταστατικού. Στο καταστατικό του PSUV (Ενοποιημένο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας). Η αναφορά αυτή έχει την σημασία της γιατί μας δείχνει αναφορές σε ζωντανά κινήματα και κόμματα, μιας κλίμακας άλλης από αυτά των κομμάτων διαμαρτυρίας. Έχει σημασία γιατί η γνώση μας εγκλωβίζεται μόνο στην πείρα της ευρωπαϊκής αριστεράς.
Το PSUV ορίζεται ως σοσιαλιστικό κόμμα. Δεν υπάρχει καθόλου η λέξη «αριστερά».

Αποσπάσματα από το Καταστατικό του Ενοποιημένου Σοσιαλιστικού Κόμματος Βενεζουέλας (PSUV)

Άρθρο 3: Αξίες και αρχές

Το κόμμα συγκροτείται ως κόμμα σοσιαλιστικό, με την πεποίθηση ότι η σοσιαλιστική κοινωνία είναι η μοναδική εναλλακτική λύση για την υπέρβαση του καπιταλιστικού συστήματος. Υιοθετεί ως δημιουργικές πηγές τις σκέψεις και τα έργα του Σιμόν Μπολίβαρ, του Σιμόν Ροντρίγκεζ και του Εζεκίελ Ζαμόρα. Με τον ίδιο τρόπο, υιοθετεί τις αρχές του επιστημονικού σοσιαλισμού, του χριστιανισμού, της θεολογίας της απελευθέρωσης, όλη την παγκόσμια κριτική και ανθρωπιστική σκέψη, την ισοτιμία και την ισότητα των φύλων και την ηθική υποχρέωση οικοδόμησης ενός μοντέλου που θα σέβεται τη ζωή και τη μητέρα γη, προκειμένου να εγγυηθεί την επιβίωση της ανθρωπότητας.
Ως κόμμα πολυεθνικό και πολύμορφο, έλκει τις ρίζες του από την αφροϊθαγενικότητα που κληροδοτήθηκε από τον Γκουαϊκαϊπούρο και τον Χοσέ Λεονάρντο Τσιρίνο, εμπνέεται από τη θεμελιώδη ηγεσία και τις επαναστατικές ιδέες του Κομαντάντε Ούγκο Τσάβες, και αποσκοπεί στη δημιουργία του νέου άντρα και της νέας γυναίκας σε ένα χωνευτήρι ελπίδων και ονείρων που κάνουν το δικό μας σοσιαλισμό ένα σοσιαλισμό μιγά, φορτωμένο με αφρικανικότητα, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ιθαγενικών λαών μας, και με ένα διεθνές όραμα του οποίου ο μεγαλύτερος εκφραστής ήταν ο Φρανσίσκο ντε Μιράντα.
Υιοθετούμε την πολιτικοστρατιωτική ενότητα ως αρχή για τη διασφάλιση της άμυνας και της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.

Άρθρο 5: Μέθοδοι εσωκομματικής δημοκρατίας

Για τη λήψη αποφάσεων και τις εσωκομματικές εκλογές το κόμμα μπορεί να χρησιμοποιεί διάφορες μεθόδους: Άμεση καθολική και μυστική ψηφοφορία. Διορισμό. Εκλογές σε πρώτο, δεύτερο και τρίτο βαθμό. Διαβούλευση και συναίνεση. Αυτές αποφασίζονται από τα διάφορα καθοδηγητικά όργανα ανάλογα με τις πολιτικές συνθήκες.

Άρθρο 6: Χαρακτηριστικά του μέλους

Κάθε μέλος [ΣτΜ: στο ισπανικό αναφέρονται και τα δύο φύλα, «Toda y todo militante…» = «Κάθε αγωνιστής και αγωνίστρια…»] του Ενοποιημένου Σοσιαλιστικού Κόμματος Βενεζουέλας (PSUV) είναι σοσιαλιστής, μπολιβαριανός, αντιιμπεριαλιστής, αντικαπιταλιστής, διεθνιστής, ανθρωπιστής, οικολόγος και φεμινιστής. Υποχρεούται να δέχεται και να εφαρμόζει τις αρχές, το πρόγραμμα και το καταστατικό του κόμματος, ως αγωνιστής/αγωνίστρια των ονείρων και των ελπίδων της μεγάλης πλειοψηφίας. Καθοδηγεί τη συμπεριφορά του σύμφωνα με τις ακόλουθες αξίες:
α) τη σοσιαλιστική ηθική και ήθος
β) τη σοσιαλιστική μόρφωση και αυτομόρφωση
γ) τη συνειδητή πειθαρχία που βασίζεται στην κριτική και την αυτοκριτική
δ) την εφαρμογή της αλληλεγγύης και την αγάπη
ε) την επίγνωση του κοινωνικού καθήκοντος
στ) τον αγώνα ενάντια στη διαφθορά και το γραφειοκρατισμό

Ορισμένα σχόλια

Το ιδεολογικό φορτίο είναι πολύ πιο ανεβασμένο από αυτά που συναντάμε στα ευρωπαϊκά κόμματα. Δεν είναι αποκλειστικά μαρξιστικής αναφοράς και έχουν ιδιαίτερη αναφορά σε προσωπικότητες και διανοητές που ούτε καν γνωρίζουμε καλά καλά αλλά έχουν ιδιαίτερη σχέση με την ιστορία της χώρας τους και των λαών τους.
Στο ιδεολογικό τους πλαίσιο δεν αναφέρονται μόνο στον μαρξισμό. Αν και λείπει η λέξη χρησιμοποιούν το «επιστημονικός σοσιαλισμός» και αναφέρονται και σε άλλα προοδευτικά ιδεολογικά ρεύματα σκέψης. Θα πρέπει να συνηθίσουμε πως υπάρχουν προοδευτικά ρεύματα σκέψης που μπορεί να μην έχουν αφετηριακή βάση τον μαρξισμό αλλά κάτι άλλο. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία με ποια μυαλά πάμε να οικοδομήσουμε ένα μαζικό σύγχρονο αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα στις νέες συνθήκες. Αυτή η καταστατική συνύπαρξη ρευμάτων σκέψης και ιδεών πρέπει να συνυπάρχει σε ένα συναγωνιστικό πλαίσιο που δημιουργείται γύρω από τους σκοπούς και στρατηγικούς στόχους του κόμματος και άρα η διαπάλη, η συζήτηση, η αναφορά κλπ σε αυτά δεν πρέπει να θίγει τον σεβασμό, την προσωπικότητα, την αυτονομία κάθε ρεύματος και τα αξιακά του χαρακτηριστικά, αλλά να επικεντρώνεται γύρω από τα επίδικα πολιτικά ζητήματα.
Την ίδια στιγμή εκφράζουν σαν κόμματα ένα πολύ πιο ανεβασμένο επίπεδο συνείδησης και πειθαρχίας που αντιστοιχεί στην σημασία και κρισιμότητα των κοινωνικών αναμετρήσεων και των διαδικασιών μετάβασης στις χώρες τους.
Αν κανείς μελετήσει το καταστατικό του PSUV και το συγκρίνει με το καταστατικό του MAS (Movimiento al Socialismo) Βολιβίας θα δει αρκετές διαφορές αλλά περίπου τον ίδιο τόνο. Οι διαφορές εγγράφουν τις ιδιαίτερες διαδρομές που έχει κάθε εμπειρία και εγχείρημα.
Ίσως αυτές οι σκέψεις και γνώσεις να μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε το δύσκολο – σύνθετο, πολυδιάστατο κομματικό φαινόμενο ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκές χώρες, όπου υπάρχουν άλλες παραδόσεις και κουλτούρες.
Το σχέδιο καταστατικού του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ έχει στοιχεία της μέσης συριζικής συνείδησης, των στοιχείων που έχουν κατακτηθεί από την κοινή πάλη, έχει ριζοσπαστικά στοιχεία (οικολογία, φεμινισμός, ενάντια στο σεξισμό κλπ). Περιγράφει όμως μια πολύ πιο χαλαρή μορφή «στράτευσης» απ’ ότι η λατινοαμερικάνικη και είναι φυσικό.
Ο Μίμμο Πορκάρο (Ιταλός διανοητής) παρεμβαίνει στην «συζήτηση» με την άποψη του μαζικού συνεκτικού κόμματος, αλλά γι’ αυτά σε άλλη παρέκβαση…
Tagged : / / /

“Επεξεργαζόμαστε μια νέα θεωρία για ένα νέο κόμμα”, συνέντευξη στο 13ο Ενημερωτικό Δελτίο του Ινστιτούτου ‘Νίκος Πουλαντζάς’, Μάρτιος 2013

Στην πορεία για το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο θα μετεξελιχθεί σε ενιαίο πολυτασικό κόμμα, κεντρικό ρόλο παίζει η συζήτηση για τις οργανωτικές μορφές που θα υιοθετήσει καθώς και τις αρχές λειτουργίας του. Στόχος φυσικά είναι η μέγιστη αποτελεσματικότητα και αξιοποίηση των δυνάμεων του νέου φορέα, και παράλληλα η διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας με ευρύτερα ακροατήρια, ώστε να επιτυγχάνεται συνεχής ώσμωση με τις κοινωνικές και κινηματικές διεργασίες. Μάλιστα, έχει ήδη συγκροτηθεί ευρεία επιτροπή καταστατικού (απαρτίζεται από 60 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, αλλά είναι ανοιχτή και σε άλλα μέλη του κόμματος) η οποία έχει αναλάβει να συνθέσει τις μέχρι σήμερα εμπειρίες στην Ελλάδα με αυτές άλλων χωρών (π.χ. Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, Λατινική Αμερική, Σκανδιναβία), αλλά και να απαντήσει με καινοτόμο τρόπο στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στη χώρα μας. Στόχος είναι μέχρι το Μάιο να παρουσιαστεί ένα πρώτο επεξεργασμένο σχέδιο. Με αυτή την αφορμή, συζητήσαμε με τον Ρούντι Ρινάλντι, συντονιστή της επιτροπής καταστατικού, για τις προτεραιότητες και τους στόχους της όλης προσπάθειας. Την συνέντευξη πήραν οι Δώρα Κοτσακά-Καλαϊτζιδάκη, Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος και Παναγιώτης Πάντος.

Ερ.: Η επιτροπή καταστατικού έχει αναλάβει ένα μεγάλο έργο, με βαθιές πολιτικές προεκτάσεις. Από τη μια μεριά η κατάρρευση του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, και από την άλλη οι μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις που οδήγησαν στη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε εκφραστή της ελπίδας του λαού, δημιουργούν νέα δεδομένα. Ποιες είναι οι κύριες ανάγκες στις οποίες θα πρέπει να ανταποκρίνεται η λειτουργία του κόμματος και πώς αυτές θα προσεγγιστούν κατά την πορεία των εργασιών σας;

Απ.: Βασικό μέλημά μας είναι να μη γίνει μια διεκπεραιωτική, αλλά μια ουσιαστική συζήτηση γύρω από το περιεχόμενο και το ρόλο ενός ενιαίου πολυτασικού κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς, και το πώς αυτό μπορεί να αποτυπωθεί σε ένα καταστατικό. Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι διαφορετικό χαρακτήρα έχει ένα κόμμα του 4-5% και διαφορετικό ένα αντίστοιχο κόμμα που βρίσκεται όμως κοντά στο κατώφλι της κυβέρνησης. Έτσι, παρότι οι μέχρι σήμερα εμπειρίες μας είναι πολύτιμες. Τη σκέψη μας πρέπει να καθοδηγεί το τι είδους κόμμα θέλουμε να δημιουργήσουμε. 

Παράλληλα ας έχουμε κατά νου ότι ένα καταστατικό δεν μπορεί να λύσει με απόλυτο τρόπο εγγενή προβλήματα που υπάρχουν στο κόμμα, και τα οποία έχουν να κάνουν με την ιδιοσυστασία του, όπως για παράδειγμα το πού, πώς και με ποιον τρόπο παράγεται η πολιτική γραμμή, με ποιον τρόπο αυτή εκφωνείται κ.λπ. Μπορεί όμως να διευθετήσει ορισμένα ζητήματα και ενδεχομένως να τα θέσει σε τροχιά ωρίμανσης ή και λύσης. Έτσι, το καταστατικό πρέπει να περιγράφει τον «υπαρκτό» ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επίσης να κάνει σαφή και τη δυναμική του (π.χ. μέσα από το προοίμιο και τις μεταβατικές διατάξεις) δείχνοντας με σαφήνεια τον ανοιχτό χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος. Το ίδιο το καταστατικό –και αυτό ίσως αποδειχτεί η μεγαλύτερη πρόκληση για την επιτροπή– καλείται να αφήνει περιθώρια για πολιτική ζύμωση σε σχέση με τα ζητήματα που θα ανακύψουν στο μέλλον. 

Ερ.: Βασικό στοιχείο που έχει αναδειχθεί μέσα από την ιστορία της Αριστεράς αλλά και από την πρόσφατη αναβίωση του αιτήματος για άμεση δημοκρατία, είναι η δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής των μελών στη ζωή του κόμματος και στη λήψη των αποφάσεων. Σε ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως ενιαίο πια κόμμα;  

Απ.: Υπάρχει σήμερα ένα τεράστιο αίτημα να φτιαχτεί ένα κόμμα των μελών του. Τι σημαίνει, όμως αυτό και πώς μπορεί να γίνει πράξη σε μια εποχή που η κεντρική πολιτική επικαιρότητα κινείται με τεράστια ταχύτητα, ενώ η κομματική ζωή είναι αναγκαστικά πολύ πιο αργή, με αποτέλεσμα η πληροφορία για όλα όσα συμβαίνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή να φτάνει στα μέλη αργά και εκ των υστέρων;
Καλούμαστε λοιπόν να ξεφύγουμε από την πεπατημένη των καταστατικών που υποτίθεται ότι δίνουν ορισμένα δικαιώματα στα μέλη, ενώ στην ουσία εστιάζουν στο να λύσουν τα ζητήματα των επιτελικών ομάδων μεταξύ τους. Ωστόσο, το ζήτημα της συμμετοχής του μέλους δεν λύνεται μόνο καταστατικά, αλλά κυρίως πολιτικά. Για να κατοχυρωθεί πραγματικά ο ρόλος της βάσης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων πιστεύω ότι πρέπει να παρέμβουμε στο θέμα του πολιτικού χρόνου και των σημερινών ρυθμών. Αν αποδεχτούμε την πολιτική ατζέντα που θέτουν οι αντίπαλοι, δεν θα προλαβαίνουμε τίποτα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μόνο ορισμένες επιτελικές ομάδες, οι οποίες θα παίρνουν γρήγορες αποφάσεις, ενώ η βάση θα αρκείται σε μια κινητοποίηση ή απλώς θα ψηφίζει. Αν όμως θέτουμε οι ίδιοι την ατζέντα, τα πράγματα αλλάζουν. Αν, για παράδειγμα, αποφασίσουμε να δουλέψουμε όλοι μαζί το ζήτημα της ανθρωπιστικής κρίσης που βιώνει η Ελλάδα, και σε αυτό το ρυθμό μπουν οι οργανώσεις του κόμματος, συλλέγοντας υλικό και παίρνοντας πολιτικές πρωτοβουλίες, τότε τα μέλη θα δημιουργούν γεγονότα και θα αποφασίζουν για την παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ. 

Ερ.: Με τον κόσμο με τον οποίο συναντιέται ο ΣΥΡΙΖΑ στα κινήματα, αλλά για διάφορους λόγους δεν επιθυμεί την κομματική ένταξη, τι γίνεται;. Συχνά, όταν το αποφασίζει αισθάνεται ότι έχει περιορισμένες δυνατότητες να διαμορφώσει την ατζέντα. Προβληματίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ως προς αυτά; Θα είναι κομμάτι των αναζητήσεων της επιτροπής καταστατικού εναλλακτικοί τρόποι οργάνωσης του κόμματος;

Απ.: Πράγματι, υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων που ενώ μας ψηφίζουν και ενώ είναι κοινωνικά ενεργοί, βλέπουν γενικά τα κόμματα με καχυποψία. Παρ’ όλα αυτά παρακολουθούν τις επεξεργασίες μας και συχνά συμμετέχουν ακόμη και στις συνελεύσεις μας. Επειδή στις σημερινές συνθήκες –αλλά και πάντα, εδώ που τα λέμε– δεν περισσεύει κανείς, πρέπει να βρούμε τρόπους να μονιμοποιήσουμε αυτή τη σχέση συνεργασίας και αλληλεπίδρασης. Το αν αυτό σημαίνει ότι εκτός από μέλη πρέπει να υπάρχουν και «φίλοι» του κόμματος ή κάτι άλλο, είναι σίγουρα ένα από τα θέματα στα οποία θα κληθεί η επιτροπή να απαντήσει.

Οπωσδήποτε, ξεκινάμε από μια αντιμνημονιακή βάση με σοσιαλιστική προοπτική, κάτι που προφανώς έχει ένα εύρος. Αυτό όμως αποτελεί και δύναμη. Από εκεί και πέρα καλούμαστε να δούμε τα ιδιαίτερα στρώματα. Έτσι, δίπλα στα παραδοσιακά εργατικά στρώματα υπάρχει ένα νέο προλεταριάτο. Παράλληλα, δεν υπάρχει ούτε μία εξέγερση παγκόσμια στην οποία να μην έπαιξε ρόλο ο άνεργος φοιτητής, ακόμη και πρόσφατα στις αραβικές χώρος. Σήμερα στην Ελλάδα αυτοί είναι πολλοί οι άνεργοι, με πτυχίο, υψηλή εκπαίδευση και χρόνο στη διάθεσή τους. Αν αυτοί θέλουν να αγωνιστούν αλλά ταυτόχρονα αμφισβητούν τα κόμματα ή αναζητούν νέες οργανωτικές διαρθρώσεις, θα τους κλείσουμε την πόρτα;     

Ερ.: Ένα άλλο ανοιχτό ζήτημα για τα αριστερά κόμματα είναι κατά πόσο τα παραδοσιακά οργανωτικά μοντέλα ανταποκρίνονται στις σύγχρονες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. 

Απ.: Τα τελευταία 30 χρόνια υπάρχει μια έλλειψη θεωρίας σε αυτό το ζήτημα. Έχουμε πολύ υλικό από διάφορες εμπειρίες, πολλά ερωτήματα, αλλά όχι μια συστηματική και αναλυτικά επεξεργασμένη απάντηση. Το ζήτημα όμως είναι κομβικό. Οι αλλαγές που έχουν γίνει στο εσωτερικό της εργατικής τάξης είναι τεράστιες, και άρα πρέπει να ξαναδούμε πώς ένα κόμμα της αριστεράς μπορεί να την εκφράσει, αλλά ακόμη και αν πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πιο ευρύ. Πρέπει να ξεπεράσουμε τα στερεότυπά μας, που λένε ότι το μόνο δυνατό κόμμα στο χώρο της Αριστεράς είναι το κόμμα νέου τύπου, και να αναζητήσουμε μια νέα θεωρία για ένα νέο κόμμα που θα μπορεί να περιγράψει, να οργανώσει και εκφράσει τις πραγματικές ανάγκες που ανακύπτουν σε μια πορεία κοινωνικού μετασχηματισμού, οι οποίες δεν είναι τόσο ξεκάθαρες όσο ήταν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

Παραδοσιακά η αριστερά σκεφτόταν ότι πρώτα καταλαμβάνουμε την πολιτική εξουσία και μετά αρχίζουν οι μεταβατικές διαδικασίες. Αυτό το σχήμα όμως δεν ξέρω αν ισχύει πλέον.  Παρόλο που η πολιτική εξουσία παραμένει κεντρικό ζήτημα, οι διαδικασίες μετάβασης μπορεί να ξεκινάνε πριν από την κατάληψη της εξουσίας. Έτσι και το κόμμα που θα παίξει κεντρικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία πας να φτιάξεις πρέπει να είναι προετοιμασμένο για κάτι τέτοιο και να γειώνεται ηγεμονικά στην κοινωνία, αντί να επιδιώκει να εκφράσει και να οργανώσει μια πρωτοπορία της εργατικής τάξης.

Ένα ερώτημα που προκύπτει, για παράδειγμα, είναι ποιες πρέπει να είναι οι βασικές μονάδες οργάνωσης ενός νέου κόμματος. Παλιότερα τα κόμματα οργανώνονταν στη βάση του επαγγέλματος και στους χώρους δουλειάς. Τώρα που η άρνηση της ζωντανής εργασίας διευρύνεται πολύ, ίσως πρέπει να αναζητήσουμε παράλληλα μοντέλα οργάνωσης, και δεν εννοώ μόνο με βάση τον τόπο διαμονής. Όλα αυτά όμως πρέπει να συντεθούν σε μια ενιαία, συνεκτική πρόταση. Την ίδια ώρα, δεν πιστεύω ότι πρέπει στη λογική του «πλήθους», όπως το θέτει ο Νέγκρι, γιατί το στοιχείο της εργασίας διατηρεί ακόμη μια κεντρικότητα, παρά τις άυλες και αποσπασματικές μορφές που αυτή παίρνει. Έτσι, η ανάγκη είναι να ενωθεί αυτό το νέο προλεταριάτο και όχι το πλήθος, κάτι σίγουρα περισσότερο επίπονο και απαιτητικό.

Μέσα σε όλη αυτή τη συζήτηση το υβριδικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς κατορθώσαμε το τελευταίο διάστημα να συνομιλήσουμε με υποτελή στρώματα και έτσι μπορούμε να αναρωτιόμαστε με πιο τρόπο δώσουμε μόνιμα χαρακτηριστικά σε αυτή τη σχέση. 

Ερ.: Η προσέγγιση όλων των παραπάνω ερωτημάτων θέτει αναπόφευκτα και κάποια ζητήματα μεθοδολογίας. Πώς πρόκειται να κινηθεί η επιτροπή καταστατικού; 

Απ.: Δεν ξεκινάμε από το μηδέν, αυτό είναι βέβαιο. Αν εξαιρεθούν απολύτως διαδικτυακά κόμματα, όπως οι Πειρατές, λίγο πολύ όλα τα υπόλοιπα έχουν μια βασική λογική διάρθρωση: μέλη, οργανώσεις βάσης, ανώτερα όργανα, σχέσεις με κράτος, τοπική αυτοδιοίκηση, κυβέρνηση κ.λπ. Όταν μπεις όμως στην ουσία της συζήτησης, θα πρέπει όντως να αποφασίσεις πού θα δώσεις το βάρος. Θεωρώ ότι η έμφαση δεν πρέπει να δοθεί στους κανόνες για το πώς οι τάσεις θα συνυπάρχουν και θα λειτουργούν μέσα στο κόμμα, αλλά περισσότερο στο τι γίνεται με τον κόσμο του κόμματος, με ποιον τρόπο εκφράζεται, με ποιον τρόπο ακούγεται η φωνή του. Πρέπει επίσης να λειτουργήσουμε ανοιχτά όλο αυτό το διάστημα, να είναι όλη η συζήτηση της επιτροπής διαθέσιμη στα μέλη, ακόμη και να εγκαινιάσουμε τρόπους επικοινωνίας με όσους επιθυμούν να συμβάλουν στην προσπάθειά μας, π.χ. μέσα από το διαδίκτυο. Το αίτημα των μελών για συμμετοχή δεν είναι μόνο δίκαιο, αλλά επίσης μπορεί να δώσει νέες, πολύτιμες ιδέες και πληροφορίες.

Ερ.: Από τη σύγχρονη πολιτική θεωρία γνωρίζουμε ότι η συμμετοχή στην κρατική εξουσία γίνεται όχι μόνο από θέσεις κυβερνητικές αλλά και από αντιπολιτευτικές. Πώς λοιπόν το κόμμα, τα στελέχη του, οι επιστημονικοί συνεργάτες, η αυτοδιοίκηση, τα γραφεία των βουλευτών και του προέδρου κ.λπ., όχι μόνο τα θεσμικά όργανα δηλαδή, εμπλέκονται σε αυτή τη διαδικασία διακυβέρνησης, κυριαρχείται σήμερα από πελατειακές σχέσεις και  διαπλοκή; Χρειάζεται ένας κώδικας αρχών στη βάση του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ συνδιαλέγεται, παρεμβαίνει και συμμετέχει στο κράτος; 

Απ.: Αυτό είναι ένα κεντρικό ζήτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα και ένα από τα καινούρια θέματα που μας έχει βάλει η ζωή. Αν επρόκειτο δηλαδή απλώς να αντιγράψουμε ένα παλιό καταστατικό και να κάνουμε μία μόνο προσθήκη, θα έπρεπε να είναι πάνω σ’ αυτό. Όπως λοιπόν η αστική τάξη προχώρησε σε μια διάκριση εξουσιών για να φυλάγεται κατά κάποιον τρόπο, έτσι πρέπει κι εμείς να κάνουμε μια διάκριση επιπέδων και να δούμε ότι άλλο είναι το κίνημα, άλλο το κόμμα, άλλο η εξουσία κι άλλο η κυβέρνηση.

Για να προστατευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ από τον κρατισμό και τον κυβερνητισμό πρέπει να βρούμε κάποιους κανόνες. Γιατί το πιο εύκολο –και το έχουμε δει να συμβαίνει συχνά στην ιστορία– είναι το κόμμα να μην παίζει κανένα ρόλο στα πράγματα, να εστιαστεί όλη η προσπάθεια στα της διακυβέρνησης και το κόμμα να υπάρχει μόνο για μια τυπική επικύρωση αποφάσεων. Αυτός ο κίνδυνος πρέπει να αποφευχθεί, κάτι που απαιτεί αυτό το ιδιαίτερο κόμμα που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ –ένα κίνημα υπό διαρκή μετάβαση και μετασχηματισμό– να βρίσκεται πολύ ψηλά στην ηθική και στην αντίληψη του μέλους. Το μέλος να πιστεύει βαθιά ότι δεν μπορεί να γίνονται πράγματα ερήμην του.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε τις πρακτικές αποφάσεις, ώστε η όποια κρατική, κυβερνητική δουλειά να μην απορροφήσει το σύνολο των στελεχών. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, ένα μεγάλο κομμάτι να μείνει εκτός αυτής της προσπάθειας, αλλά παράλληλα θα πρέπει να του δώσουμε κύρος, ρόλο και δύναμη, ώστε να έχει νόημα να κρατάει μια δομή, η οποία με τη σειρά της θα στηρίζει όλα όσα γίνονται σε κυβερνητικό επίπεδο. Ιδίως για το ζήτημα της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων το κόμμα πρέπει να είναι ο πιο αυστηρός κριτής, ένας ελεγκτικός μηχανισμός όλης της υπόλοιπης διαδικασίας.

Ερ.: Ας κλείσουμε με ένα ειδικό θέμα. Πρέπει στο καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ να προβλέπονται ποσοστώσεις για την εκπροσώπηση κάποιων κατηγοριών μελών στα όργανα;

Απ.: Συνήθως όταν μιλάμε για ποσοστώσεις σκεφτόμαστε την ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών. Πιστεύω όμως ότι πέρα από αυτό πρέπει να προβληματιστούμε και για κάποιες άλλες κατηγορίες. Για παράδειγμα πρέπει να βρούμε τρόπους να αναδειχθούν άνθρωποι μεταξύ των καινούριων μελών του κόμματος, αυτών που μας προσέγγισαν το τελευταίο διάστημα, όπως επίσης να υπάρχει μια ισορροπημένη εκπροσώπηση όλων των γενεών στα όργανα, έτσι ώστε νεότεροι άνθρωποι να βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης και να ζυμώνονται με τους παλιούς, χωρίς να αποκλείονται από τις κομματικές επετηρίδες. Υπάρχουν τέλος όσοι δεν θέλουν να είναι μέλη τάσεων, που επίσης δεν πρέπει να χαθούν, οπότε πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους να διασφαλίζεται και η δική τους εκπροσώπηση στα όργανα.
Tagged : / / /