Ομιλία στο σεμινάριο για την “Αριστερά του 21ου αιώνα” στα πλαίσια του Resistance Festival 2015 (Ταρίκ Αλί, Σαμίρ Αμίν, Γκαρσία Αλβάρο Λινέρα, Ρούντι Ρινάλντι)
Ετικέτα: αριστερά
Για το πρόγραμμα που έχουμε ανάγκη, κείμενο του Ρ. Ρινάλντι και της Ε. Σωτηρίου, 11/9/2014
«Ένας λαός κινείται όταν υπάρχει κινούσα ιδέα που θα βάλει φωτιά στην ψυχούλα του. Μια κινούσα ιδέα, η οποία θα τον συναρπάσει, θα τον συνεγείρει για να τους σαρώσει. Αυτή την κινούσα ιδέα θα την πούμε στρατηγική αντίληψη για να βγούμε από τα αδιέξοδά μας. Τι είναι αυτό το στρατηγικό δια ταύτα; Πρέπει να είναι κάτι το πάρα πολύ απλό. Να είναι σαφές, να είναι κρουστικό, για να είναι πειστικό, να το πάρει ο κόσμος, να το κάνει τραγούδι και αυτό να τον οδηγεί.» Λαοκράτης Βάσσης “Διαπερνώντας το τείχος των εμπλοκών στην Ελλάδα της κρίσης”, 2/12/2013
Με βάση τη μέχρι τώρα συζήτηση και επεξεργασία, στις σχετικές επιτροπές και διαδικασίες σχετικά με το πρόγραμμα, έχουμε να εκθέσουμε και να κοινωνήσουμε τις ακόλουθες σκέψεις, με σκεπτικό πάντα την ουσιαστικότερη αντιμετώπιση των σύνθετων, δύσκολων επιλογών-καθηκόντων που τίθενται σε όσους και όσες αναζητούν μια διέξοδο της χώρας και της κοινωνίας και εκφράζοντας τη βαθύτερη ανησυχία μας για την κατεύθυνση αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε-απαντάμε στις ανάγκες και τις προκλήσεις της περιόδου.
1.
Η όποια τοποθέτηση δε γίνεται σε κενό χρόνου. Έχουν μεσολαβήσει δυο χρόνια από τις εκλογές του 2012, τότε που ο λαός στήριξε την ελπίδα του στο ΣΥΡΙΖΑ, εμπιστεύτηκε –σε ένα βαθμό- το ΣΥΡΙΖΑ, ως φορέα μεγάλης πολιτικής αλλαγής και διεξόδου της χώρας. Πρέπει να αναρωτηθούμε λοιπόν τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό το ποσοστό, αυτή την εμπιστοσύνη, αυτό το καθήκον. Πως υπηρέτησε τη λαϊκή απαίτηση: τι πολιτικό φορέα έφτιαξε, τι πολιτικές πρωτοβουλίες πήρε, πόσο συνέβαλε στην οργάνωση του λαϊκού κινήματος, στην ανύψωση του φρονήματος, στη δημιουργία ενός μεγάλου πολιτικού ρεύματος ικανού να γκρεμίσει το σάπιο πολιτικό σύστημα, να ανοίξει το δρόμο για μια Ελλάδα της προκοπής και της δημοκρατίας. Η απάντηση είναι προφανής: ελάχιστα σε αυτήν την κατεύθυνση.
2.
Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν γύρω από την έννοια και τη σημασία του «προγράμματος». Η βασική ερώτηση στην οποία πρέπει να απαντήσουμε είναι τι πρόγραμμα έχουμε ανάγκη και για ποιο σκοπό. Γιατί αυτό που είναι αναγκαίο στις παρούσες συνθήκες δεν είναι άλλο ένα κυβερνητικό πρόγραμμα παρουσίασης «λύσεων» από κάποιους ειδικούς στα προβλήματα κάποιων άλλων, από τους οποίους ζητείται απλά εκλογική υποστήριξη. Ζητούμενο και αναγκαίο είναι ένα σχέδιο δράσης για την ελληνική κοινωνία, το οποίο θα καταρτίζεται ανοιχτά, δημόσια και θα βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τις λαϊκές τάξεις και τους ενεργούς πολίτες.
3.
Το πρόγραμμα μιας δύναμης που αναζητά την διέξοδο της χώρας τόσο στην κατάρτισή του, την εξαγγελία του και την εφαρμογή του, οφείλει:
α) να ξεκλειδώνει σε κάθε τομέα τις δημιουργικές δυνάμεις των πολιτών, αφού αυτές αποτελούν το σπουδαιότερο παράγοντα διεξόδου από το σημερινό τέλμα,
β) να προωθεί μια τεράστια αλλαγή στο περιεχόμενο της πολιτικής και των αποφάσεων, να προωθεί μια δημοκρατική επανάσταση στον τρόπο που η κοινωνία σχεδιάζει και υλοποιεί το μέλλον της,
γ) να οδηγεί στην ανάκτηση της αξιοπρέπειας του λαού, που δεν μπορεί να έρθει σαν δευτερεύουσα συνέπεια οικονομικής δραστηριότητας με οδηγό το κέρδος,
δ) να διαπερνιέται από ένα συλλογικό παραγωγικό όραμα, ικανό να συγκινήσει ευρύτατα στρώματα του ελληνικού λαού.
4.
Η κατάρτιση ενός προγράμματος οφείλει να περιλαμβάνει την αποτύπωση της συγκυρίας (παραγωγική αποδιάρθρωση, από ποιους κλάδους προέκυψαν οι άνεργοι, τι μορφωτικό επίπεδο και ηλικία έχουν κ.λπ.), τον καθορισμό του κεντρικού στόχου (π.χ. σοσιαλισμός, σωτηρία του λαού κ.λπ.) και τη διαδικασία μετάβασης μέσω της επίτευξης βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων – που όμως θα συνδέονται και θα εξυπηρετούν την επίτευξη του βασικού στόχου. Π.χ. η άμεση λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της φτώχειας συνδέεται με την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας και του φρονήματος του λαού, που είναι απαραίτητος όρος για την ανάδειξή του σε πρωταγωνιστή της διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Εξίσου σημαντική είναι και η διαδικασία εκπόνησης του προγράμματος: τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα θα πρέπει να συμμετέχουν οργανωμένα στη διαμόρφωση του προγράμματος, επειδή μόνο έτσι θα το αποδεχθούν συνειδητά και θα παλέψουν για την υλοποίησή του.
5.
Με βάση αυτά τα κριτήρια πρέπει να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα του προγράμματος. Με έμφαση στις κεντρικές ιδέες, με σαφήνεια στους βασικούς πυλώνες, με προτεραιότητα στην πολιτική κοστολόγηση έναντι της οικονομικής. Σε γενικές γραμμές, η πρόταση (το σχέδιο) μοιάζει να απαντά σε τρέχουσες ανάγκες της επικοινωνιακής πολιτικής και δεν βρίσκεται στην τροχιά σύναψης μιας προγραμματικής συμφωνίας, που θα θεωρεί προτεραιότητα για την υλοποίησή της την ενεργό δράση του λαϊκού παράγοντα. Το πρόγραμμα δεν μπορεί να είναι συρραφή προτάσεων διαφόρων τμημάτων χωρίς εσωτερική συνοχή και στόχους, δεν μπορεί να είναι κατάλογος μέτρων σε κάθε τομέα.
Το σχέδιο αδυνατίζει ακόμα περισσότερο εξαιτίας και του αποσπασματικού τρόπου με τον οποίο συζητείται. Δεν μπορείς να συζητάς τα μέτρα για τη φορολογία χωρίς να τα συνδέεις με την αναγκαία αύξηση των δαπανών για την υγεία και την παιδεία ή τη χρηματοδότηση του προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης κ.λπ.
6.
Η χώρα πρέπει να ξαναβρεί την αυτοεκτίμησή της, τη δημιουργική ψυχή-στυλοβάτη της παραγωγικής της υπόστασης. Να ανασυστήσει πάνω σε νέα ήθη και νοοτροπίες την ιδιαίτερη επιστημονική, τεχνολογική και προπαντός τεχνική ενδογενή της βάση, που είναι ο ελάχιστος αναγκαίος όρος για να υπερβεί τα αδιέξοδα και να ανακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία. Άρα ο πυλώνας της παραγωγικής ανασυγκρότησης –μαζί με αυτόν της πραγματικής δημοκρατίας– είναι θεμελιακός. Αν δεν τονίζεται ότι χωρίς παραγωγική ανασυγκρότηση και χωρίς πραγματική δημοκρατία δεν είναι δυνατή μια διέξοδος της χώρας, οδηγούμαστε σε κανάλια διαχειριστικών κεντροαριστερών προτάσεων και κεντροαριστερών. Τότε, λαός, κοινωνία, χώρα θα είναι δίχως πυξίδα και βυθισμένα στην κρίση. Χωρίς την ενεργό συσπείρωση λαού και κοινωνίας γύρω από αυτούς τους δύο πυλώνες, καμία πολιτική ρήξεων και αξιοπρέπειας δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.
7.
Είναι αναγκαία μια συγκεκριμένη ανάλυση – αιτιολόγηση – αποσαφήνιση της σημερινής ελληνικής και διεθνούς παραγωγικής πραγματικότητας, την οποία εκμεταλλεύεται στο έπακρο ο κυρίαρχος νεοφιλελεύθερος λόγος. Διότι η απουσία ενός στ’ αλήθεια εναλλακτικού λόγου, απολύτως επί του συγκεκριμένου, είναι εκείνη που χαρίζει κατά βάθος και αμαχητί την πρωτοβουλία των κινήσεων στα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα.
Όπως είπε και ο πρόεδρος Αλέξης Τσίπρας, «κανείς δεν πάει στη σύγκρουση για να θυσιαστεί. Πάει στη σύγκρουση για να νικήσει»: πράγμα αδύνατο αν δεν διαθέτει σαφέστατη συγκεκριμένη ανάλυση του πραγματικού ζητήματος, των αληθινών προοπτικών που ανοίγονται και της πραγματικής υποκειμενικής του δυνατότητας να συνεισφέρει στη λύση – όχι απλά σαν ψηφοφόρος αλλά κυρίως σαν ενεργό κοινωνικό, πολιτικό και παραγωγικό υποκείμενο.
8.
Επανερχόμαστε στην εκτίμηση ότι το κεντρικό πρόβλημα της χώρας είναι πολιτικό και όχι οικονομικό. Με την έννοια πως οποιαδήποτε αλλαγή επί της ουσίας έχει πολιτικά προαπαιτούμενα, και έπονται οι οικονομικές δυνατότητες και οι δυσκολίες που θα παρουσιαστούν. Όπως είναι αναγκαία μια μεγάλη πολιτική αλλαγή (σωστά γίνεται λόγος για δημοκρατική επανάσταση), έτσι και για κάθε μέτρο του προγράμματος, αλλά και για το σύνολό του, η πολιτική κοστολόγηση προηγείται της οικονομικής. Η παραμονή στο στείρο έδαφος ενός οικονομισμού, αντί να απελευθερώνει και οικονομικές δυνατότητες, οδηγεί σε εγκλωβισμό στους νεοφιλελεύθερους μονόδρομους. Με άλλα λόγια, προτάσσουμε σε κάθε πρόταση, μέτρο, τμήμα, σύνολο του προγράμματος μια πολιτική κοστολόγηση: τι σημαίνει η εφαρμογή τους, ποιοι τη στηρίζουν, τι κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός δημιουργείται από την προώθησή του κ.λπ.
9.
Είναι διαφορετική η πολιτική κοστολόγηση μέτρων ενός προγράμματος που έχει ενεργό λαϊκή στήριξη, είναι άλλη αν εκφράζει μια «προοδευτική κυβέρνηση» με δυνάμεις που ερωτοτρόπησαν με το μνημονιακό κατεστημένο, είναι άλλη αν εκφράζει μια εναλλαγή στην ίδια ρότα και δεν προωθεί τομές.
Ο κεντρικός στόχος της παραγωγικής ανασυγκρότησης δεν στηρίζεται απλά στο τι είναι «εφικτό» με τους όρους του εκσυγχρονισμένου μεταπρατικού μοντέλου ή του μοντέλου της αποικίας χρέους που έχουν επιβληθεί. Σε αυτή τη βάση δεν υπάρχει πραγματοποιήσιμη παραγωγική ανασυγκρότηση. Η παραγωγική ανασυγκρότηση είναι μια κινούσα κεντρική ιδέα και στόχος που έχει στρατηγική σημασία, και επιζητείται η καταρχήν πολιτική συσπείρωση και στήριξη ενός τέτοιου μάχιμου στόχου. Αφού τεθούν κεντρικοί στρατηγικοί στόχοι –αναγκαίοι για μια διαφορετική πορεία– τότε αναζητούνται και μπαίνουν σε κίνηση όλες εκείνες οι υλικές και πνευματικές δυνάμεις που τον στηρίζουν και μπορούν να τον προωθήσουν. Η απλή διατύπωση του στόχου σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, χωρίς ένα πολιτικό κίνημα για την παραγωγική ανασυγκρότηση, δεν θα σημάνει την υλοποίησή του – ακόμη κι αν υπάρχουν οι καλύτεροι σχεδιασμοί.
10.
Δεδομένου του προεκλογικού αρώματος της συγκυρίας, πρέπει να δούμε τη διαφορά μεταξύ εκλογών και εκλογικίστικης αντίληψης, όπως και μεταξύ κυβέρνησης και λογικής κυβερνητισμού. Δηλαδή, το εκλογικό-κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να είναι ούτε ένα εκλογικίστικο πρόγραμμα επικοινωνιακού χαρακτήρα απλά και μόνο για να πάρουμε τις εκλογές, ούτε μια τεχνοκρατική παράθεση των πολιτικών και διοικητικών μέτρων που θα εφαρμόσει η κυβέρνηση. Στην ιστορικά κρίσιμη κατάσταση που βιώνουμε, κάτι τέτοιο θα ήταν στην πραγματικότητα ένας διόλου βοηθητικός τυχοδιωκτισμός.
11.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται πράγματι ένα πρόγραμμα, τόσο για να κερδίσει τις εκλογές όσο και για να κυβερνήσει. Το να πείσει όμως ο ΣΥΡΙΖΑ το εκλογικό σώμα δεν είναι ζήτημα απλώς επικοινωνιακό, όπως και το να κυβερνήσει δεν είναι απλώς ζήτημα κυβερνητικών μέτρων. Το να «πείσεις» το λαό σημαίνει να τον εμπνεύσεις να πάρει μέρος σε μια μεγάλη αναμέτρηση που αφορά τη διέξοδο της χώρας (ορίζοντας τι σημαίνει νίκη, εναντίον ποιων ακριβώς αγωνίζεται, πώς θα τους νικήσει, και με τι ρίσκα). Και το να «κυβερνήσεις» σημαίνει να διεξάγεις αυτή τη μεγάλη προσπάθεια όχι εν ονόματι του λαού ή έστω με την ανοχή του· χρειάζεται η ουσιαστική συσπείρωση και ενεργός εμπλοκή του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται ένα πρόγραμμα, και ο τόπος έχει απόλυτη ανάγκη από ένα πολιτικό κίνημα διεξόδου της χώρας. Διακυβέρνηση σε προοδευτική κατεύθυνση χωρίς ένα λαϊκό κίνημα διεξόδου, χωρίς μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, δεν είναι ρεαλιστική.
Στην πολιτική πάλη δεν υπάρχει γενικώς «ευτυχές τέλος» όπως στις ταινίες. Στις σύγχρονες συνθήκες ακόμα και τα ελάχιστα απαιτούν μια μεγάλη αλλαγή. Ακόμα και το απλό νοικοκύρεμα απαιτεί τεράστια πολιτική στήριξη. Η στήριξη για να έρθει, απαιτεί σαφήνεια στόχων κι όχι απλή διαχείριση εντός πλαισίου.
Δεν μπορούν να γίνουν αλλαγές με απλή χρησιμοποίηση και στήριξη στον υπάρχοντα κρατικό μηχανισμό. Χρειάζεται έλεγχος, διαφάνεια, αρετές, αποφασιστικότητα απέναντι σε όποιον βάζει το χέρι στο μέλι, νέοι θεσμοί λαϊκής συμμετοχής και ελέγχου κλπ. Γιατί δεν θέλουμε να ξαναζήσουμε εκφυλιστικά φαινόμενα τύπου ΠΑΣΟΚ.
12.
Για όλα αυτά χρειάζεται ένα συνεκτικό «επιχειρησιακό σχέδιο», κι αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα πρέπει να έχει το πρόγραμμα. Να είναι ένα καθολικό «επιχειρησιακό σχέδιο» που η ελληνική κοινωνία, και η Αριστερά ως ηγέτιδα πολιτική της δύναμη, οφείλει να φέρει σε πέρας μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό ορίζοντα. Υπό την έννοια αυτή, το πρόγραμμα οφείλει να καλύπτει τρεις βασικές λειτουργίες:
• Να ορίζει το πλαίσιο διεξαγωγής της αντιπαράθεσης/διεξόδου, με κεντρικό αλλά όχι αποκλειστικό πεδίο την κυβέρνηση (γενικός σκοπός, επιμέρους στόχοι, φίλοι-εχθροί, μέτρα-δράσεις, εναλλακτικά σενάρια).
• Να προσδιορίζει τους ιδιαίτερους επιμέρους ρόλους και τις αναγκαίες συνέργειες κυβέρνησης, κόμματος, κινημάτων, κοινωνίας.
• Να εντάσσει το «επιχειρησιακό σχέδιο» σ’ έναν ευρύτερο στρατηγικό ορίζοντα μετάβασης και κοινωνικού μετασχηματισμού (πράγμα αναγκαίο όχι μόνο για τη σύνδεση του σημερινού αγώνα με μια απώτερη προοπτική, αλλά και για την τρέχουσα συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ και όλου του κοινού μετώπου).
13.
• Ορίζοντας το χαρακτήρα της αναμέτρησης ως αντιμνημονιακό-αντινεοφιλεύθερο· για το σταμάτημα της εθνικής και κοινωνικής καταστροφής· για τη σωτηρία και την ανασυγκρότηση της χώρας,
• Ορίζοντας σαν αντίπαλο τη συγκυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα, την τρόικα, τα κυρίαρχα ΜΜΕ, τη κρατικοδίαιτη παρασιτική ολιγαρχία (μεγαλοεργολάβοι, μεγαλοτραπεζίτες, μεγαλολαθρέμποροι κ.λπ.), οφείλουμε να συγκροτήσουμε ένα πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα διεξόδου που θα στηρίζεται σε:
• ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ: Εργαζόμενοι + Μικρά και μεσαία στρώματα.
•ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ: ΣΥΡΙΖΑ + το αντιμνημονιακό/αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο.
Το πρόγραμμα που θα στηρίζει και θα στηρίζεται σε τέτοιες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες, πρέπει να είναι οικονομοτεχνικά, διοικητικά και πολιτικά εφικτό και αποτελεσματικό.
14.
Βασικά στοιχεία του προγράμματος:
Νέα μεταπολίτευση του λαού – Ειρηνική δημοκρατική επανάσταση – Παραγωγική ανασυγκρότηση – Κοινωνική χειραφέτηση.
• Πραγματική δημοκρατία (λαϊκή κυριαρχία, απόδοση δικαιοσύνης) – αιχμές:
- Πολιτικός εξοστρακισμός (πολιτικό προσωπικό, ΜΜΕ)
- Νέα πολιτειακή διάρθρωση (λαϊκή συμμετοχή, διάκριση εξουσιών, νέο σύνταγμα)
• Σεισάχθεια (εξωτερική και εσωτερική) – Παραγωγική ανασυγκρότηση
- Εργαζόμενοι-συνταξιούχοι (μισθοί-συντάξεις) / Μικρομεσαίοι (φορολογία-ασφαλιστικό-δάνεια)
- Κοινά αγαθά – Δημόσια διοίκηση: εξυγίανση, παραγωγικότητα-δημιουργικότητα, αξιοκρατία
- Εναλλακτικές πρακτικές: αυτοδιαχειριστικές / συλλογικές πρωτοβουλίες, κοινωνική οικονομία.
- Εθνική και κοινωνική συνοχή – Ασφάλεια – Αλληλεγγύη – Μεταναστευτικό
- Γεωπολιτικός αναπροσανατολισμός – Ανεξαρτησία, συνεργασία, αμυντική θωράκιση (Ευρώπη, Βαλκάνια, Μεσόγειος, Ανατολική Μεσόγειος-Μέση Ανατολή)
15.
Δύο φορές μέσα σε λίγο διάστημα η ευρωκρατία και ο μερκελισμός έδειξαν τις προθέσεις τους για τον ευρωπαϊκό Νότο. Αναφερόμαστε στον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν στην Κύπρο, τόσο πριν ένα χρόνο, όταν της έσπασαν τη σπονδυλική στήλη (το τραπεζικό σύστημα), όσο και τώρα, που για να εκταμιεύσουν τη δόση των 350 εκατ. ευρώ απαίτησαν να παρθούν πίσω μέτρα προστασίας της πρώτης κατοικίας που είχε θεσπίσει η κυπριακή βουλή. «Ο μύθος ομιλεί για εμάς», και δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε πως μια διαπραγμάτευση θα λήξει με ευνοϊκά για μας αποτελέσματα. Μάλλον για το αντίθετο ενδεχόμενο πρέπει να προετοιμαζόμαστε και να έχουμε εναλλακτικές. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σίγουρη η θετική έκβαση της διαπραγμάτευσης σε κάθε περίπτωση. Έχουμε να κάνουμε με κυνικούς αδίστακτους, σκληρούς αντιπάλους…
16.
Συμπερασματικά: Χωρίς αφύπνιση της κοινωνίας και καλλιέργεια φρονήματος του λαού σχετικά με το τι συμβαίνει και το τι καλείται από εμάς να κάνει, πλήττεται θανάσιμα η προοπτική διεξόδου της χώρας αλλά και η βιωσιμότητα όποιου κυβερνητικού σχήματος σε περίπτωση «ατυχήματος» του μνημονιακού μπλοκ. Αν καταφέρουμε να δώσουμε ένα διαφορετικό στίγμα, να ανυψώσουμε το φρόνημα των πολιτών τότε είναι δυνατή η ανατροπή της κυβέρνησης και η διεκδίκηση της αυτοδυναμίας. Χωρίς μετατόπιση της κοινωνίας δεν μπορεί να υπάρξει θετική διέξοδος. Χωρίς μετατόπιση της κοινωνίας η λιτότητα θα είναι το πρόγραμμα οποιασδήποτε κυβέρνησης. Η ιστορία έχει διδάξει ότι δεν υπάρχουν μεγάλα κοινωνικά εγχειρήματα και κατακτήσεις χωρίς μαζική λαϊκή συμμετοχή, χωρίς την ύπαρξη ενός αριστερού πολιτικού κινήματος. Αντί λοιπόν για το «σύνθημα»: όλα για την κυβέρνηση, να πούμε όλα για την προετοιμασία του λαού…… Και το πρόγραμμά μας αυτό το σκοπό πρέπει να υπηρετεί.
*****
Όσα αναφέρθηκαν αποτελούν μια τοποθέτηση που θέλει να συμβάλλει στην πορεία διεξόδου της χώρας, στην ανασυγκρότηση του μαζικού λαϊκού κινήματος, στη διαμόρφωση του αναγκαίου σχεδίου δράσης για μια διαφορετική πορεία στην Ελλάδα και την Ευρώπη μέσα σε ιδιαίτερα κρίσιμες γεωπολιτικά συνθήκες.
11/9/2014
Ελένη Σωτηρίου
Ρούντι Ρινάλντι
Μέλη της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ
Πολιτική, ηθική, Αριστερά…, άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.217, 6/6/2014)
Στη συνεδρίαση της Kεντρικής Eπιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ για τον ορισμό υποψηφίων για τις περιφέρειες (1/4/2014), αμέσως μετά τη δήλωση της σ. Ελένης Πορτάλιου, είχα αναφέρει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή η απαίτηση να ξανασυνδεθεί η πολιτική με την ηθική, να ηθικοποιηθεί η πολιτική. Στην πραγματικότητα, το αίτημα αυτό μας έχει έρθει από πολλά μαζικά κινήματα, αλλά και με την αυθόρμητη απόρριψη της πολιτικής “ως τέχνης του εφικτού”, του ωφελιμισμού, του πραγματισμού.
Η έλλειψη της ηθικής, όπως τονίζει ο φιλόσοφος Κάρελ Κόσικ, οδηγεί σε ένα κενό: το άτομο-πολίτης δεν έχει κανένα κριτήριο για το τι είναι θετικό και τι αρνητικό, τι είναι σωστό και τι λάθος» (1/2/2014).
Λίγο καιρό μετά ξανααναφέρθηκα στα λόγια αυτά στη δήλωσή μου για το ατυχές δημοσίευμα της Αυγής και την εύκολη πρακτορολογία που αναπαρήγαγε (24/4/2014).
Τούτες τις μέρες, λίγες μόνο μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, νομίζω ότι έχουν πάλι την ίδια και ίσως περισσότερη σημασία.
Η βαθιά ανησυχία, η απέχθεια που προκαλούν σε κάθε δημοκρατικό πολίτη οι εικόνες των χρυσαυγιτών που παρελαύνουν μέσα στη Βουλή ή φωνασκούν έξω από αυτήν πρέπει να μας θέσει όλους σε εγρήγορση. Και μάλιστα όχι μόνο κινηματική ή γενικά πολιτική εγρήγορση, αλλά σε μια επίμονη αναζήτηση των αιτιών για τις οποίες πάνω από 500.000 συμπολίτες μας καταλήγουν να ψηφίζουν αυτό το κόμμα-όνειδος για το λαό μας.
Αν εμβαθύνουμε σε αυτές τις αιτίες, θα διακρίνουμε ότι μια βασική είναι η δυσπιστία, η αγανάκτηση για το πολιτικό σύστημα. Ο μέσος πολίτης δεν δείχνει καμιά εμπιστοσύνη στους πολιτικούς, γιατί τους ταυτίζει με τον εμπαιγμό και την κοροϊδία των απλών ανθρώπων, τους ταυτίζει με την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων, δηλαδή, τους θεωρεί θεμελιακά ανήθικους.
Δεν φτάνει, επομένως, η Αριστερά να διακηρύσσει τη διαφορετική ηθική της, χρειάζεται οπωσδήποτε να αποδεικνύει έμπρακτα ότι διαθέτει άλλη ηθική, γιατί η ηθική αποδεικνύεται πρωτίστως στις στάσεις και τις συμπεριφορές και όχι στις διακηρύξεις.
Κι εδώ η ριζοσπαστική Αριστερά, που θέλει να πείσει όσο το δυνατόν ευρύτερα τμήματα του ελληνικού λαού, πρέπει να προσπαθήσει ακόμη πολύ. Εκπτώσεις σε ζητήματα αξιών, όπως είναι η προτεραιότητα της ζωής και της φύσης έναντι των επιχειρηματικών συμφερόντων, δεν επιτρέπονται. Προσαρμοστικότητα και ανοχή σε παρα-πολιτικά φαινόμενα εισβολής των επιχειρηματιών του ποδοσφαίρου στην διαχείριση των δήμων (και των κονδυλίων του ΕΣΠΑ) δεν νοείται.
Αμήχανες συμπεριφορές που δεν μπορούν να υποστηρίξουν δημόσια τις προσωπικές επιλογές δεν αντιστοιχούν στην Αριστερά που εμπνεύστηκε από τα συνθήματα του Μάη «το προσωπικό είναι πολιτικό».
Η μεγάλη δύναμη της κυρίαρχης ιδεολογίας και του κυρίαρχου λόγου περί ηθικής είναι ότι είναι εμπεδωμένη σε όλους τους ανθρώπους και όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το καθήκον της Αριστεράς είναι, αφού συνειδητοποιήσει αυτήν την πραγματικότητα, να δημιουργήσει βήμα-βήμα (αλλά και με άλματα) μια ανταγωνιστική ηθική που να αφορά το σύνολο των καταπιεσμένων ανθρώπων.
Εκεί θα κριθεί τελικά η νίκη της, είτε πριν είτε μετά την όποια εκλογική επικράτηση. Γιατί, διαφορετικά, η κυρίαρχη επίπλαστη ηθική έχει τρόπο να ενσωματώνει όλες τις «φωνές». Αυτή άλλωστε δεν είναι η μεταμοντέρνα συνθήκη;
«Το θεριό κι ο Γιάννης», άρθρο στο Δρόμο της Αριστεράς (φ.181, 28/9/2013)
εικόνα: Δημήτρης Θ. Αρβανίτης (δρόμος της αριστεράς φ.177) |
Οι ανεπαρκείς αναλύσεις της Αριστεράς και η επιχείρηση «απεγκλωβισμού».
«Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη» λέει η παροιμία. Πώς μπορούν να οριστούν δυο τέτοιες πλευρές σε όσα συμβαίνουν σήμερα; Οι διαστρεβλωτικές και παραμορφωτικές παρεμβάσεις είναι πολλές και έτσι οι πρωταγωνιστές δεν διακρίνονται καθαρά και η εικόνα μένει σκόπιμα θολή.
Πώς βλέπει η Αριστερά το γενικό κάδρο των εξελίξεων και πώς αντιλαμβάνεται το δικό της ρόλο μέσα σε αυτό; Για να αρχίσουμε να γινόμαστε πιο σαφείς, είναι το μνημονιακό σύστημα και οι παραφυάδες του η μια πλευρά και η Αριστερά, ο αγωνιζόμενος λαός η άλλη; Ή μήπως από τη μια βρίσκονται όλες οι δυνάμεις ενός «συνταγματικού τόξου» και η Χρυσή Αυγή με όλες τις διασυνδέσεις της από την άλλη;
Ήταν και είναι επαρκής, η ανάλυση της Αριστεράς για την κατάσταση που εκτυλίσσεται; Είναι αποτελεσματική η στάση και η συμπεριφορά της; Μέσα από ποια σχήματα ερμηνεύτηκαν τα όσα έγιναν από την δολοφονία του Παύλου Φύσσα ως τώρα και ποιο ρόλο διαδραμάτισε μέχρι στιγμής η Αριστερά στο νέο σκηνικό που στήνεται με δυναμικότερους παράγοντες την Ν.Δ. και την Χ.Α.;
Οι πρώτες αναγνώσεις έκαναν λόγο για ύπαρξη ενός ευρύτερου σχεδίου αποσταθεροποίησης και άρα για την ανάγκη προσεκτικών βημάτων. Πολιτικά καταγγέλθηκε η επικίνδυνη και ανιστόρητη θεωρία των «δύο άκρων» -που ειρήσθω εν παρόδω δεν έχει εγκαταλειφτεί, ούτε ηττηθεί- και επιδιώχθηκε η αποφυγή κάθε ενέργειας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλιμάκωση ή εφαρμογή αυτού του σχεδίου.
Σχεδιασμοί και ελλείμματα
Για το μεγαλύτερο σχηματισμό της Αριστεράς, το γεγονός και όσα ακολούθησαν θα μπορούσαν να τραυματίσουν την ανοδική πορεία που είχε αρχίσει να καταγράφει από τις αρχές Σεπτέμβρη και τους ειδικούς σχεδιασμούς κυρίως για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια παγίδα ή να οδηγήσουν σε μια εμπλοκή και ένταση που δεν θα τον βοηθούσαν. Αλλά από τη στιγμή που εκδηλώθηκε το «συμβάν» και η διαχείριση του συμβάντος, έπρεπε πάση θυσία να ακυρώσει το σχεδιασμό του Σαμαρά γύρω από τη θεωρία των δύο άκρων. Αυτό οδηγούσε και σε τακτικού τύπου και κυρίως θεσμικού χαρακτήρα κινήσεις με συγκράτηση στο επίπεδο της κινητοποίησης και συνεχή επανεκτίμηση της κατάστασης.
Η στάση αυτή πρακτικά είχε ένα έλλειμμα: Δεν πρόβαλε μια αποφασιστικότητα και δεν θωράκισε το λαϊκό κίνημα με μια πολιτική «αγωνιστικής δημοκρατίας» και σφοδρής απαίτησης να
συλληφθούν όλοι οι υπεύθυνοι της δολοφονίας και να αποκαλυφθούν όλες της οι «άκρες». Σημειώνεται ότι τα λόγια περί αποτελεσματικής αντίδρασης του κράτους δεν μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι στην επίθεση πήραν μέρος τριάντα άτομα και συλλήφθηκε ένας μονάχα, ούτε τη σειρά ερωτηματικών για τη διαχείριση της υπόθεσης, ενώ ο Δένδιας πετά την μπάλα σκοπίμως σε 30 δικογραφίες και διάφορες έρευνες.
συλληφθούν όλοι οι υπεύθυνοι της δολοφονίας και να αποκαλυφθούν όλες της οι «άκρες». Σημειώνεται ότι τα λόγια περί αποτελεσματικής αντίδρασης του κράτους δεν μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι στην επίθεση πήραν μέρος τριάντα άτομα και συλλήφθηκε ένας μονάχα, ούτε τη σειρά ερωτηματικών για τη διαχείριση της υπόθεσης, ενώ ο Δένδιας πετά την μπάλα σκοπίμως σε 30 δικογραφίες και διάφορες έρευνες.
Οι προτάσεις για συζήτηση στη Βουλή και συνάντηση πολιτικών αρχηγών, η επίσκεψη στον πρόεδρο της δημοκρατίας, κινήσεις κορυφής και θεσμικής φύσης, δεν απαντούν από μόνες τους στο ζήτημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απάντησε αποφασιστικά, δεν πήρε μια κεντρική πρωτοβουλία για την έκφραση ενός μεγάλου δημοκρατικού αντιφασιστικού κινήματος, δεν τύπωσε, για παράδειγμα, 500 χιλιάδες προκηρύξεις με 4 προτάσεις – δεσμεύσεις με βάση το γεγονός που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία.
Η κύρια κατεύθυνση που υιοθετήθηκε συμπληρώνονταν και από μια στάση διαχείρισης αγωνιστικών διαθέσεων ή και κινήσεων και αντιδράσεων που θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς. Στάση «απεγκλωβισμού» από μια σχεδιασμένη αποσταθεροποίηση ώστε να μην επηρεαστούν οι εκλογικοί συσχετισμοί. Αντίληψη ότι το κίνημα των πολιτών είναι ενεργό δια της ψήφου και η ψήφος είναι η κύρια και αποφασιστική μορφή πάλης. Ο απεγκλωβισμός, όμως, σαν επιδίωξη μπορεί να οδηγήσει σε άλλους εγκλωβισμούς.
Αυτά λέγονται γιατί ενώ η επίθεση συνεχίζεται, την ίδια στιγμή τόσο στο απεργιακό όσο και στο αντιφασιστικό πεδίο φαίνεται να πέφτει «αυλαία» και συναισθήματα ανάμεικτα να διαπερνούν τα πιο αγωνιστικά κομμάτια της κοινωνίας. Η ενδυνάμωση του «Κανένα» σημαίνει πως η εμπιστοσύνη προς τα κόμματα υποχωρεί, καθένας αισθάνεται πολύ μόνος και εγκαταλειμμένος (παρά τα λόγια) και η «ανάθεση» στην Αριστερά γίνεται πιο κριτική, πιο κυνική, με πάμπολλες επιφυλάξεις.
Μία πιο «αγωνιστική» πτέρυγα της Αριστεράς και της κοινωνίας -περισσότερο εγκλωβισμένη σε απλουστεύσεις και στερεότυπα- δεν μπορεί να διαβάσει καν το τι συμβαίνει και φυσικά δεν μπορεί να δώσει μια προοπτική στην ογκούμενη λαϊκή οργή.
Αδυναμίες ερμηνείας
Στις ελλείψεις της Αριστεράς εν γένει μπορεί κανείς να καταλογίσει και την αδυναμία να ερμηνευτεί σωστά το φαινόμενο της Χ.Α. μέσα στην ελληνική κοινωνία. Εγκληματική, δολοφονική, ναζιστική συμμορία; Ναι και αποκαλύφθηκαν πλατιά οι τέτοιες πλευρές του μορφώματος. Αλλά είναι και άλλα πράγματα που συναντώνται με την πραγματικότητα εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών που δεν έγιναν ξαφνικά ναζιστές ή δολοφόνοι. Και αυτά είναι η συγκεκριμένη πολιτική και τοποθέτηση της Χ.Α., η ιδεολογία που διαδίδει και βεβαίως η σχεδιασμένη πρακτική της.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Χ.Α. είναι απλά η συσπείρωση χουντικών και φασιστικών στοιχείων που πάντα υπήρχαν αλλά δεν εκδηλώνονταν και τώρα έχουν οργανωθεί. Άλλοι ότι είναι απλά το μακρύ χέρι του κεφαλαίου και άλλοι μιλούν για σχέδιο σιωνιστικών κύκλων ή ότι σχεδόν στήθηκαν όλα από την Ν.Δ. για να προχωρήσει ο σχεδιασμός της. Οι απόψεις των Γ. Δελαστίκ και Τ. Φωτόπουλου που προκάλεσαν αρκετές συζητήσεις εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία.
Δυσκολεύεται η Αριστερά να δει την σχετική αυτονομία που έχει μια ναζιστική οργάνωση, η οποία αποκτά μαζικό έρεισμα και όταν εκδηλώνεται μια επίθεση και απόπειρά περιορισμού της, τότε αντιδρά και αντιδρά με βάση το μαχητικό αντισυμβατικό χαρακτήρα που θέλει να προσδώσει στη δράση της. Η αντίδρασή της έχει και πολιτικά χαρακτηριστικά. Αποσκοπεί να αμυνθεί και να διατηρήσει θέσεις και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς πολιτική. Θα αντεπιτεθεί ξέροντας ότι ένα τμήμα του συστήματος έχει αποφασίσει να την περιορίσει, ξέροντας όμως και ότι η μικροπολιτική έχει κοντά ποδάρια για ένα τμήμα της κοινωνίας.
Αναγκαίες απαντήσεις
Το βασικό πρόβλημα είναι πως η Αριστερά δεν πρωταγωνιστεί στην πολιτική αντιπαράθεση όπως αυτή εξελίσσεται. Παρακολουθεί, αποφεύγει κακοτοπιές, δεν θέλει να κάνει «το μεγάλο λάθος», αλλά και δεν εκφράζει δυνάμεις και δυνατότητες για μια άλλη πορεία. Προσβλέπει στο να εισπράξει σε εκλογικό επίπεδο την δυσφορία για την συγκάλυψη που υπήρχε για την Χ.Α. Ή να αξιοποιήσει το γεγονός ότι η Αριστερά ήταν ιστορικά ο χώρος που δέχτηκε τις μεγαλύτερες προβοκάτσιες και έχει ιστορικό δημοκρατικών και αντιφασιστικών αγώνων. Μόνο που έτσι, δεν δίνει αυτή το «τέμπο», το ρυθμό, δεν στριμώχνει την αντίπαλη πλευρά (μνημονιακό – τροϊκανό τόξο και θεωρία των δύο άκρων), ούτε και ηγείται εκείνη σε μια μάχη για να διαλυθεί η ναζιστική φασιστική συμμορία.
Τα ερωτήματα παραμένουν: Ποιος ή ποια τα «θεριά» και ποιος ο «Γιάννης»; Ποιος και γιατί φοβάται τον άλλον και τι κάνει για να τον αντιμετωπίσει; Και ακόμα: Ο φόβος και ο τρόμος που ενστάλαξε στην κοινωνία το ναζιστικό μόρφωμα, πόσο μεγάλος είναι ή πόσο έχει υποχωρήσει κα σε ποιο βαθμό; Η απέχθεια προς το πολιτικό σύστημα πόσο βάζει και την αριστερά στο κάδρο και σε τι αντιδράσεις οδηγεί; Οι απαντήσεις πρέπει να δοθούν μέσα σε μια εξαιρετικά δύσκολη, ρευστή και πυκνή σε γεγονότα κατάσταση, όπου οι δυνάμεις που επενεργούν είναι περισσότερες από δύο.